Τι γράφουν οι συνάδελφοί του στα social media (UPD)
Aύριο Παρασκευή, 9 Μαρτίου, στις 4 μ.μ. στο Νεκροταφείο Χαλανδρίου θα γίνει η κηδεία του δημοσιογράφου Βασίλη Μουλόπουλου. Η είδηση του θανάτου του γέμισε θλιψη τον δημοσιογραφικό κόσμο. Πολλοι συνάδελφοί του εγραψαν στα σόσιαλ μιντια για την απώλεια του Β. Μουλόπουλου. Σταχυολογούμε:..
Aργύρης Παπαστάθης:
Αντίο σε έναν άνθρωπο με ευγένεια, χιούμορ και ευαισθησία σαν κι αυτούς τους εντελώς ξεχωριστούς χαρακτήρες που σφράγισαν με την ευρυμάθεια και το πάθος τους τη χρυσή εποχή των εφημερίδων με καβγάδες, ατέλειωτους καφέδες και τσιγάρα και την επόμενη μέρα πάλι από την αρχή. Τον πρόλαβα στο λυκόφως του παλιού "Βήματος" και θυμάμαι να του λέω το θέμα μου στο καμαράκι της πρώτης σελίδας για το "χτύπημα" ("πολλά μου λες... ΟΙ ΜΙΖΕΣ ΤΟΥ ΑΜΠΡΑΜΟΒΙΤΣ") λίγο πριν κλείσει το καθημερινό μας τότε φύλλο. Τελειώνει δυστυχώς μία ολόκληρη εποχή.
Παύλος Παπαδόπουλος:
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ως δημοσιογράφου και διευθυντή ήταν ότι συνδύαζε τη στράτευση στην αριστερά με τη μάχη για να υπερασπιστεί και να εξασφαλίσει τη δημοσίευση της αντίθετης άποψης από τη δική του. Επίσης, είχε χιούμορ, εξυπνάδα, πείσμα και έζησε όπως ο ίδιος ήθελε μακρυά από κλισέ.
Γιάννης Ανδρουλιδάκης:
Σε πολλούς από εμάς συνέβη όταν ξεκινούσαμε τη δουλειά μας να έχουμε κάποιον παλιότερο που να μας εντοπίσει με κάποιον τρόπο, να μας δείξει 2-3 κακοτοπιές και να μας κάνει να αισθανθούμε ότι έχουμε μια βοήθεια για να πατήσουμε στα πόδια μας. Συμβαίνει στη ζωή, στις ταινίες, στις δουλειές και πολύ συχνά στις εφημερίδες.
Για εμένα, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Βασίλης Μουλόπουλος, που πέθανε τη νύχτα που πέρασε.
Άνθρωπος που υπήρξε η επιτομή της χαριτωμένης ευφυίας, εντελώς απλός, τρυφερός και καθόλου σεμνότυφος, φιγούρα μικροκαμωμένη και αεικίνητη, με βρετανικό χιούμορ, υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια ο άνθρωπος που κρατούσε ισορροπίες στον πάλαι ποτέ ΔΟΛ και η ασπίδα των εργαζομένων στις κατά καιρούς εκρήξεις οργής της διεύθυνσης. Ταυτόχρονα ήταν αυτός που με το κύρος του εκεί, κατάφερνε να περνάει στα άρθρα του θέσεις εντελώς ασύμβατες με τη γραμμή της εφημερίδας.
Με πλούσιο παρελθόν αντιδικτατορικής δράσης, αναλάμβανε προσωπικά κάθε συνάδελφο που ερχόταν στο Βήμα και επίσης δεν έμοιαζε εύκολα συμβατός με την πολιτική της εφημερίδας, διάβαζε μαζί μας τα άρθρα του στο καπνιστήριο για να κάνουμε διορθώσεις, έμπαινε ξαφνικά σε μια συζήτηση εκεί που αισθανόσουν ότι είσαι σε δύσκολη θέση για να σε βγάλει από αυτήν. Το ίδιο και για εμένα από τη στιγμή που βρέθηκα στο Βήμα.
Τον θυμάμαι επίσης ως πρόεδρο της ΠΟΕΣΥ, όταν τον Δεκέμβρη του 2008 πραγματοποιήθηκε η πολυήμερη κατάληψη της ΕΣΗΕΑ, να είναι ο μόνος συνδικαλιστής που δεν τρομοκρατήθηκε σε καμία στιγμή και μιλούσε μαζί μας με ηρεμία και μια υπόρρητη αλληλεγγύη.
Τον είδα για τελευταία φορά πέρυσι την Κυριακή του Πάσχα στα Χανιά. Μιλήσαμε για λίγο για το Βήμα, για το Κόκκινο, για την κατάσταση στον Τύπο και όταν έφυγε, ο γιατρός που ήταν στην παρέα μου με ενημέρωσε με βεβαιότητα ότι έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Προσπάθησα να σκεφτώ ότι ο Βασίλης ανέπνεε πάντα βαριά, αλλά ήξερα ότι ήταν αλήθεια. Δεν τον ξαναείδα από τότε.
