του Τάσου Τσακίρογλου*
«Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων» είπε ο κ. Βιρ, «δεν θέλω εφημερίδες». Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ακόμα μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες». Αυτός ο διάλογος γίνεται σε μια από τις «Ιστορίες του κ. Κόινερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τίτλος του ομώνυμου βιβλίου, με υπότιτλο «Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής».
H δύναμη αυτού του.. αποσπάσματος αφορά φυσικά και το σήμερα, εποχή που όλο και λιγότεροι επιλέγουν τις εφημερίδες για να ενημερωθούν. Είτε γιατί η κουλτούρα της ανάγνωσης του έντυπου λόγου φθίνει όλο και περισσότερο είτε γιατί η ίδια η έννοια της εφημερίδας έχει βουλιάξει στην αναξιοπιστία, στον κιτρινισμό και στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Εχει σημασία όμως η διαφορετική προσέγγιση των κυρίων Βιρ και Κόινερ, αφού ο πρώτος απορρίπτει συλλήβδην την έννοια της εφημερίδας, ενώ ο δεύτερος αναζητά και απαιτεί «άλλες (καλύτερες) εφημερίδες». Ο ένας τις θεωρεί περιττές, ο άλλος αναγκαίες – έστω και υπό τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις.
Ο κορεσμός, η κόπωση και η οργή που μας έχει προξενήσει η ενημέρωση εν γένει γίνονται αιτία καθολικής απόρριψής της. Φυσικά την ίδια ώρα αυτή η απόρριψη αποτελεί και το τέλειο άλλοθι για τη δική μας παθητική στάση, για τη δική μας βιασύνη να ξεμπερδέψουμε με κάτι τόσο θολό, τόσο αμφισβητούμενο, τόσο ύποπτο και επικίνδυνο. Επιλέγουμε πολλές φορές τη νιρβάνα της άγνοιας ή την ικανοποίηση της ημιμάθειας.
Η μία πλευρά της κρίσης του Τύπου είναι η γνωστή διαπλοκή οικονομικών, πολιτικών και δημοσιογραφικών συμφερόντων που γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Η άλλη είναι η αδιαφορία του κοινού και η αποχή του από τη διεκδίκηση μιας ενημέρωσης πλουραλιστικής, έντιμης και διαφανούς. Αυτή η δεύτερη πλευρά αποτελεί μια από τις συνιστώσες της κρίσης πολιτικής συμμετοχής, αφού αυτή η τελευταία προϋποθέτει πολίτες ενημερωμένους και δραστήριους.
Τι εφημερίδες λοιπόν χρειαζόμαστε σήμερα; Αυτή είναι μια συζήτηση που πρέπει να κάνουμε μεταξύ μας οι δημοσιογράφοι, αλλά και με το κοινό, μέσω ενός ανοιχτού, δημόσιου διαλόγου. Σήμερα είναι ίσως πια ξεπερασμένος ο διαχωρισμός μεταξύ εφημερίδων που παρέχουν news (ειδήσεις και ποικίλη ύλη) και των εφημερίδων που παρέχουν views (απόψεις, αναλύσεις κλπ).
Τα γεγονότα, οι αποκαλύψεις και άρα το ρεπορτάζ είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Το ίδιο αναγκαία βέβαια είναι και η εμβάθυνση, η κατανόηση και η ένταξη των γεγονότων σ’ ένα πλαίσιο. Τα δύο αυτά συστατικά, συνοδευόμενα από την απαραίτητη εντιμότητα και την ισχυρή πρόσδεση στα συμφέροντα των πολλών, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τις «άλλες εφημερίδες» που απαιτεί ο κ. Κόινερ.
Αυτές οι προϋποθέσεις είναι το κριτήριο για μια εφημερίδα και ταυτόχρονα το μέτρο με το οποίο πρέπει να μετρήσουν τους εαυτούς τους οι δημοσιογράφοι για να είναι ειλικρινείς με τους αναγνώστες τους. Και, φυσικά, η κάθε εφημερίδα πρέπει να διασφαλίζει την οικονομική της βιωσιμότητα, δηλαδή την ανεξαρτησία της από επιχειρηματικά, κομματικά ή άλλα συμφέροντα. Αυτό σήμερα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνδρομή των αναγνωστών και με κανέναν άλλο τρόπο.
Οπως λέει ο Μπρεχτ, οι αναγνώστες με τη δυσαρέσκειά τους αναδεικνύουν την αξία των εφημερίδων και όταν ο κ. Βιρ λέει ότι τον απασχολεί η σημερινή ανάξια λόγου ποιότητα των εφημερίδων, στην πραγματικότητα τον απασχολεί η αυριανή άξια λόγου ποιότητά τους.
* το κείμενο του Τ. Τσακίρογλου είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών
«Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων» είπε ο κ. Βιρ, «δεν θέλω εφημερίδες». Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ακόμα μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες». Αυτός ο διάλογος γίνεται σε μια από τις «Ιστορίες του κ. Κόινερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τίτλος του ομώνυμου βιβλίου, με υπότιτλο «Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής».
H δύναμη αυτού του.. αποσπάσματος αφορά φυσικά και το σήμερα, εποχή που όλο και λιγότεροι επιλέγουν τις εφημερίδες για να ενημερωθούν. Είτε γιατί η κουλτούρα της ανάγνωσης του έντυπου λόγου φθίνει όλο και περισσότερο είτε γιατί η ίδια η έννοια της εφημερίδας έχει βουλιάξει στην αναξιοπιστία, στον κιτρινισμό και στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Εχει σημασία όμως η διαφορετική προσέγγιση των κυρίων Βιρ και Κόινερ, αφού ο πρώτος απορρίπτει συλλήβδην την έννοια της εφημερίδας, ενώ ο δεύτερος αναζητά και απαιτεί «άλλες (καλύτερες) εφημερίδες». Ο ένας τις θεωρεί περιττές, ο άλλος αναγκαίες – έστω και υπό τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις.
Ο κορεσμός, η κόπωση και η οργή που μας έχει προξενήσει η ενημέρωση εν γένει γίνονται αιτία καθολικής απόρριψής της. Φυσικά την ίδια ώρα αυτή η απόρριψη αποτελεί και το τέλειο άλλοθι για τη δική μας παθητική στάση, για τη δική μας βιασύνη να ξεμπερδέψουμε με κάτι τόσο θολό, τόσο αμφισβητούμενο, τόσο ύποπτο και επικίνδυνο. Επιλέγουμε πολλές φορές τη νιρβάνα της άγνοιας ή την ικανοποίηση της ημιμάθειας.
Η μία πλευρά της κρίσης του Τύπου είναι η γνωστή διαπλοκή οικονομικών, πολιτικών και δημοσιογραφικών συμφερόντων που γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Η άλλη είναι η αδιαφορία του κοινού και η αποχή του από τη διεκδίκηση μιας ενημέρωσης πλουραλιστικής, έντιμης και διαφανούς. Αυτή η δεύτερη πλευρά αποτελεί μια από τις συνιστώσες της κρίσης πολιτικής συμμετοχής, αφού αυτή η τελευταία προϋποθέτει πολίτες ενημερωμένους και δραστήριους.
Τι εφημερίδες λοιπόν χρειαζόμαστε σήμερα; Αυτή είναι μια συζήτηση που πρέπει να κάνουμε μεταξύ μας οι δημοσιογράφοι, αλλά και με το κοινό, μέσω ενός ανοιχτού, δημόσιου διαλόγου. Σήμερα είναι ίσως πια ξεπερασμένος ο διαχωρισμός μεταξύ εφημερίδων που παρέχουν news (ειδήσεις και ποικίλη ύλη) και των εφημερίδων που παρέχουν views (απόψεις, αναλύσεις κλπ).
Τα γεγονότα, οι αποκαλύψεις και άρα το ρεπορτάζ είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Το ίδιο αναγκαία βέβαια είναι και η εμβάθυνση, η κατανόηση και η ένταξη των γεγονότων σ’ ένα πλαίσιο. Τα δύο αυτά συστατικά, συνοδευόμενα από την απαραίτητη εντιμότητα και την ισχυρή πρόσδεση στα συμφέροντα των πολλών, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τις «άλλες εφημερίδες» που απαιτεί ο κ. Κόινερ.
Αυτές οι προϋποθέσεις είναι το κριτήριο για μια εφημερίδα και ταυτόχρονα το μέτρο με το οποίο πρέπει να μετρήσουν τους εαυτούς τους οι δημοσιογράφοι για να είναι ειλικρινείς με τους αναγνώστες τους. Και, φυσικά, η κάθε εφημερίδα πρέπει να διασφαλίζει την οικονομική της βιωσιμότητα, δηλαδή την ανεξαρτησία της από επιχειρηματικά, κομματικά ή άλλα συμφέροντα. Αυτό σήμερα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνδρομή των αναγνωστών και με κανέναν άλλο τρόπο.
Οπως λέει ο Μπρεχτ, οι αναγνώστες με τη δυσαρέσκειά τους αναδεικνύουν την αξία των εφημερίδων και όταν ο κ. Βιρ λέει ότι τον απασχολεί η σημερινή ανάξια λόγου ποιότητα των εφημερίδων, στην πραγματικότητα τον απασχολεί η αυριανή άξια λόγου ποιότητά τους.
* το κείμενο του Τ. Τσακίρογλου είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών