Γράφει ο Γιώργος Καρελιάς*
Η Μαριάνθη (Μάνια) Τεγοπούλου, που πέθανε την Τρίτη, είναι το παράδειγμα της επιγόνου η οποία έριξε το καράβι που παρέλαβε στα βράχια και το βούλιαξε. Και, εν προκειμένω, το «καράβι» δεν ήταν όποιο κι όποιο. Η «Ελευθεροτυπία» ήταν, ίσως, η σημαντικότερη εφημερίδα που εκδόθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας και σημάδεψε την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας περισσότερο από τρεις δεκαετίες.
Η Μάνια ήταν η πρωτότοκη κόρη του Χρήστου (Κίτσου) Τεγόπουλου. Ενός δαιμόνιου.. επιχειρηματία, με αριστερές καταβολές, ο οποίος επιχείρησε να γίνει δημοσιογράφος και… κατάντησε εκδότης(!), όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος. Ηταν ο εκδότης που επέβαλε στον Τύπο την (σχεδόν απόλυτη) ελευθερία απόψεων των συντακτών του, πράγμα πρωτοφανές για την εποχή εκείνη.
Ο Τεγόπουλος πέθανε το 2006. Δεν είχε φροντίσει είτε να πουλήσει την επιχείρηση σε κάποιον ισχυρό επιχειρηματία είτε να δημιουργήσει κάποιο Ιδρυμα, όπως είχαν κάνει άλλοι εκδότες. Δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του. «Apres moi le deluge», έλεγε με τα ιδιόμορφα Γαλλικά του, μεταξύ αστείου και σοβαρού. Αλλά μάλλον ήξερε ότι ήταν σοβαρό.
Μέχρι τον θάνατό του η ανάμειξη της Μάνιας στα επιχειρηματικά πράγματα ήταν μηδαμινή. Εμφανιζόταν μόνο αν ήθελε να γράψει κάτι στην εφημερίδα. Την επιχείρηση «έτρεχαν» ο θείος της Θανάσης Τεγόπουλος, ο οικονομικός διευθυντής Διονύσης Αυγουστινιάτος και, φυσικά, ο ιστορικός διευθυντής της εφημερίδας Σεραφείμ Φυντανίδης.
Ομως, σταδιακά, η Μάνια έγινε κανονική διάδοχος. Δεν μπορούσε να γίνει και αλλιώς, αφού είχε την πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης. Εγινε διευθύνουσα σύμβουλος. Και οι παρεμβάσεις της στην έκδοση της εφημερίδας έγιναν όλο και πιο συχνές. Αυτό που δεν έκανε επί 30 χρόνια ο πατέρας της άρχισε να το κάνει ή ίδια.
Οι προστριβές της με τον Φυντανίδη και τον (θείο της) Τεγόπουλο ήταν καθημερινό φαινόμενο. Και έληξαν με την εκπαραθύρωση και των δύο. Η κατρακύλα είχε αρχίσει.
Η επιχείρηση που εξέδιδε την «Ελευθεροτυπία», όπως και όλες οι επιχειρήσεις Τύπου τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν κάνει πολλά ανοίγματα, είχαν πολλούς εργαζομένους και υψηλό κόστος. Οι κυκλοφορίες είχαν πέσει, η διαφήμιση μειωθεί. Επομένως, χρειαζόταν «συμμάζεμα», αλλιώς οικονομική εξυγίανση. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το κάνει η Μάνια. Ηταν ανίκανη ή δεν ήταν και στον χαρακτήρα της. Το μεσημέρι έδινε την έγκρισή της για το «συμμάζεμα» και το βράδυ άλλαζε γνώμη και έλεγε «εγώ δεν κάνω απολύσεις».
Ο καιρός περνούσε χωρίς να διαφαίνεται κάποια προοπτική, είχε αρχίσει και η οικονομική κρίση. Τον Ιούνιο του 2011 σταμάτησε να καταβάλει μισθούς, γεγονός που προκάλεσε σοκ στον χώρο του Τύπου. Η διαπραγμάτευση με τις Τράπεζες για δανειοδότηση δεν πήγε καλά. Και πώς να πάει όταν, ενώ είχε ζητήσει δάνειο από γνωστό τραπεζίτη της εποχής και επρόκειτο να συναντηθεί μαζί του, τον έβριζε από τις στήλες της εφημερίδας!
Ολοι είχαν καταλάβει ότι η Μάνια δεν ήταν σε θέση να κρατήσει το μαγαζί. Ηθελε, αλλά δεν μπορούσε. Αυτά που είπε εκ των υστέρων σε μια συνέντευξή της, δήθεν ότι «έπρεπε να κλείσει» δεν τα έλεγε όσο ήταν ανοιχτό. Παρόλο ότι δήλωνε αντιεξουσιάστρια, της άρεσε η εκδοτική εξουσία.
Τραπεζίτες της εποχής έλεγαν ότι, με το κατάλληλο συμμάζεμα, η επιχείρηση θα μπορούσε να γίνει βιώσιμη. Είχε τα μικρότερα χρέη από όλες τις επιχειρήσεις Τύπου. Αλλά δεν είχε τιμονιέρη. Ετσι, η «Ελευθεροτυπία» που κυκλοφορούσε ανελλιπώς από τις 21 Ιουλίου του 1975, σταμάτησε να εκδίδεται στις 22 Δεκεμβρίου 2011 (εδώ). Μια απόπειρα επανέκδοσής της ένα χρόνο αργότερα απέτυχε παταγωδώς.
Η Μάνια άφησε πίσω της συντρίμμια. Περίπου 800 απλήρωτους εργαζομένους, οι οποίοι πασχίζουν μέχρι σήμερα, εφτά χρόνια μετά, να πάρουν μέρος των αποζημιώσεών τους από την, πτωχευμένη πλέον, Χ.Κ. Τεγόπουλος Α.Ε.
Μετά το κλείσιμο της εταιρείας και την κήρυξη της πτώχευσης, η Μάνια (και οι όψιμοι συνεταίροι της) δεν φέρθηκαν καλά στους ανθρώπους που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους. Προσπάθησαν να τους εμποδίσουν δικαστικά, ορισμένους τους έτρεχαν στα δικαστήρια με αστείες μηνύσεις.
Με τον θάνατό της πέφτουν- και τυπικά- οι τίτλοι τέλους στην υπόθεση της «Ελευθεροτυπίας». Άλλη μια περίπτωση που επιβεβαιώνει ότι οι επίγονοι καταστρέφουν αυτό που κληρονόμησαν, αν δεν υπάρχουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας που, ενδεχομένως, μπορούν να αποτρέψουν την καταστροφή.
Υ.Γ.1: Απαραίτητη-προσωπική- υποσημείωση. Πήγα στην «Ελευθεροτυπία» όταν ήμουν φοιτητής και έφυγα, μετά από 35 χρόνια, έναν μήνα πριν πάψει να κρέμεται στα περίπτερα. Εξαιρετικό μαγαζί, μεγάλη ελευθερία στην έκφραση των απόψεων, άριστο εργασιακό περιβάλλον, καλές αμοιβές. Οι επαφές που είχα με τη Μάνια ήταν ελάχιστες και μόλις τα τελευταία ένα-δύο χρόνια. Δεν έχω προσωπικά παράπονα. Στο κείμενο αυτό προσπάθησα να καταγράψω την ψυχρή πραγματικότητα μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Υ.Γ.2: Η Μάνια δεν ήταν θρησκευόμενη. Ετσι, στην περίπτωσή της, δεν έχει καμιά αξία η ρήση του Αποστόλου Παύλου «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας». Ισως έχει νόημα μόνο επειδή δεν μπορεί να διαπράξει άλλες αμαρτίες.
* το κείμενο του Γ. Καρελιά είναι από το protagon.gr
Η Μαριάνθη (Μάνια) Τεγοπούλου, που πέθανε την Τρίτη, είναι το παράδειγμα της επιγόνου η οποία έριξε το καράβι που παρέλαβε στα βράχια και το βούλιαξε. Και, εν προκειμένω, το «καράβι» δεν ήταν όποιο κι όποιο. Η «Ελευθεροτυπία» ήταν, ίσως, η σημαντικότερη εφημερίδα που εκδόθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας και σημάδεψε την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας περισσότερο από τρεις δεκαετίες.
Η Μάνια ήταν η πρωτότοκη κόρη του Χρήστου (Κίτσου) Τεγόπουλου. Ενός δαιμόνιου.. επιχειρηματία, με αριστερές καταβολές, ο οποίος επιχείρησε να γίνει δημοσιογράφος και… κατάντησε εκδότης(!), όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος. Ηταν ο εκδότης που επέβαλε στον Τύπο την (σχεδόν απόλυτη) ελευθερία απόψεων των συντακτών του, πράγμα πρωτοφανές για την εποχή εκείνη.
Ο Τεγόπουλος πέθανε το 2006. Δεν είχε φροντίσει είτε να πουλήσει την επιχείρηση σε κάποιον ισχυρό επιχειρηματία είτε να δημιουργήσει κάποιο Ιδρυμα, όπως είχαν κάνει άλλοι εκδότες. Δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του. «Apres moi le deluge», έλεγε με τα ιδιόμορφα Γαλλικά του, μεταξύ αστείου και σοβαρού. Αλλά μάλλον ήξερε ότι ήταν σοβαρό.
Μέχρι τον θάνατό του η ανάμειξη της Μάνιας στα επιχειρηματικά πράγματα ήταν μηδαμινή. Εμφανιζόταν μόνο αν ήθελε να γράψει κάτι στην εφημερίδα. Την επιχείρηση «έτρεχαν» ο θείος της Θανάσης Τεγόπουλος, ο οικονομικός διευθυντής Διονύσης Αυγουστινιάτος και, φυσικά, ο ιστορικός διευθυντής της εφημερίδας Σεραφείμ Φυντανίδης.
Ομως, σταδιακά, η Μάνια έγινε κανονική διάδοχος. Δεν μπορούσε να γίνει και αλλιώς, αφού είχε την πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης. Εγινε διευθύνουσα σύμβουλος. Και οι παρεμβάσεις της στην έκδοση της εφημερίδας έγιναν όλο και πιο συχνές. Αυτό που δεν έκανε επί 30 χρόνια ο πατέρας της άρχισε να το κάνει ή ίδια.
Οι προστριβές της με τον Φυντανίδη και τον (θείο της) Τεγόπουλο ήταν καθημερινό φαινόμενο. Και έληξαν με την εκπαραθύρωση και των δύο. Η κατρακύλα είχε αρχίσει.
Η επιχείρηση που εξέδιδε την «Ελευθεροτυπία», όπως και όλες οι επιχειρήσεις Τύπου τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν κάνει πολλά ανοίγματα, είχαν πολλούς εργαζομένους και υψηλό κόστος. Οι κυκλοφορίες είχαν πέσει, η διαφήμιση μειωθεί. Επομένως, χρειαζόταν «συμμάζεμα», αλλιώς οικονομική εξυγίανση. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το κάνει η Μάνια. Ηταν ανίκανη ή δεν ήταν και στον χαρακτήρα της. Το μεσημέρι έδινε την έγκρισή της για το «συμμάζεμα» και το βράδυ άλλαζε γνώμη και έλεγε «εγώ δεν κάνω απολύσεις».
Ο καιρός περνούσε χωρίς να διαφαίνεται κάποια προοπτική, είχε αρχίσει και η οικονομική κρίση. Τον Ιούνιο του 2011 σταμάτησε να καταβάλει μισθούς, γεγονός που προκάλεσε σοκ στον χώρο του Τύπου. Η διαπραγμάτευση με τις Τράπεζες για δανειοδότηση δεν πήγε καλά. Και πώς να πάει όταν, ενώ είχε ζητήσει δάνειο από γνωστό τραπεζίτη της εποχής και επρόκειτο να συναντηθεί μαζί του, τον έβριζε από τις στήλες της εφημερίδας!
Ολοι είχαν καταλάβει ότι η Μάνια δεν ήταν σε θέση να κρατήσει το μαγαζί. Ηθελε, αλλά δεν μπορούσε. Αυτά που είπε εκ των υστέρων σε μια συνέντευξή της, δήθεν ότι «έπρεπε να κλείσει» δεν τα έλεγε όσο ήταν ανοιχτό. Παρόλο ότι δήλωνε αντιεξουσιάστρια, της άρεσε η εκδοτική εξουσία.
Τραπεζίτες της εποχής έλεγαν ότι, με το κατάλληλο συμμάζεμα, η επιχείρηση θα μπορούσε να γίνει βιώσιμη. Είχε τα μικρότερα χρέη από όλες τις επιχειρήσεις Τύπου. Αλλά δεν είχε τιμονιέρη. Ετσι, η «Ελευθεροτυπία» που κυκλοφορούσε ανελλιπώς από τις 21 Ιουλίου του 1975, σταμάτησε να εκδίδεται στις 22 Δεκεμβρίου 2011 (εδώ). Μια απόπειρα επανέκδοσής της ένα χρόνο αργότερα απέτυχε παταγωδώς.
Η Μάνια άφησε πίσω της συντρίμμια. Περίπου 800 απλήρωτους εργαζομένους, οι οποίοι πασχίζουν μέχρι σήμερα, εφτά χρόνια μετά, να πάρουν μέρος των αποζημιώσεών τους από την, πτωχευμένη πλέον, Χ.Κ. Τεγόπουλος Α.Ε.
Μετά το κλείσιμο της εταιρείας και την κήρυξη της πτώχευσης, η Μάνια (και οι όψιμοι συνεταίροι της) δεν φέρθηκαν καλά στους ανθρώπους που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους. Προσπάθησαν να τους εμποδίσουν δικαστικά, ορισμένους τους έτρεχαν στα δικαστήρια με αστείες μηνύσεις.
Με τον θάνατό της πέφτουν- και τυπικά- οι τίτλοι τέλους στην υπόθεση της «Ελευθεροτυπίας». Άλλη μια περίπτωση που επιβεβαιώνει ότι οι επίγονοι καταστρέφουν αυτό που κληρονόμησαν, αν δεν υπάρχουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας που, ενδεχομένως, μπορούν να αποτρέψουν την καταστροφή.
Υ.Γ.1: Απαραίτητη-προσωπική- υποσημείωση. Πήγα στην «Ελευθεροτυπία» όταν ήμουν φοιτητής και έφυγα, μετά από 35 χρόνια, έναν μήνα πριν πάψει να κρέμεται στα περίπτερα. Εξαιρετικό μαγαζί, μεγάλη ελευθερία στην έκφραση των απόψεων, άριστο εργασιακό περιβάλλον, καλές αμοιβές. Οι επαφές που είχα με τη Μάνια ήταν ελάχιστες και μόλις τα τελευταία ένα-δύο χρόνια. Δεν έχω προσωπικά παράπονα. Στο κείμενο αυτό προσπάθησα να καταγράψω την ψυχρή πραγματικότητα μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Υ.Γ.2: Η Μάνια δεν ήταν θρησκευόμενη. Ετσι, στην περίπτωσή της, δεν έχει καμιά αξία η ρήση του Αποστόλου Παύλου «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας». Ισως έχει νόημα μόνο επειδή δεν μπορεί να διαπράξει άλλες αμαρτίες.
* το κείμενο του Γ. Καρελιά είναι από το protagon.gr