Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής
Ξυπνήσαμε μέσα σ' έναν εφιάλτη. Φανταστείτε: ξυπνάτε αύριο και υπό την απειλή των όπλων, των βασανιστηρίων, της εξορίας, της φυλακής, του θανάτου, σας απαγορεύουν να ξανακούσετε τα τραγούδια του Σφακιανάκη, να ξαναδείτε το σόου της Ρούλας, να είσαστε ΠΑΣΟΚ, να διαβάζετε την... Αυριανή, να αγωνίζεστε δουλεύοντας μέρα νύχτα για να αγοράσετε το τελευταίο μοντέλο της Τογιότα ή να συγκεντρώνετε κουπόνια για το κινητό, το CD player ή το home cinema… *
Κάπως έτσι νιώσαμε εκείνο το πρωί της 21ης Απρίλιου. Ξυπνήσαμε και είδαμε τα τανκ των συνταγματαρχών στους δρόμους. Ο εφιάλτης είχε γίνει πραγματικότητα. Ξέραμε από την πρώτη στιγμή ότι εκείνο το βράδυ δεν θα μπορούσαμε να πάμε στις μπουάτ της Πλάκας. Το μεσημέρι δεν θα μπορούσαμε να συναντήσουμε τους φίλους μας στα γραφεία των Λαμπράκηδων και η πορεία ειρήνης που ήδη οργανώναμε δεν θα γινόταν ποτέ. Τέρμα ο Θεοδωράκης, τέρμα ο Σαββόπουλος, ο Ζωγράφος, ο Μητρόπονος. Τέρμα ο Μάνος Λοΐζος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Λεοντής, ο Μαρκόπουλος, ο Μαρίνος, η Χωματά, η Δαλάκου, η Αστεριάδη. Και ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ο Τσίρκας, ο Λουντέμης, ο Κουν, ο Χατζιδάκις, η Μελίνα. Κυρίως τέρμα στα όνειρά μας ν' αλλάξουμε τον κόσμο, τέρμα στα όνειρα για δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη.
Όμως αυτά τα όνειρα ήταν ολόκληρη η ζωή μας και, όταν ξυπνήσαμε εκείνο το πρωί, ήταν ζωή απαγορευμένη. Κι έπρεπε να διαλέξουμε. Ζωή χωρίς ζωή, σαν θάνατος, ή η ζωή μας, όπως τη θέλαμε και την ονειρευόμασταν εμείς. Κι έτσι διαλέξαμε τον θάνατο. Των άλλων: εκείνων που μας κλέψαν τη ζωή…
Ήταν η αρχή του χρονικού ενός προαναγγελθέντος πολιτισμικού θανάτου που χρειάστηκαν εφτά χρόνια για να επέλθει. Και κυνηγητό, παρανομία, ξύλο, βασανιστήρια, φυλακές, εξορίες...
Σήμερα, πενήντα ένα χρόνια μετά, βιώνουμε ατομικά, μοναχικά και φοβισμένα μιαν κατ' ευφημισμόν Δημοκρατία, έναν πολιτισμό όπου ευδοκιμούν τα βασικά ένστικτα του οικονομισμού: ο πολιτικός κυνισμός, ο μεσσιανισμός των αγορών, η αλαζονεία του πλούτου, η μιζέρια της φτώχειας...
Γι' αυτόν τον πολιτισμό παλέψαμε; Ε,όχι δα. Όμως μια χαρά καλύτερα από τότε τα περνάμε: είμαστε ελεύθεροι κι όποτε θέλουμε, αν θέλουμε, μπορούμε να διαλέξουμε ζωή, πολιτική, πολιτισμό. Ή, αν έχουμε τα κότσια, να αντισταθούμε, να ανατρέψουμε, να πάμε αλλού. Όπου είναι η... ουτοπία που ονειρευόμαστε...
(*Το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στις 20 Απριλίου 1996 στο Έθνος. Στην πρώτη παράγραφο προσπαθώ να σαρκάσω την πολιτισμική έκπτωση της εποχής...)
-
το κείμενο του Νίκου Τσαγκρή είναι από το μπλογκ restaro
Ξυπνήσαμε μέσα σ' έναν εφιάλτη. Φανταστείτε: ξυπνάτε αύριο και υπό την απειλή των όπλων, των βασανιστηρίων, της εξορίας, της φυλακής, του θανάτου, σας απαγορεύουν να ξανακούσετε τα τραγούδια του Σφακιανάκη, να ξαναδείτε το σόου της Ρούλας, να είσαστε ΠΑΣΟΚ, να διαβάζετε την... Αυριανή, να αγωνίζεστε δουλεύοντας μέρα νύχτα για να αγοράσετε το τελευταίο μοντέλο της Τογιότα ή να συγκεντρώνετε κουπόνια για το κινητό, το CD player ή το home cinema… *
Κάπως έτσι νιώσαμε εκείνο το πρωί της 21ης Απρίλιου. Ξυπνήσαμε και είδαμε τα τανκ των συνταγματαρχών στους δρόμους. Ο εφιάλτης είχε γίνει πραγματικότητα. Ξέραμε από την πρώτη στιγμή ότι εκείνο το βράδυ δεν θα μπορούσαμε να πάμε στις μπουάτ της Πλάκας. Το μεσημέρι δεν θα μπορούσαμε να συναντήσουμε τους φίλους μας στα γραφεία των Λαμπράκηδων και η πορεία ειρήνης που ήδη οργανώναμε δεν θα γινόταν ποτέ. Τέρμα ο Θεοδωράκης, τέρμα ο Σαββόπουλος, ο Ζωγράφος, ο Μητρόπονος. Τέρμα ο Μάνος Λοΐζος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Λεοντής, ο Μαρκόπουλος, ο Μαρίνος, η Χωματά, η Δαλάκου, η Αστεριάδη. Και ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ο Τσίρκας, ο Λουντέμης, ο Κουν, ο Χατζιδάκις, η Μελίνα. Κυρίως τέρμα στα όνειρά μας ν' αλλάξουμε τον κόσμο, τέρμα στα όνειρα για δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη.
Όμως αυτά τα όνειρα ήταν ολόκληρη η ζωή μας και, όταν ξυπνήσαμε εκείνο το πρωί, ήταν ζωή απαγορευμένη. Κι έπρεπε να διαλέξουμε. Ζωή χωρίς ζωή, σαν θάνατος, ή η ζωή μας, όπως τη θέλαμε και την ονειρευόμασταν εμείς. Κι έτσι διαλέξαμε τον θάνατο. Των άλλων: εκείνων που μας κλέψαν τη ζωή…
Ήταν η αρχή του χρονικού ενός προαναγγελθέντος πολιτισμικού θανάτου που χρειάστηκαν εφτά χρόνια για να επέλθει. Και κυνηγητό, παρανομία, ξύλο, βασανιστήρια, φυλακές, εξορίες...
Σήμερα, πενήντα ένα χρόνια μετά, βιώνουμε ατομικά, μοναχικά και φοβισμένα μιαν κατ' ευφημισμόν Δημοκρατία, έναν πολιτισμό όπου ευδοκιμούν τα βασικά ένστικτα του οικονομισμού: ο πολιτικός κυνισμός, ο μεσσιανισμός των αγορών, η αλαζονεία του πλούτου, η μιζέρια της φτώχειας...
Γι' αυτόν τον πολιτισμό παλέψαμε; Ε,όχι δα. Όμως μια χαρά καλύτερα από τότε τα περνάμε: είμαστε ελεύθεροι κι όποτε θέλουμε, αν θέλουμε, μπορούμε να διαλέξουμε ζωή, πολιτική, πολιτισμό. Ή, αν έχουμε τα κότσια, να αντισταθούμε, να ανατρέψουμε, να πάμε αλλού. Όπου είναι η... ουτοπία που ονειρευόμαστε...
(*Το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στις 20 Απριλίου 1996 στο Έθνος. Στην πρώτη παράγραφο προσπαθώ να σαρκάσω την πολιτισμική έκπτωση της εποχής...)
-
το κείμενο του Νίκου Τσαγκρή είναι από το μπλογκ restaro