Δυο λόγια από καρδίας για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Καθίστε μισό λεπτό να σας πω μια ιστορία:
Πριν από καναδυό βδομάδες, στο Ντάλας του Τέξας, καθότανε ένα τυπάκι είκοσι επτά χρονών στο σπίτι του και χαζολογούσε στο κομπιούτερ. Το τυπάκι το λέγανε Botham Shem Jean και ήτανε λογιστής σε μια μεγάλη φίρμα..
παγκοσμίου βεληνεκούς. Χαλαρός, κουλαριστός, ωραίος, ζούσε το αμερικάνικο όνειρο σε απόσταση ενός τετραγώνου από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής του. Και όπως ξυνότανε, μπήκε στο σπίτι του μια αστυνομικίνα και του έριξε δυο μπιστολιές. Έμεινε στον τόπο…
Την αστυνομικίνα τη λέγανε Amber R. Guyger και μόλις είχε τελειώσει τη δεκατετράωρη βάρδια της. Έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον Botham Shem Jean, στον ακριβώς από κάτω όροφο. Αλλά κάπως τα έμπλεκε, κάπως μπουρδουκλώθηκε, κάπως χαώθηκε και μπήκε στο λάθος διαμέρισμα. Και πίστεψε, κατά τα λεγόμενα της ιδίας, ότι βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν εισβολέα. Κι έβγαλε το περίστροφο το υπηρεσιακό και τον πυροβόλησε. Λεπτομέρεια: Ο Botham Shem Jean ήταν μαύρος.
Και κάπως έτσι ξανάρχισε η συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες για το πώς οι μαύροι πολίτες τους πέφτουν θύματα αστυνομικής βίας σε δυσανάλογα υψηλό ποσοστό. Κι αυτή τη φορά, ακόμη και χαρντκοράδες σχολιαστές του δεξιόστροφου φάσματος αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι τρέχει, ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Ναι, κάτι πρέπει ν’ αλλάξει όταν μπαίνεις στο σπίτι του αλλουνού και του ρίχνεις δύο στο σταυρί επειδή νόμισες ό,τι νόμισες. Και γιατί δεν γουστάρισες το χρώμα του δέρματός του;
Πράγμα που μας φέρνει στα δικά μας. Στην δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, την Παρασκευή το απόγευμα στην Ομόνοια. Στη δολοφονία με κλωτσιές του Ζακ Κωστόπουλου, ενώ ήταν πεσμένος στο έδαφος και παντελώς αβοήθητος. Στη δολοφονία του εξαρτημένου, της αδερφής, του τραβεστί, του οροθετικού, του άλλου, του διαφορετικού, του ξένου. Του κλέφτη δεν ξέρω καν, γιατί πληθαίνουν οι αναφορές ότι ο Ζακ Κωστόπουλος μπήκε στο κοσμηματοπωλείο για να προστατευθεί κι όχι για να σουφρώσει. Για να γλυτώσει από μια φασαρία σε γειτονική καφετέρια κι επειδή γνώριζε ότι ως εξαρτημένος, αδερφή, τραβεστί, οροθετικός, άλλος, διαφορετικός, ξένος, αυτός θα πλήρωνε πρώτος τον καυγά. Και πέθανε μόνος και αβοήθητος, μέσα σε μια βροχή από κλωτσιές.
Ως εκ τούτου, έχομεν δύο επιλογές. Η μία είναι να γίνουμε σαν τους ήρωες στο ποίημα του Βάρναλη. Υπενθυμίζω, για να μην ξεχνιόμαστε:
Η δεύτερη επιλογή, πάλι, είναι κάπως πιο δύσκολη και μπορεί να γίνει και δυσάρεστη κιόλας. Η δεύτερη επιλογή απαιτεί να υψώσεις ανάστημα και να βγεις μπροστά και να κατέβεις στο δρόμο και να βγάλεις φωνή και να τσαμπουκαλευτείς. Γιατί όπως έλεγε κι ο άλλος ποιητής, ο Βόλφ Μπίρμαν:
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Καθίστε μισό λεπτό να σας πω μια ιστορία:
Πριν από καναδυό βδομάδες, στο Ντάλας του Τέξας, καθότανε ένα τυπάκι είκοσι επτά χρονών στο σπίτι του και χαζολογούσε στο κομπιούτερ. Το τυπάκι το λέγανε Botham Shem Jean και ήτανε λογιστής σε μια μεγάλη φίρμα..
παγκοσμίου βεληνεκούς. Χαλαρός, κουλαριστός, ωραίος, ζούσε το αμερικάνικο όνειρο σε απόσταση ενός τετραγώνου από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής του. Και όπως ξυνότανε, μπήκε στο σπίτι του μια αστυνομικίνα και του έριξε δυο μπιστολιές. Έμεινε στον τόπο…
Την αστυνομικίνα τη λέγανε Amber R. Guyger και μόλις είχε τελειώσει τη δεκατετράωρη βάρδια της. Έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον Botham Shem Jean, στον ακριβώς από κάτω όροφο. Αλλά κάπως τα έμπλεκε, κάπως μπουρδουκλώθηκε, κάπως χαώθηκε και μπήκε στο λάθος διαμέρισμα. Και πίστεψε, κατά τα λεγόμενα της ιδίας, ότι βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν εισβολέα. Κι έβγαλε το περίστροφο το υπηρεσιακό και τον πυροβόλησε. Λεπτομέρεια: Ο Botham Shem Jean ήταν μαύρος.
Και κάπως έτσι ξανάρχισε η συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες για το πώς οι μαύροι πολίτες τους πέφτουν θύματα αστυνομικής βίας σε δυσανάλογα υψηλό ποσοστό. Κι αυτή τη φορά, ακόμη και χαρντκοράδες σχολιαστές του δεξιόστροφου φάσματος αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι τρέχει, ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Ναι, κάτι πρέπει ν’ αλλάξει όταν μπαίνεις στο σπίτι του αλλουνού και του ρίχνεις δύο στο σταυρί επειδή νόμισες ό,τι νόμισες. Και γιατί δεν γουστάρισες το χρώμα του δέρματός του;
Πράγμα που μας φέρνει στα δικά μας. Στην δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, την Παρασκευή το απόγευμα στην Ομόνοια. Στη δολοφονία με κλωτσιές του Ζακ Κωστόπουλου, ενώ ήταν πεσμένος στο έδαφος και παντελώς αβοήθητος. Στη δολοφονία του εξαρτημένου, της αδερφής, του τραβεστί, του οροθετικού, του άλλου, του διαφορετικού, του ξένου. Του κλέφτη δεν ξέρω καν, γιατί πληθαίνουν οι αναφορές ότι ο Ζακ Κωστόπουλος μπήκε στο κοσμηματοπωλείο για να προστατευθεί κι όχι για να σουφρώσει. Για να γλυτώσει από μια φασαρία σε γειτονική καφετέρια κι επειδή γνώριζε ότι ως εξαρτημένος, αδερφή, τραβεστί, οροθετικός, άλλος, διαφορετικός, ξένος, αυτός θα πλήρωνε πρώτος τον καυγά. Και πέθανε μόνος και αβοήθητος, μέσα σε μια βροχή από κλωτσιές.
Ως εκ τούτου, έχομεν δύο επιλογές. Η μία είναι να γίνουμε σαν τους ήρωες στο ποίημα του Βάρναλη. Υπενθυμίζω, για να μην ξεχνιόμαστε:
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,Αυτή είναι η πρώτη επιλογή και είναι και η πιο εύκολη. Κάτσε στον καναπέ μαλάκα και πλακώσου στα «έλεος», στα «ασταδγιάλα» και στα προσβλητικά DM και κοίτα να μιρλιάζεις για το «που κατήντησεν η κοινωνία».
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Η δεύτερη επιλογή, πάλι, είναι κάπως πιο δύσκολη και μπορεί να γίνει και δυσάρεστη κιόλας. Η δεύτερη επιλογή απαιτεί να υψώσεις ανάστημα και να βγεις μπροστά και να κατέβεις στο δρόμο και να βγάλεις φωνή και να τσαμπουκαλευτείς. Γιατί όπως έλεγε κι ο άλλος ποιητής, ο Βόλφ Μπίρμαν:
Η δύναμη βγαίνει απ’ τις γροθιέςΓια μένα, αυτή είναι η μοναδική επιλογή. Για μένα είναι μια επιλογή κόντρα στο θάνατο και στους δολοφόνους. Για μένα, είναι ο μοναδικός φόρος τιμής στον αδικοχαμένο Ζακ. Θα ζήσουμε, θα αγαπήσουμε, θα γελάσουμε και θα πολεμήσουμε. Venceremos!
κι όχι από πρόσωπα καλοσυνάτα!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr