...Η ιδέα μού ήρθε καθώς έβλεπα τα πούλμαν να ξεφορτώνουν τσούρμο
προσκυνητών σε μοναστήρι. Είπα να πιάσω κι εγώ την καλή κι ας άργησα, να
αρπάξω μια από τις ευκαιρίες «μέσα στην κρίση». Η συνταγή είναι εύκολη:
μια χούφτα θρησκεία, δυο χούφτες πατρίδα, μπόλικη ελπίδα, μια πρέζα
συναίσθημα. Απλά πράγματα. Στην αρχή έλεγα να στήσω τη μηχανή των
θαυμάτων σε ένα ακρογιάλι, κάπου στο Αιγαίο. Μα πόσοι θα..
τσιμπούσαν; Άσε που θα με κυνηγούσαν και οι ντόπιοι.
Ύστερα, άστραψε σαν φως, κατακέφαλα: μια καλύβα πάνω απ' τα σύνορα κοντά στη Γευγελή. Είδα όραμα, θα έλεγα, με έφερε εδώ μια οπτασία. Ήταν ένα μικρό παιδί, ένα αγοράκι. Ερχόταν στον ύπνο μου, με έπιανε από το χέρι. Είδα πολλές φορές το ίδιο όνειρο. Με οδήγησε εδώ, με παρακαλούσε να σκάψω. Έσκαψα εκεί, κάτω από τον βράχο, και να, βρήκα αυτά τα κοκαλάκια (δεν χρειάζονται πολλά). Από τότε έμεινα εδώ. Νηστεύω και προσεύχομαι. Άφησα γενειάδα. Έφτιαξα και τούτο το καλύβι (δεν μπορεί, με κάμποσα ευρώ στο χέρι θα κλείσω το στόμα των μπατίρηδων γυφτοσκοπιανών).
Σεμνά και ταπεινά θα άπλωνα τα νέα (έχω και κάτι φίλους, καλά παιδιά, θεοσεβούμενους, από τότε που ανοίγαμε κεφάλια στη Νομική, μια χαρά θα πάει η δουλειά). Με αρκετή υπομονή και λίγη τύχη, θα στηθεί το πράμα. Θα βάλω και κάμποσες πινελιές: Ήρθε πάλι στον ύπνο μου το παιδάκι. Ελευθέριο το λέγανε. Ήταν από εκείνα τα παιδάκια που είχαν αρπάξει οι συμμορίτες, στο παιδομάζωμα ντε! Μα δεν άντεξε στον δρόμο, αρρώστησε, έσβησε από τον πυρετό το καημένο, εκεί απόμεινε, μέσα στο χιόνι. Ίσα που το σκεπάσανε. Περίμενε τόσα χρόνια να βρεθεί ένας άνθρωπος να το προσέξει, να αναπαυτεί η ψυχή του. Μα τώρα που έφτιαξα το καλυβάκι, τώρα που ανάβω το καντηλάκι του, να που αρχίσανε τα θάματα!
Μικρά θάματα στην αρχή, πιο μεγάλα ύστερα (είναι τα σάιτς, είναι και το φέισμπουκ, μεγάλες δόξες). Σε δύο, το πολύ σε τρία χρόνια, να το προσκύνημα. Δεν θέλει πολλά. Είναι και στον δρόμο για το καζίνο. Όταν διαδοθεί το νέο, όταν πληθύνουν τα θάματα, ποιος δεν θα σταματά να ανάψει ένα κεράκι στον... Λευτεράκη; Έτσι για το καλό. Και να τα πούλμαν, να τα κομποσκοίνια, να οι ευλογίες, να τα πάρε - δώσε με τους μεγάλους, πού ξέρεις, και με καμιά υπηρεσία από αυτές που κάνουν μυστικές δουλειές...
Κάπως έτσι τα φανταζότανε ο Αποστόλης από το Παγκράτι, μέχρι που άρχισε να χαλάει το πράγμα με αυτούς τους άπλυτους. Αρχινήσανε τα σούρτα - φέρτα με τους Σκοπιανούς. Θέλουν να τα βρούνε λένε. Τι να βρούνε; Μα τώρα που το ξανασκέφτεται ο Αποστόλης, με κάμποσες αλλαγές, ίσως να του βγει σε καλό. Αν πήγαινε τον Ελευθέριο κάτω από τα σύνορα; Σαν καλή του φαίνεται η ιδέα, μα πρέπει να τα λογαριάσει πάλι όλα από την αρχή...
Στρατής Αγγελής (Αυγή)
τσιμπούσαν; Άσε που θα με κυνηγούσαν και οι ντόπιοι.
Ύστερα, άστραψε σαν φως, κατακέφαλα: μια καλύβα πάνω απ' τα σύνορα κοντά στη Γευγελή. Είδα όραμα, θα έλεγα, με έφερε εδώ μια οπτασία. Ήταν ένα μικρό παιδί, ένα αγοράκι. Ερχόταν στον ύπνο μου, με έπιανε από το χέρι. Είδα πολλές φορές το ίδιο όνειρο. Με οδήγησε εδώ, με παρακαλούσε να σκάψω. Έσκαψα εκεί, κάτω από τον βράχο, και να, βρήκα αυτά τα κοκαλάκια (δεν χρειάζονται πολλά). Από τότε έμεινα εδώ. Νηστεύω και προσεύχομαι. Άφησα γενειάδα. Έφτιαξα και τούτο το καλύβι (δεν μπορεί, με κάμποσα ευρώ στο χέρι θα κλείσω το στόμα των μπατίρηδων γυφτοσκοπιανών).
Σεμνά και ταπεινά θα άπλωνα τα νέα (έχω και κάτι φίλους, καλά παιδιά, θεοσεβούμενους, από τότε που ανοίγαμε κεφάλια στη Νομική, μια χαρά θα πάει η δουλειά). Με αρκετή υπομονή και λίγη τύχη, θα στηθεί το πράμα. Θα βάλω και κάμποσες πινελιές: Ήρθε πάλι στον ύπνο μου το παιδάκι. Ελευθέριο το λέγανε. Ήταν από εκείνα τα παιδάκια που είχαν αρπάξει οι συμμορίτες, στο παιδομάζωμα ντε! Μα δεν άντεξε στον δρόμο, αρρώστησε, έσβησε από τον πυρετό το καημένο, εκεί απόμεινε, μέσα στο χιόνι. Ίσα που το σκεπάσανε. Περίμενε τόσα χρόνια να βρεθεί ένας άνθρωπος να το προσέξει, να αναπαυτεί η ψυχή του. Μα τώρα που έφτιαξα το καλυβάκι, τώρα που ανάβω το καντηλάκι του, να που αρχίσανε τα θάματα!
Μικρά θάματα στην αρχή, πιο μεγάλα ύστερα (είναι τα σάιτς, είναι και το φέισμπουκ, μεγάλες δόξες). Σε δύο, το πολύ σε τρία χρόνια, να το προσκύνημα. Δεν θέλει πολλά. Είναι και στον δρόμο για το καζίνο. Όταν διαδοθεί το νέο, όταν πληθύνουν τα θάματα, ποιος δεν θα σταματά να ανάψει ένα κεράκι στον... Λευτεράκη; Έτσι για το καλό. Και να τα πούλμαν, να τα κομποσκοίνια, να οι ευλογίες, να τα πάρε - δώσε με τους μεγάλους, πού ξέρεις, και με καμιά υπηρεσία από αυτές που κάνουν μυστικές δουλειές...
Κάπως έτσι τα φανταζότανε ο Αποστόλης από το Παγκράτι, μέχρι που άρχισε να χαλάει το πράγμα με αυτούς τους άπλυτους. Αρχινήσανε τα σούρτα - φέρτα με τους Σκοπιανούς. Θέλουν να τα βρούνε λένε. Τι να βρούνε; Μα τώρα που το ξανασκέφτεται ο Αποστόλης, με κάμποσες αλλαγές, ίσως να του βγει σε καλό. Αν πήγαινε τον Ελευθέριο κάτω από τα σύνορα; Σαν καλή του φαίνεται η ιδέα, μα πρέπει να τα λογαριάσει πάλι όλα από την αρχή...
Στρατής Αγγελής (Αυγή)