Ανοιχτή επιστολή
προς την υπουργό Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, απευθύνει ο Μιχάλης
Κονιόρδος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και τέως
σύμβουλος του ΑΣΕΠ. Aναλυτικά:
πηγή:
efsyn
"Την παρακάτω επιστολή είχα σκοπό να σας την στείλω πέρσι, στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2017 αλλά μεσολάβησε μια σειρά απρόβλεπτων γεγονότων και δεν σας την έστειλα...
Περίμενα λοιπόν επιμελώς να κλείσει η περσινή καταληκτική ημερομηνία για την πρόσκληση ενδιαφέροντος υποβολής προτάσεων για το καλλιτεχνικό πρόγραμμα 2018 του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, προκειμένου να σας στείλω αυτή την επιστολή.
Δεν επιχείρησα να ζητήσω συνάντηση μαζί σας μέσω του Γραφείου Υπουργού που κλείνει τέτοιου είδους συναντήσεις, καθώς μια παλαιότερη απόπειρά μου να επικοινωνήσω μαζί σας απέτυχε παταγωδώς λόγω ίσως του αποτελεσματικού Τείχους που έχει υψωθεί μεταξύ του κτηρίου του επί της Μπουμπουλίνας 20 – 22 και των αιτούντων συνάντηση ή τουλάχιστον μερίδας εξ αυτών.
Το κουβαλάει η ιστορία του κτιρίου φαίνεται…
Βεβαίως, αυτό το αποτελεσματικό Τείχος που υψώνεται από τα διάφορα Γραφεία Υπουργών, όλων των νεοελληνικών κυβερνητικών εξουσιών, δεν έχει πολιτικό χρώμα : πρόκειται για μια διαχρονική πολιτική επιδημία.
Σκόπευα λοιπόν να σας στείλω την ίδια – πάνω κάτω – επιστολή μετά την λήξη του φετινού Φεστιβάλ, δηλαδή στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2018 αλλά μεσολάβησαν πάλι έκτακτα γεγονότα και είναι πολύ πιθανό, σήμερα 20/8/2018 , ο κ. Πρωθυπουργός (και) ενόψει ΔΕΘ, να προχωρήσει σε ανασχηματισμό. Επειδή δεν είναι δυνατόν να προβλέψω τις προθέσεις του κι επειδή είναι πιθανό αύριο ή μεθαύριο ή σύντομα να μην κατέχετε την υπουργική θέση στο Υπουργείο Πολιτισμού – αν και το απεύχομαι – σας στέλνω αυτή την επιστολή σήμερα.
Οδηγούμαι λοιπόν στην μόνη εναπομείνασα λύση: να σας ζητήσω δημοσίως ένα μικρό ρουσφέτι. Ένα τόσο δα μικρό ρουσφέτι. Μικρότερο από αυτά που συνήθως ζητούνται στις συναντήσεις που κλείνονται μέσω του Γραφείου Υπουργού, του εκάστοτε Υπουργού εννοώ.
Ευτυχώς λοιπόν, που δεν έχω σας έχω επισκεφθεί ποτέ στο Υπουργείο, ποτέ στο σπίτι σας και δεν έχω επικοινωνήσει μαζί σας εδώ και αρκετά χρόνια, εξαιρώντας μια τυχαία συνάντησή μας το 2013 ή το 2014 αν θυμάμαι καλά. Σαν θεατρόφιλος, έχω «επικοινωνήσει» μαζί σας παρακολουθώντας ορισμένες παραστάσεις σας και σαν συγγενής το 2004 ή το 2005 αν επίσης θυμάμαι καλά. Τις δημόσιες αυτές διευκρινήσεις, τις θεωρώ αναγκαίες δυστυχώς, καθώς ζούμε σε καιρούς πονηρούς, σφιχτά τυλιγμένοι μέσα σ’ ένα συρματόπλεγμα καχυποψίας, κακοβουλίας και μικροπρέπειας, όπου μεταξύ των άλλων ισχύει η ρήση «Μικρό χωριό, κακό χωριό».
Να μπω λοιπόν κατ’ ευθείαν στο θέμα:
Είχα την τύχη να απολαύσω το καλοκαίρι του 2017, το καλοκαίρι που μας πέρασε δηλαδή, μία εμπνευσμένη παράσταση : «Το γεφύρι του Δρίνου» σε σκηνοθεσία του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς.
Η παράσταση αυτή, θα μπορούσε με πρωτοβουλία του Υπουργείου σας και της Διοίκησης του Φεστιβάλ Αθηνών, να φιλοξενηθεί και πάλι τόσο στο Φεστιβάλ του 2019, όσο και να της προσφερθεί η δυνατότητα να αποτελέσει και για κάποιο διάστημα μια μόνιμη επιλογή θεατρικής εξόδου για το ελληνικό κοινό, θεατρόφιλο ή μη.
Θα σας πρότεινα μάλιστα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας να ενσωματώσετε την παρακολούθηση της παράστασης στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ορισμένων τάξεων των σχολείων.
Έχοντας επισκεφθεί τα σερβικά βουνά, της αιματοβαμμένης περιοχής του Ούζιτσε στο πλαίσιο ενός τριετούς ευρωπαϊκού προγράμματος, έχοντας επισκεφθεί στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη την επίσης ιστορική Γέφυρα του Δρίνου (σχετικά όχι μακριά από την Γέφυρα του Μόσταρ, της οποίας η ανακατασκευή έγινε με ευρωπαϊκά κονδύλια ), έχοντας επισκεφθεί μια σειρά από μαρτυρικούς τόπους της περιοχής, πιστέψτε με, θα ήταν ευλογία Θεού, ευλογία Λένιν, Μαρξ, ευλογία Αλλάχ αν πρωταγωνιστούσατε στην αποδοχή της πρότασής μου.
Οι κατέχοντες είτε περιστασιακά, είτε σε διάρκεια χρόνου, υπουργικές θέσεις, μένουν στην ιστορία και στην μνήμη των ταπεινών είτε ως ανύπαρκτοι - δεν θα αναφέρω ονόματα, καθώς τελευταία ο πολιτικός διάλογος (;) έχει λάβει διαστάσεις δικομανούς υστερίας – είτε ως οδηγοί αυτοκινήτων άνευ πινακίδας, είτε για την συμβολή τους στην διάδοση τοπικής πελοποννησιακής διαλέκτου σε κεντρικό μουσείο της χώρας, είτε ποζάροντας σε «μοδάτα» περιοδικά της εποχής της επίπλαστης ευμάρειας, είτε ως μέτριοι διαχειριστές οικονομικών ζητημάτων του Υπουργείου που επόπτευαν, είτε άφησαν το αποτύπωμά τους στην λήθη των ψηφοφόρων. Προφανώς υπήρχαν και εξαιρέσεις. Οι αναγνώστες της επιστολής αυτής μπορούν να φρεσκάρουν την μνήμη τους με ένα ενδεικτικό κατάλογο – σχόλιο, ενός συμπολίτη μου, είτε συμφωνώντας μαζί του είτε όχι.
Έτσι λοιπόν αν ρωτήσει κάποιος «Πως τον λέγανε τον Χ ή τον Ψ, Υπουργό Πολιτισμού;» ή «Τι χαρακτηριστικό σας αφήνει στην μνήμη η θητεία του τάδε ή της τάδε» , δύσκολα θα εισπράξει απαντήσεις του τύπου « Με την επιστροφή των Ελγίνειων » ή « Με την καθιέρωση του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας » , ανεξάρτητα από την επιτυχία του θεσμού τουλάχιστον στην Ελλάδα, καθώς εκδότης της εποχής της επίπλαστης ευμάρειας ισχυρίσθηκε πρόσφατα πως ξεβλάχεψε τους γηγενείς, αν και η εκφορά του παρατεταμένου «λι» - ανάμεσα στα τόσα άλλα - δεν συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση, της πολιτιστικής ανάτασης των Νεοελλήνων.
Ελπίζω, αν παραμείνετε στην θέση της Υπουργού να δώσετε την δυνατότητα στον ελληνικό λαό να σας θυμάται σαν την Γυναίκα πάνω απ’ όλα, τον Άνθρωπο δηλαδή, που συνέβαλε καθοριστικά στην συμβολή μιας στοιχειώδους και ουσιώδους διαπολιτισμικής κουλτούρας στην Χώρα αυτή.
Έτσι κι αλλιώς, θα επανέλθω στο θέμα αυτό, μετά τον ανασχηματισμό, είτε θα εξακολουθήσετε να είστε Υπουργός, είτε με τον αντικαταστάτη της. Όπως σας τόνισα προηγουμένως, δεν μπορώ να γνωρίζω τις προθέσεις του Πρωθυπουργού. Έτσι κι αλλιώς είναι απρόβλεπτος ο μπαγάσας.
Με εκτίμηση,
Μιχάλης Κονιόρδος"