Oλοι -σχεδόν- οι συντάκτες στα ΝΕΑ που υπέγραψαν κείμενα διαμαρτυρίας το έκαναν ως υπεράσπιση της δουλειάς τους. Δεν υπερασπίζονταν τον Μαρινάκη. Προέβαλαν την ενόχληση τους για την «σκουπιδοποίηση» της εργασίας τους, όπως αποδόθηκε στον εργοδότη τους από κυβερνητικής πλευράς.
Του Γ. Λακόπουλου*
Αν πάμε ένα τέταρτο του αιώνα πίσω ο ραδιοφωνικός σταθμός «Σκάι» ήταν «χαμαιτυπείο» και το Συγκρότημα Αλαφούζου ανήκε στα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» που -με εκτελεστικό όργανο τον Αντώνη Σαμαρά- ανέτρεψαν μια εκλεγμένη κυβέρνηση και παρεμπόδισαν την πρόοδο της χώρας. Αυτά έλεγε ο Κώστας Μητσοτάκης, ο γιος του οποίου μια χαρά τα..
πάει σήμερα με το συγκεκριμένο συγκρότημα, και μια χαρά τα βρήκε με τον Σαμαρά.
Έκτοτε έγιναν πολλά στην πολιτική και στον Τύπο και ορισμένα ήταν απρόβλεπτα. Όπως να αναλάβει την ανόρθωση της χώρας από τη χρεοκοπία μια κυβέρνηση της Αριστεράς -με επιτυχία όπως είπαν μόλις πρόσφατα, ως πλέον αρμόδιοι, οι επικεφαλής τη Κομισιόν και του ΟΟΣΑ. Ή να καταρρεύσει το Συγκρότημα Λαμπράκη και οι εφημερίδες του από δημοσιογραφικός πυλώνας της Δημοκρατικής Παράταξης ιστορικά, να απολήξουν όργανα δημοσιογραφικής υποστήριξης ενός κόμματος της Δεξιάς -πρώτα με τον Σαμαρά και τώρα με έναν Μητσοτάκη επικεφαλής. Ως τμήμα πλέον του χαρτοφυλακίου ενός επιχειρηματία που έχει πολλά λεφτά, εφημερίδες, μια ποδοσφαιρική ομάδα και μια δικογραφία με βαρειές κατηγορίες.
Η στροφή των εφημερίδων ΝΕΑ και Βήμα είναι προφανής, ενίοτε και προκλητική. Ανιστόρητη όμως δεν είναι, γιατί ο νέος ιδιοκτήτης έχει κάθε δικαίωμα να επιλέξει την πολιτική γραμμή που κρίνει. Με την υποστήριξη των εφημερίδων στη ΝΔ ο Βαγγέλης Μαρινάκης ασκεί δικαίωμά του. Απλώς η χρήση αυτού του δικαιώματος για την άσκηση επιρροής υπέρ της Δεξιάς, στερεί από τις δυο εφημερίδες το προνόμιο να επικαλούνται την «ιστορία τους». Την έχουν καταργήσει.
Δεν είναι το «πλέον ιστορικό συγκρότημα Τύπου της χώρας», όπως έγραφαν την Τετάρτη τα ΝΕΑ- στα όρια της καπήλευσης μιας ιστορικής διαδρομής, που διαμορφώθηκε με άλλα συμφραζόμενα και από άλλους. Υπάρχει μια ορατή διαχωριστή γραμμή μεταξύ του ΔΟΛ και το ΔΟΜ. Για την ακρίβεια ΔΟΛ δεν υπάρχει. Σήμερα υπάρχει μια επιχείρηση Τύπου που έστησε ένας οικονομικά ισχυρός παράγων, αγοράζοντας τους τίτλους από την ιστορική επιχείρηση των Λαμπράκηδων όταν χρεοκόπησε στα χέρια των διαδόχων του.
Ότι αγόρασε τους τίτλους δεν τον υποχρεώνει να ακολουθεί και την ίδια εκδοτική πολιτική. Με τα λεφτά του ό,τι θέλει κάνει στην επιχείρησή του. Μόνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης νόμιζε -και διακήρυξε από τη Βουλή -ότι ένα κόμμα έχει λόγο στην πολιτική γραμμή μιας εφημερίδας… Τόσο απλό.
Είναι τόσο απλό, ώστε προκαλεί εντύπωση ότι δεν φρόντισε να το διευκρινίσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημ. Τζανακόπουλος όταν δήλωνε ότι «ο κ. Μαρινάκης που έχει μετατρέψει ένα ιστορικό συγκρότημα του ελληνικού τύπου σε σκουπιδότοπο». Κυρίως ότι δεν διαχώρισε την κρίση του για τον εκδότη και τις προθέσεις του, από τους δημοσιογράφους των δυο εφημερίδων και την επαγγελματική σχέση τους μαζί του και με τις εφημερίδες.
Αυτή η σχέση νοείται ως επαγγελματική, ακόμη και για όσους με μονομέρεια, μεροληψία, ‘ή φανατισμό, με κομματική στράτευση ή και με μίσος και μικροπρέπεια ακόμη, προσπαθούν να στρέψουν το κοινό των εφημερίδων εναντίον ενός κόμματος και υπέρ ενός άλλου- απροκάλυπτα. Παραμένουν επαγγελματίες δημοσιογράφοι και κάνουν τη δουλειά τους όπως νομίζουν- ή έστω όπως νομίζει αυτός που πληρώνει τους μισθούς τους. Για τα υπόλοιπα οι μόνοι αρμόδιοι είναι οι αναγνώστες.
Ακόμη και ο κακός Τύπος είναι καλύτερος από τον ελεγχόμενο, γιατί ο ελεγχόμενος δεν μπορεί να παρά να είναι μόνο κακός, κατά τον Καμύ. Καμιά εφημερίδα που κινείται στο ευρύτερο δημοκρατικό πλαίσιο δεν είναι σκουπιδότοπος. Κανένας περιορισμούς έκφρασης δεν είναι ανεκτός.
Όχι ότι δεν δημοσιεύονται σκουπίδια στις εφημερίδες. Όχι ότι ορισμένες υπογραφές δεν είναι για τα σκουπίδια- και συχνά εκεί καταλήγουν. Αλλά, όπως τα πάντα σε μια Δημοκρατία, έτσι και στην εφημεριδογραφία η ευθύνη είναι εξατομικευμένη. Η έννοια «σκουπιδότοπος» αποτελεί γενίκευση- επιλογή απαράδεκτη για πολιτικό της Αριστεράς με νομικές γνώσεις. Ο καθένας είναι αποκλειστικά υπευθυνος για ό,τι γράφει στις εφημερίδες. Κρίνεται γι’ αυτό. Αλλά κανείς δεν έχει δικαίωμα να τον εμποδίσει, ή να τον διώξει- αν δεν παραβιάζει τον ποινικό νόμο.
Οι εφημερίδες είναι καλές ή κακές. Επιτυχημένες ή αποτυχημένες. Δεν υπάρχουν εφημερίδες σκουπιδότοποι. Το περιεχόμενό τους προκύπτει από την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης γνώμης -όποιο και αν είναι. Ο χαρακτηρισμός ρίχνει νερό σε αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Είναι σαν να υιοθετεί κανείς τις ακροδεξιές αθλιότητες για τους «Συριζαίους» και την παμπάλαια μέθοδο σπίλωσης των ιδεών της Αριστεράς με αφορμή προσωπικές εκτροπές. Χαρακτηρίζοντας ο Τζανακοπουλος «σκουπιδότοπους» τις δυο εφημερίδες, αντιγράφει τις αθλιότητες που υπογράφουν κάποιοι από το προσωπικό τους.
Οι εφημερίδες του Μαρινάκη -και οποιουδήποτε αλλού- είναι επιχειρήσεις Τύπου που κάνουν τη δουλειά τους, όπως κρίνουν. «Σκουπιδότοπος» πάντως δεν είναι. Ούτε όλοι οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι που εργάζονται σ’ αυτές, έχουν τις ίδιες ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές με τον εργοδότη τους. Όποια κριτική έχει ο εκπρόσωπος για καθέναν ξεχωριστά δικαιούνται να την καταθέσει. Το τσουβάλιασμα όμως είναι ανεπίτρεπτο. Γιατί αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι λίγοι που βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία… Να γίνουν οι υπόλοιποι ασπίδα τους.
Την Τετάρτη στα ΝΕΑ -έναν τίτλο υπό τον οποίο επί Λαμπράκη και Ψυχάρη εργάζονταν δημοσιογράφοι όλων των φρονημάτων- εμφανίσθηκαν υπογραφές -δίκαιων και αδίκων- με κοινο παρονομαστή το σκληρό αντικυβερνητικό περιεχόμενο- αν και ορισμένοι ηταν φανερό οτι έκαναν αγγαρεία. Πάντως σχεδόν όλοι οι συντάκτες που υπέγραψαν κείμενα διαμαρτυρίας το έκαναν ως υπεράσπιση της δουλειάς τους. Δεν υπερασπίζονταν τον Μαρινάκη. Προέβαλαν την ενόχληση τους για την «σκουπιδοποίηση» της εργασίας τους, όπως αποδόθηκε στον εργοδότη τους από κυβερνητικής πλευράς.
Μπορεί για μερικούς αυτό να ήταν ευχαρίστηση. Για άλλους να είχε ως φόντο τις αντιδημοσιογραφικές συμβάσεις που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν, ώστε να μπορεί ο εργοδότης να βάζει μπροστά το προσωπικό, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν αφορούν τη δημοσιογραφία. Για κάποιους να ήταν αυθεντική προσωπική αντίδραση.
Στην πραγματικότητα όμως το φαινόμενο είναι κυρίως αποτέλεσμα της άστοχης διατύπωσης του κυβερνητικού εκπροσώπου, που έχασε έτσι όσο δίκιο είχε στην κόντρα με τον Μαρινάκη . Ανοιξε πόλεμο ακόμη και με δημοσιογράφους που δεν έχουν λόγο αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση. Τους ωθησε να γινουν θύματα μια συγκρουσης που δεν τους τους αφορά – τους περισσότερους τουλαχιστον. Αλλωστε δεν μπορεί να είναι < σκουπιδότοπος> εφημερίδες στις οποιες γράφουν, ακόμη, και αναγνωρισμένες προσωπικότητες με κύρος- μεταξύ των οποίων και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Ως πολιτικός της Αριστεράς ο Πρωθυπουργός, θα ήταν καλό να συστήσει στον ευπρεπή Δημ. Τζανακόπουλο ότι οφείλει διευκρινίσεις σ’ αυτό το σημείο -και θα τον τιμά αν τις παρέχει. Αλλωστε μπορει να αλλαξουν οι καιροί, οπως έγινε και με αλλα ΜΜΕ…
Του Γ. Λακόπουλου*
Αν πάμε ένα τέταρτο του αιώνα πίσω ο ραδιοφωνικός σταθμός «Σκάι» ήταν «χαμαιτυπείο» και το Συγκρότημα Αλαφούζου ανήκε στα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» που -με εκτελεστικό όργανο τον Αντώνη Σαμαρά- ανέτρεψαν μια εκλεγμένη κυβέρνηση και παρεμπόδισαν την πρόοδο της χώρας. Αυτά έλεγε ο Κώστας Μητσοτάκης, ο γιος του οποίου μια χαρά τα..
πάει σήμερα με το συγκεκριμένο συγκρότημα, και μια χαρά τα βρήκε με τον Σαμαρά.
Έκτοτε έγιναν πολλά στην πολιτική και στον Τύπο και ορισμένα ήταν απρόβλεπτα. Όπως να αναλάβει την ανόρθωση της χώρας από τη χρεοκοπία μια κυβέρνηση της Αριστεράς -με επιτυχία όπως είπαν μόλις πρόσφατα, ως πλέον αρμόδιοι, οι επικεφαλής τη Κομισιόν και του ΟΟΣΑ. Ή να καταρρεύσει το Συγκρότημα Λαμπράκη και οι εφημερίδες του από δημοσιογραφικός πυλώνας της Δημοκρατικής Παράταξης ιστορικά, να απολήξουν όργανα δημοσιογραφικής υποστήριξης ενός κόμματος της Δεξιάς -πρώτα με τον Σαμαρά και τώρα με έναν Μητσοτάκη επικεφαλής. Ως τμήμα πλέον του χαρτοφυλακίου ενός επιχειρηματία που έχει πολλά λεφτά, εφημερίδες, μια ποδοσφαιρική ομάδα και μια δικογραφία με βαρειές κατηγορίες.
Η στροφή των εφημερίδων ΝΕΑ και Βήμα είναι προφανής, ενίοτε και προκλητική. Ανιστόρητη όμως δεν είναι, γιατί ο νέος ιδιοκτήτης έχει κάθε δικαίωμα να επιλέξει την πολιτική γραμμή που κρίνει. Με την υποστήριξη των εφημερίδων στη ΝΔ ο Βαγγέλης Μαρινάκης ασκεί δικαίωμά του. Απλώς η χρήση αυτού του δικαιώματος για την άσκηση επιρροής υπέρ της Δεξιάς, στερεί από τις δυο εφημερίδες το προνόμιο να επικαλούνται την «ιστορία τους». Την έχουν καταργήσει.
Δεν είναι το «πλέον ιστορικό συγκρότημα Τύπου της χώρας», όπως έγραφαν την Τετάρτη τα ΝΕΑ- στα όρια της καπήλευσης μιας ιστορικής διαδρομής, που διαμορφώθηκε με άλλα συμφραζόμενα και από άλλους. Υπάρχει μια ορατή διαχωριστή γραμμή μεταξύ του ΔΟΛ και το ΔΟΜ. Για την ακρίβεια ΔΟΛ δεν υπάρχει. Σήμερα υπάρχει μια επιχείρηση Τύπου που έστησε ένας οικονομικά ισχυρός παράγων, αγοράζοντας τους τίτλους από την ιστορική επιχείρηση των Λαμπράκηδων όταν χρεοκόπησε στα χέρια των διαδόχων του.
Ότι αγόρασε τους τίτλους δεν τον υποχρεώνει να ακολουθεί και την ίδια εκδοτική πολιτική. Με τα λεφτά του ό,τι θέλει κάνει στην επιχείρησή του. Μόνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης νόμιζε -και διακήρυξε από τη Βουλή -ότι ένα κόμμα έχει λόγο στην πολιτική γραμμή μιας εφημερίδας… Τόσο απλό.
Είναι τόσο απλό, ώστε προκαλεί εντύπωση ότι δεν φρόντισε να το διευκρινίσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημ. Τζανακόπουλος όταν δήλωνε ότι «ο κ. Μαρινάκης που έχει μετατρέψει ένα ιστορικό συγκρότημα του ελληνικού τύπου σε σκουπιδότοπο». Κυρίως ότι δεν διαχώρισε την κρίση του για τον εκδότη και τις προθέσεις του, από τους δημοσιογράφους των δυο εφημερίδων και την επαγγελματική σχέση τους μαζί του και με τις εφημερίδες.
Αυτή η σχέση νοείται ως επαγγελματική, ακόμη και για όσους με μονομέρεια, μεροληψία, ‘ή φανατισμό, με κομματική στράτευση ή και με μίσος και μικροπρέπεια ακόμη, προσπαθούν να στρέψουν το κοινό των εφημερίδων εναντίον ενός κόμματος και υπέρ ενός άλλου- απροκάλυπτα. Παραμένουν επαγγελματίες δημοσιογράφοι και κάνουν τη δουλειά τους όπως νομίζουν- ή έστω όπως νομίζει αυτός που πληρώνει τους μισθούς τους. Για τα υπόλοιπα οι μόνοι αρμόδιοι είναι οι αναγνώστες.
Ακόμη και ο κακός Τύπος είναι καλύτερος από τον ελεγχόμενο, γιατί ο ελεγχόμενος δεν μπορεί να παρά να είναι μόνο κακός, κατά τον Καμύ. Καμιά εφημερίδα που κινείται στο ευρύτερο δημοκρατικό πλαίσιο δεν είναι σκουπιδότοπος. Κανένας περιορισμούς έκφρασης δεν είναι ανεκτός.
Όχι ότι δεν δημοσιεύονται σκουπίδια στις εφημερίδες. Όχι ότι ορισμένες υπογραφές δεν είναι για τα σκουπίδια- και συχνά εκεί καταλήγουν. Αλλά, όπως τα πάντα σε μια Δημοκρατία, έτσι και στην εφημεριδογραφία η ευθύνη είναι εξατομικευμένη. Η έννοια «σκουπιδότοπος» αποτελεί γενίκευση- επιλογή απαράδεκτη για πολιτικό της Αριστεράς με νομικές γνώσεις. Ο καθένας είναι αποκλειστικά υπευθυνος για ό,τι γράφει στις εφημερίδες. Κρίνεται γι’ αυτό. Αλλά κανείς δεν έχει δικαίωμα να τον εμποδίσει, ή να τον διώξει- αν δεν παραβιάζει τον ποινικό νόμο.
Οι εφημερίδες είναι καλές ή κακές. Επιτυχημένες ή αποτυχημένες. Δεν υπάρχουν εφημερίδες σκουπιδότοποι. Το περιεχόμενό τους προκύπτει από την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης γνώμης -όποιο και αν είναι. Ο χαρακτηρισμός ρίχνει νερό σε αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Είναι σαν να υιοθετεί κανείς τις ακροδεξιές αθλιότητες για τους «Συριζαίους» και την παμπάλαια μέθοδο σπίλωσης των ιδεών της Αριστεράς με αφορμή προσωπικές εκτροπές. Χαρακτηρίζοντας ο Τζανακοπουλος «σκουπιδότοπους» τις δυο εφημερίδες, αντιγράφει τις αθλιότητες που υπογράφουν κάποιοι από το προσωπικό τους.
Οι εφημερίδες του Μαρινάκη -και οποιουδήποτε αλλού- είναι επιχειρήσεις Τύπου που κάνουν τη δουλειά τους, όπως κρίνουν. «Σκουπιδότοπος» πάντως δεν είναι. Ούτε όλοι οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι που εργάζονται σ’ αυτές, έχουν τις ίδιες ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές με τον εργοδότη τους. Όποια κριτική έχει ο εκπρόσωπος για καθέναν ξεχωριστά δικαιούνται να την καταθέσει. Το τσουβάλιασμα όμως είναι ανεπίτρεπτο. Γιατί αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι λίγοι που βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία… Να γίνουν οι υπόλοιποι ασπίδα τους.
Την Τετάρτη στα ΝΕΑ -έναν τίτλο υπό τον οποίο επί Λαμπράκη και Ψυχάρη εργάζονταν δημοσιογράφοι όλων των φρονημάτων- εμφανίσθηκαν υπογραφές -δίκαιων και αδίκων- με κοινο παρονομαστή το σκληρό αντικυβερνητικό περιεχόμενο- αν και ορισμένοι ηταν φανερό οτι έκαναν αγγαρεία. Πάντως σχεδόν όλοι οι συντάκτες που υπέγραψαν κείμενα διαμαρτυρίας το έκαναν ως υπεράσπιση της δουλειάς τους. Δεν υπερασπίζονταν τον Μαρινάκη. Προέβαλαν την ενόχληση τους για την «σκουπιδοποίηση» της εργασίας τους, όπως αποδόθηκε στον εργοδότη τους από κυβερνητικής πλευράς.
Μπορεί για μερικούς αυτό να ήταν ευχαρίστηση. Για άλλους να είχε ως φόντο τις αντιδημοσιογραφικές συμβάσεις που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν, ώστε να μπορεί ο εργοδότης να βάζει μπροστά το προσωπικό, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν αφορούν τη δημοσιογραφία. Για κάποιους να ήταν αυθεντική προσωπική αντίδραση.
Στην πραγματικότητα όμως το φαινόμενο είναι κυρίως αποτέλεσμα της άστοχης διατύπωσης του κυβερνητικού εκπροσώπου, που έχασε έτσι όσο δίκιο είχε στην κόντρα με τον Μαρινάκη . Ανοιξε πόλεμο ακόμη και με δημοσιογράφους που δεν έχουν λόγο αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση. Τους ωθησε να γινουν θύματα μια συγκρουσης που δεν τους τους αφορά – τους περισσότερους τουλαχιστον. Αλλωστε δεν μπορεί να είναι < σκουπιδότοπος> εφημερίδες στις οποιες γράφουν, ακόμη, και αναγνωρισμένες προσωπικότητες με κύρος- μεταξύ των οποίων και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Ως πολιτικός της Αριστεράς ο Πρωθυπουργός, θα ήταν καλό να συστήσει στον ευπρεπή Δημ. Τζανακόπουλο ότι οφείλει διευκρινίσεις σ’ αυτό το σημείο -και θα τον τιμά αν τις παρέχει. Αλλωστε μπορει να αλλαξουν οι καιροί, οπως έγινε και με αλλα ΜΜΕ…