Δυο λόγια από τον Χρήστο Ξανθάκη* για δυο πλάσματα σπάνια και υπερταλαντούχα
Εμείς, η γενιά που ξεκίνησε τη δημοσιογραφία εκεί στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, μετράμε δυο μεγάλες απώλειες τον τελευταίο καιρό: Το Μάνο Αντώναρο και τη Ρίκα Βαγιάνη.
Πλάσματα υπερταλαντούχα στο μολύβι και στο μικρόφωνο,
πλάσματα με χαρά της ζωής μέσα τους, πλάσματα που δεν προσπάθησαν ποτέ να κάτσουν στο σβέρκο κανενός, πλάσματα που δεν μάσησαν ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή το παραμύθι της δημοσιογραφίας ενός ανώτερου Θεού. Γιατί ο Μάνος με τη Ρίκα, παρέμειναν ασόβαροι ως τις τελευταίες τους ώρες. Ευτυχώς και αμήν Παναγία μου!
Πάλι στο «εμείς» θα πάω, πάλι στους δημοσιογράφους, που έχουμε την εντύπωση ότι μας έπλασε μια άλλου είδους μάνα. Και μας έδωσε το δικαίωμα να χώνουμε τη μύτη μας παντού, να φυτρώνουμε εκεί που δεν μας σπέρνουν, να σχολιάζουμε με ύφος εκατό καρδιναλίων και χιλίων καθηγητών πανεπιστημίου. Να είμαστε εμείς οι κριτές των πάντων, αλεξίσφαιροι ωστόσο και αδιάβροχοι απέναντι στην κριτική των υπολοίπων. Η τέταρτη εξουσία, που γίνεται και πρώτη και δεύτερη και τρίτη…
Ο Μάνος και η Ρίκα το έβλεπαν αυτό το πράγμα και το χλεύαζαν. Και δεν φοβότανε διόλου να τσαλακώσουν τη δημόσια εικόνα τους, να χάσουν την ψυχραιμία τους, να ξεκαρδιστούν στα γέλια, να μιλήσουν με λόγο ανθρώπινο, με λόγια σταράτα και όχι με φράσεις βγαλμένες από το εγχειρίδιο της παγωμένης συμπεριφοράς και της ατσαλάκωτης φόρμας. Ο Μάνος και η Ρίκα ήταν ο αφρός των ημερών κι αυτός ο αφρός τώρα που έφυγαν μας λείπει όλο και περισσότερο. Είμαστε πιο φτωχοί τώρα και η απώλεια δεν είναι και τόσο εύκολο να αναπληρωθεί.
Ούτε είναι εύκολο να εξηγήσεις σε αυτή τη δικτατορία των κομμένων κεφαλών πως ένας άνθρωπος που δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά καταλήγει να είναι ο πιο σοβαρός απ’ όλους. Ξεφτιλίζοντας τη σοβαροφάνεια ανοίγει μια πόρτα στη φαντασία, ανοίγει μια λεωφόρο στη χαρά, ανοίγει ένα παράθυρο στην καρδιά που χτυπάει και αξίζει τον κόπο να παραφέρεται. Ένας άνθρωπος που δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά καταλήγει να είναι ο πιο σοβαρός απ’ όλους, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η ζωή δεν είναι μια ζώνη που μας σφίγγει, η ζωή είναι ένα αεροπλάνο που μας απογειώνει. Ή τουλάχιστον, αυτό οφείλει να είναι…
Οπότε αποχαιρετούμε οριστικά το Μάνο και τη Ρίκα, δυο ανθρώπους που δεν έγραψαν σχολικά βιβλία, αλλά μας δίδαξαν πολλά περισσότερα απ’ όλα τα σχολικά βιβλία που διαβάσαμε μια φορά κι έναν καιρό. Με το παράδειγμά τους, με το γέλιο τους, με τις χειρονομίες τους, με την απόφασή τους να περιφρονούν παντού και πάντοτε τους κανόνες, τις νόρμες, τις ντιρεκτίβες. Τρελάρες και τρελόγκες ως την τελευταία ώρα. Το «ευχαριστώ» είναι λίγο για δυο σπάνια πλάσματα, που μας έκαναν όλους πλουσιότερους!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Εμείς, η γενιά που ξεκίνησε τη δημοσιογραφία εκεί στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, μετράμε δυο μεγάλες απώλειες τον τελευταίο καιρό: Το Μάνο Αντώναρο και τη Ρίκα Βαγιάνη.
Πλάσματα υπερταλαντούχα στο μολύβι και στο μικρόφωνο,
πλάσματα με χαρά της ζωής μέσα τους, πλάσματα που δεν προσπάθησαν ποτέ να κάτσουν στο σβέρκο κανενός, πλάσματα που δεν μάσησαν ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή το παραμύθι της δημοσιογραφίας ενός ανώτερου Θεού. Γιατί ο Μάνος με τη Ρίκα, παρέμειναν ασόβαροι ως τις τελευταίες τους ώρες. Ευτυχώς και αμήν Παναγία μου!
Πάλι στο «εμείς» θα πάω, πάλι στους δημοσιογράφους, που έχουμε την εντύπωση ότι μας έπλασε μια άλλου είδους μάνα. Και μας έδωσε το δικαίωμα να χώνουμε τη μύτη μας παντού, να φυτρώνουμε εκεί που δεν μας σπέρνουν, να σχολιάζουμε με ύφος εκατό καρδιναλίων και χιλίων καθηγητών πανεπιστημίου. Να είμαστε εμείς οι κριτές των πάντων, αλεξίσφαιροι ωστόσο και αδιάβροχοι απέναντι στην κριτική των υπολοίπων. Η τέταρτη εξουσία, που γίνεται και πρώτη και δεύτερη και τρίτη…
Ο Μάνος και η Ρίκα το έβλεπαν αυτό το πράγμα και το χλεύαζαν. Και δεν φοβότανε διόλου να τσαλακώσουν τη δημόσια εικόνα τους, να χάσουν την ψυχραιμία τους, να ξεκαρδιστούν στα γέλια, να μιλήσουν με λόγο ανθρώπινο, με λόγια σταράτα και όχι με φράσεις βγαλμένες από το εγχειρίδιο της παγωμένης συμπεριφοράς και της ατσαλάκωτης φόρμας. Ο Μάνος και η Ρίκα ήταν ο αφρός των ημερών κι αυτός ο αφρός τώρα που έφυγαν μας λείπει όλο και περισσότερο. Είμαστε πιο φτωχοί τώρα και η απώλεια δεν είναι και τόσο εύκολο να αναπληρωθεί.
Ούτε είναι εύκολο να εξηγήσεις σε αυτή τη δικτατορία των κομμένων κεφαλών πως ένας άνθρωπος που δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά καταλήγει να είναι ο πιο σοβαρός απ’ όλους. Ξεφτιλίζοντας τη σοβαροφάνεια ανοίγει μια πόρτα στη φαντασία, ανοίγει μια λεωφόρο στη χαρά, ανοίγει ένα παράθυρο στην καρδιά που χτυπάει και αξίζει τον κόπο να παραφέρεται. Ένας άνθρωπος που δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά καταλήγει να είναι ο πιο σοβαρός απ’ όλους, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η ζωή δεν είναι μια ζώνη που μας σφίγγει, η ζωή είναι ένα αεροπλάνο που μας απογειώνει. Ή τουλάχιστον, αυτό οφείλει να είναι…
Οπότε αποχαιρετούμε οριστικά το Μάνο και τη Ρίκα, δυο ανθρώπους που δεν έγραψαν σχολικά βιβλία, αλλά μας δίδαξαν πολλά περισσότερα απ’ όλα τα σχολικά βιβλία που διαβάσαμε μια φορά κι έναν καιρό. Με το παράδειγμά τους, με το γέλιο τους, με τις χειρονομίες τους, με την απόφασή τους να περιφρονούν παντού και πάντοτε τους κανόνες, τις νόρμες, τις ντιρεκτίβες. Τρελάρες και τρελόγκες ως την τελευταία ώρα. Το «ευχαριστώ» είναι λίγο για δυο σπάνια πλάσματα, που μας έκαναν όλους πλουσιότερους!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr