της Ελενας Ακρίτα
Έφυγες από κοντά μας σαν σήμερα πριν 3 χρόνια, θεία Λίλη. Έτσι σε είχα αποχαιρετήσει τότε από τα Νέα:
Αντίο, θεία Λίλη
Η Λίλη Παπαγιάννη ήταν ξαδέλφη της μητέρας μου. ‘Θεία Λίλη’ για μένα. Την θυμάμαι, όταν ήμουνα μικρό κοριτσάκι, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού στη Φιλοθέη. Να με παίρνει αγκαλιά, να με γεμίζει φιλιά, χωρίς να την νοιάζει αν θα τσαλακωθούν τα θεσπέσια μετάξια της. Θυμάμαι το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου. Την πιο μελωδική φωνή του κόσμου..
Τα πιο εκτυφλωτικά μάτια του κόσμου.
Κι ένα γέλιο… αχ ένα γέλιο! Λες και τρύπαγε τους τοίχους της παλιάς μονοκατοικίας και ξεχυνόταν στο διπλανό οικόπεδο να μαζέψει χαμομήλια. Κι ένα άρωμα εξαίσια γαλλικό, πάντα το ίδιο. (Ακόμα και τώρα σαν να το εισπνέω, καθώς εισπνέω τις μνήμες σου, θεία Λίλη…)
Ήταν πάντα τόσο γοητευτική, τόσο κομψή, τόσο αρχοντική και θηλυκή συνάμα. Αργότερα θα μου έλεγε ο Μάριος Πλωρίτης – που την είχε μαθήτρια στην Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν – πως δεν υπήρχε ούτε ένας εκεί μέσα που να μην την είχε ερωτευτεί τρελλά. Συμμαθητές της και δάσκαλοι, όλοι στα πατώματα για της μάτια της Λίλης. Άλλωστε, δάσκαλο της ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, τον Ανδρέα Φιλιππίδη.
Μετά τον θανατό του συντρόφου της 1989, η θεία Λίλη σαν να κατέβαζε ένα ένα τα ρολά της ζωής της. Σαν να έκλεινε ένα ένα τα παντζούρια και μας άφηνε όλους έξω. Σταθερή της σύντροφιά, τα χρόνια μετά τον Ανδρέα, η Δέσπω Διαμαντίδου, η πρώτη σύζυγος του Φιλιππίδη. Ίσως αρχικά τις ένωσε το γεγονός ότι κι οι δυο αγάπησαν τον ίδιο άντρα.
Πάντως κάθε Σάββατο ανελλιπώς θα βρίσκονταν οι δυο τους. Θα έπιναν το τσάι τους οι δυο αυτές αρχόντισσες του θεάτρου. Και θα μοιράζονταν μνήμες. Για παραστάσεις που τέλειωσαν, για θέατρα που άδειασαν, για Κυριακές των Βαϊων που παρήλθαν, βελούδιναν αυλαίες που ξέφτισαν, συναδέλφους απόντες κι ίσως πρόωρα λησμονημένους. Νομίζω πως το 2004 που έφυγε η Δέσπω απ’ τη ζωή – η θεία Λίλη έκλεισε και το τελευταίο παντζούρι της ζωής της. Και μας άφησε όλους έξω.
Παρ’ όλα αυτά ακόμα μιλούσαν με τη μαμά στο τηλέφωνο: «Να βρεθούμε, να πιούμε ένα τσάι, να ‘ρθεις Συλβάκι, θα ‘ρθω Λίλη μου».
Όλο κάτι γινόταν. Κάτι απ’ αυτά τα μικρά τα καθημερινά. Κάτι απ’ αυτά που σ’ εμποδίζουν να δεις τον άνθρωπο που αγαπάς. Ίσως γιατί θεωρείς πως έχετε όλο τον καιρό μπροστά σας. Χωρίς να συνειδητοποιείς πως ο καιρός είναι πίσω σας. Ήδη πίσω σας…
Το 1992 μια περιπέτεια υγείας του πρώην άντρα μου Κώστα Αρζόγλου μας καθήλωσε για καιρό στο Γενικό Κρατικό. Την εποχή εκείνη την θυμάμαι ως ένα προοίμιο του σοόυμπιζ κιτρινισμού που σε λίγα χρόνια θα ήταν στις δόξες του: Οι κάμερες στα σκαλιά του νοσοκομείου, δημοσιογράφοι και φωτογράφοι απαθανάτιζαν το σύμπαν που έκανε παρέλαση έξω από το δωμάτιο. Από την Αλίκη έως την Μελίνα – έρχονταν, άλλοι για να δουν τον Κώστα κι άλλοι για να τους δουν ότι…ήρθαν να δουν τον Κώστα.
Κόντευε μεσάνυχτα στο Γενικό Κρατικό κι οι πάντες είχαν φύγει. Μόνο η μητέρα μου κι εγώ καθόμασταν εξουθενωμένες στις δυο καρέκλες του στενού δωματίου, ενώ ο Κώστας στριφογύριζε στον ύπνο του. Η πόρτα άνοιξε τοσο απαλά σαν να την είχε αγγίξει μια αύρα. Διστακτικά μπήκε μέσα στις άκρες των ποδιών ένα αερικό. Και θαρρείς πως στο μισοσκόταδο, τα μάτια της άναψαν όλα τα φώτα.
Η θεία Λίλη περίμενε κρυμμένη σε μια γωνία να φύγουν οι κάμερες. Φορούσε – το θυμάμαι σαν τώρα – ένα υπέροχο μοβ παλτό σε άψογο κόψιμο. Τα μαλλιά της τα είχε αφήσει φυσικά κι είχαν ένα εκτυφλωτικά ασημί χρώμα. Χτενισμένα όπως παλιά, όπως την βλέπουμε στις ταινίες. Και φυσικά το ίδιο εξαίσια γαλλικό άρωμα. Όπως τότε. Όπως όταν ήμουνα παιδί και μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της… Έμεινε για λίγο κι ύστερα πήρε την αύρα της και χάθηκε ξανά μες το σκοτάδι…
Σήμερα γύρισα από τη δουλειά, μπήκα στο λαπ τοπ κι άρχισα να διαβάζω κάτι περίεργα «Αθηνάαααα» (από την ταινία ‘Δεσποινίς Διευθυντής’ με την Τζένη Καρέζη). Σφίχτηκε κόμπος το στομάχι μου. Αυτό το «Αθηνάαααα» ήξερα τι σήμαινε.
Για τους θεατές έφυγε η «Αθηνάααα» τους.
Για τους συναδέλφους η Λίλη Παπαγιάννη.
Για μένα έφυγε η θεία Λίλη.
Που κούρνιαζα στην αγκαλιά της.
Που μύριζα το άρωμα της. Κι όλο ήθελα να τη ρωτήσω πως το λένε κι όλο το ξέχναγα…
Και τώρα πια είναι αργά. Δεν ξέρω και δεν θα μάθω ποτέ πώς λέγανε το άρωμα της θείας Λίλλης. Κι αυτό – για κάποιο ανεξηγητο λόγο – σήμερα είναι τόσο σημαντικό. Και τόσο επώδυνο.
Κοιτάζω ψηλά… Ξέρω πως κάπου «εκεί πάνω» ένα καταπράσινο βλέμμα θα τυφλώνει τα σύννεφα. Κι ο άνεμος σαν να ευωδιάζει από ένα εξαίσιο γαλλικό άρωμα. Αντίο, θεία Λίλη. Αντίο, αγαπημένη μου.
Έφυγες από κοντά μας σαν σήμερα πριν 3 χρόνια, θεία Λίλη. Έτσι σε είχα αποχαιρετήσει τότε από τα Νέα:
Αντίο, θεία Λίλη
Η Λίλη Παπαγιάννη ήταν ξαδέλφη της μητέρας μου. ‘Θεία Λίλη’ για μένα. Την θυμάμαι, όταν ήμουνα μικρό κοριτσάκι, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού στη Φιλοθέη. Να με παίρνει αγκαλιά, να με γεμίζει φιλιά, χωρίς να την νοιάζει αν θα τσαλακωθούν τα θεσπέσια μετάξια της. Θυμάμαι το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου. Την πιο μελωδική φωνή του κόσμου..
Τα πιο εκτυφλωτικά μάτια του κόσμου.
Κι ένα γέλιο… αχ ένα γέλιο! Λες και τρύπαγε τους τοίχους της παλιάς μονοκατοικίας και ξεχυνόταν στο διπλανό οικόπεδο να μαζέψει χαμομήλια. Κι ένα άρωμα εξαίσια γαλλικό, πάντα το ίδιο. (Ακόμα και τώρα σαν να το εισπνέω, καθώς εισπνέω τις μνήμες σου, θεία Λίλη…)
Ήταν πάντα τόσο γοητευτική, τόσο κομψή, τόσο αρχοντική και θηλυκή συνάμα. Αργότερα θα μου έλεγε ο Μάριος Πλωρίτης – που την είχε μαθήτρια στην Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν – πως δεν υπήρχε ούτε ένας εκεί μέσα που να μην την είχε ερωτευτεί τρελλά. Συμμαθητές της και δάσκαλοι, όλοι στα πατώματα για της μάτια της Λίλης. Άλλωστε, δάσκαλο της ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, τον Ανδρέα Φιλιππίδη.
Μετά τον θανατό του συντρόφου της 1989, η θεία Λίλη σαν να κατέβαζε ένα ένα τα ρολά της ζωής της. Σαν να έκλεινε ένα ένα τα παντζούρια και μας άφηνε όλους έξω. Σταθερή της σύντροφιά, τα χρόνια μετά τον Ανδρέα, η Δέσπω Διαμαντίδου, η πρώτη σύζυγος του Φιλιππίδη. Ίσως αρχικά τις ένωσε το γεγονός ότι κι οι δυο αγάπησαν τον ίδιο άντρα.
Πάντως κάθε Σάββατο ανελλιπώς θα βρίσκονταν οι δυο τους. Θα έπιναν το τσάι τους οι δυο αυτές αρχόντισσες του θεάτρου. Και θα μοιράζονταν μνήμες. Για παραστάσεις που τέλειωσαν, για θέατρα που άδειασαν, για Κυριακές των Βαϊων που παρήλθαν, βελούδιναν αυλαίες που ξέφτισαν, συναδέλφους απόντες κι ίσως πρόωρα λησμονημένους. Νομίζω πως το 2004 που έφυγε η Δέσπω απ’ τη ζωή – η θεία Λίλη έκλεισε και το τελευταίο παντζούρι της ζωής της. Και μας άφησε όλους έξω.
Παρ’ όλα αυτά ακόμα μιλούσαν με τη μαμά στο τηλέφωνο: «Να βρεθούμε, να πιούμε ένα τσάι, να ‘ρθεις Συλβάκι, θα ‘ρθω Λίλη μου».
Όλο κάτι γινόταν. Κάτι απ’ αυτά τα μικρά τα καθημερινά. Κάτι απ’ αυτά που σ’ εμποδίζουν να δεις τον άνθρωπο που αγαπάς. Ίσως γιατί θεωρείς πως έχετε όλο τον καιρό μπροστά σας. Χωρίς να συνειδητοποιείς πως ο καιρός είναι πίσω σας. Ήδη πίσω σας…
Το 1992 μια περιπέτεια υγείας του πρώην άντρα μου Κώστα Αρζόγλου μας καθήλωσε για καιρό στο Γενικό Κρατικό. Την εποχή εκείνη την θυμάμαι ως ένα προοίμιο του σοόυμπιζ κιτρινισμού που σε λίγα χρόνια θα ήταν στις δόξες του: Οι κάμερες στα σκαλιά του νοσοκομείου, δημοσιογράφοι και φωτογράφοι απαθανάτιζαν το σύμπαν που έκανε παρέλαση έξω από το δωμάτιο. Από την Αλίκη έως την Μελίνα – έρχονταν, άλλοι για να δουν τον Κώστα κι άλλοι για να τους δουν ότι…ήρθαν να δουν τον Κώστα.
Κόντευε μεσάνυχτα στο Γενικό Κρατικό κι οι πάντες είχαν φύγει. Μόνο η μητέρα μου κι εγώ καθόμασταν εξουθενωμένες στις δυο καρέκλες του στενού δωματίου, ενώ ο Κώστας στριφογύριζε στον ύπνο του. Η πόρτα άνοιξε τοσο απαλά σαν να την είχε αγγίξει μια αύρα. Διστακτικά μπήκε μέσα στις άκρες των ποδιών ένα αερικό. Και θαρρείς πως στο μισοσκόταδο, τα μάτια της άναψαν όλα τα φώτα.
Η θεία Λίλη περίμενε κρυμμένη σε μια γωνία να φύγουν οι κάμερες. Φορούσε – το θυμάμαι σαν τώρα – ένα υπέροχο μοβ παλτό σε άψογο κόψιμο. Τα μαλλιά της τα είχε αφήσει φυσικά κι είχαν ένα εκτυφλωτικά ασημί χρώμα. Χτενισμένα όπως παλιά, όπως την βλέπουμε στις ταινίες. Και φυσικά το ίδιο εξαίσια γαλλικό άρωμα. Όπως τότε. Όπως όταν ήμουνα παιδί και μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της… Έμεινε για λίγο κι ύστερα πήρε την αύρα της και χάθηκε ξανά μες το σκοτάδι…
Σήμερα γύρισα από τη δουλειά, μπήκα στο λαπ τοπ κι άρχισα να διαβάζω κάτι περίεργα «Αθηνάαααα» (από την ταινία ‘Δεσποινίς Διευθυντής’ με την Τζένη Καρέζη). Σφίχτηκε κόμπος το στομάχι μου. Αυτό το «Αθηνάαααα» ήξερα τι σήμαινε.
Για τους θεατές έφυγε η «Αθηνάααα» τους.
Για τους συναδέλφους η Λίλη Παπαγιάννη.
Για μένα έφυγε η θεία Λίλη.
Που κούρνιαζα στην αγκαλιά της.
Που μύριζα το άρωμα της. Κι όλο ήθελα να τη ρωτήσω πως το λένε κι όλο το ξέχναγα…
Και τώρα πια είναι αργά. Δεν ξέρω και δεν θα μάθω ποτέ πώς λέγανε το άρωμα της θείας Λίλλης. Κι αυτό – για κάποιο ανεξηγητο λόγο – σήμερα είναι τόσο σημαντικό. Και τόσο επώδυνο.
Κοιτάζω ψηλά… Ξέρω πως κάπου «εκεί πάνω» ένα καταπράσινο βλέμμα θα τυφλώνει τα σύννεφα. Κι ο άνεμος σαν να ευωδιάζει από ένα εξαίσιο γαλλικό άρωμα. Αντίο, θεία Λίλη. Αντίο, αγαπημένη μου.