Εύχομαι κάθε συνάδελφος που μπαίνει στη δουλειά μας, που γίνεται ολοένα και χειρότερη, να έχει έναν άνθρωπο σαν τον Βασίλη Μουλόπουλο να τον υποδεχτεί. Κι ακόμα, καθώς παλιώνουμε εμείς, να μοιάζουμε λίγο στον Βασίλη Μουλόπουλο στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους νέους συναδέλφους, ειδικά όσους χρειάζονται λίγη συζήτηση για να αντέξουν τον χώρο.
Στη θαυμάσια συνάδελφο και γυναίκα του τη Μαρία και στην κόρη του, θα ήθελα μόνο να πω ότι ήταν τυχερές που τον είχαν κοντά τους.
Ας είναι ελαφρύ..
Άρης Ραβανός:
Στους αποχαιρετισμούς δεν είμαι καλός και γι’ αυτό και αποφεύγω πολλές φορές να λέω αντίο. Σήμερα, όμως ξεκίνησε η μέρα με το θλιβερό νέο της απώλειας του συναδέλφου δημοσιογράφου Βασίλη Μουλόπουλου, ενός ανθρώπου που είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση και με τίμησε με τη φιλία του, παρά τη διαφορά της ηλικίας μας.
Επέλεξα να γράψω λίγες γραμμές για τον Βασίλη, γιατί ήταν ο δεύτερος άνθρωπος που συνάντησα στο Βήμα της Κυριακής, μετά τον Γιώργο Λακόπουλο, και αυτός με τον οποίο συνεργάστηκα επί πολλά χρόνια και με στήριξε όσο λίγοι. Οφείλω να πω δημόσια ευχαριστώ στον Βασίλη, γιατί μετά το ελεύθερο ρεπορτάζ την περίοδο 1998-2001, όπου είχα τη χαρά να συνεργαστώ μαζί του, έχοντας ως αρχισυντάκτη και τον Γιώργο Καραγιάννη, μου άνοιξε μια μεγάλη πόρτα. Ήταν Νοέμβριος του 2001, όταν με φώναξε να πάω περιοδεία με τους συντάκτες που κάλυπταν ΥΠΕΧΩΔΕ στην Ηπειρο, μαζί με τον τότε υπουργό και αμέσως μετά γραμματέα του ΠΑΣΟΚ, Κώστα Λαλιώτη. Η επιστροφή μου όμως είχε μια έκπληξη. Με φώναξε με τον Άγγελο Στάγκο, τον οποίο επίσης ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σε μια ιδιαίτερα δύσκολη εποχή, και μου άνοιξαν τον δρόμο για το πολιτικό ρεπορτάζ. Με πρότειναν στον Σταύρο Ψυχάρη για κοινοβουλευτικό συντάκτη, σε ηλικία μόλις 26 ετών, κάτι ασυνήθιστο για την εποχή. Στη συνέχεια, και αφού έμεινα περίπου τρία χρόνια στο κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ, δίπλα στον Γρηγόρη Τζιοβάρα, μετακινήθηκα στο ρεπορτάζ της ΝΔ. Ήταν Μάιος του 2004, λίγες εβδομάδες μετά τη νίκη της ΝΔ όταν μου ανακοίνωσαν ότι θα καλύπτω κυβέρνηση και ΝΔ μαζί με τον Βασίλη Χιώτη.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου που κάλυπτα ΝΔ και κυβέρνηση με στήριξε όσο λίγοι και αυτό με έκανε να σταθώ στα πόδια μου. Συνεργαστήκαμε μέχρι να συνταξιοδοτηθεί και στα χρόνια που πέρασαν γίναμε φίλοι και καθημερινές ήταν οι συζητήσεις μας για τα πολιτικά πράγματα. Πνεύμα ανήσυχο, εύστοχος στις παρατηρήσεις του, ξεκάθαρος στην ιδεολογική του τοποθέτηση, ρεαλιστής και διεισδυτικός στις αναλύσεις του μαζί με τον Αντώνη Καρακούση στα τραπέζια της Παρασκευής, δίπλα στα γραφεία του Βήματος επί της Μιχαλακοπούλου.
Πάντα θα θυμάμαι τη φράση του: πριν προχωρήσεις στην οποιαδήποτε ανάλυση για τα γεγονότα, θα θυμάσαι ότι πάντα από πίσω και πάνω απ’ όλα είναι τα χρήματα. Με αυτή τη φράση, ήθελε να δώσει την οικονομική διάσταση που επηρεάζει αποφάσεις στην πολιτική ζωή του τόπου. Όταν συνταξιοδοτήθηκε και ενεπλάκη στην ενεργό πολιτική με το ΣΥΡΙΖΑ ως βουλευτής Επικρατείας, διατηρήσαμε την επαφή μας και πάντα έβγαινα κερδισμένος από τη συζήτηση μαζί του. Με την αναχώρηση του Βασίλη Μουλόπουλου για το μακρύ ταξίδι φεύγει και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, ειδικά της πρώτης δύσκολης και συναρπαστικής φάσης στη δημοσιογραφία.
Σε αυτόν, στον Αγγ. Στάγκο, στον Γ. Καραγιάννη, στον Χρήστο Μεμή, στον Αντ. Καρακούση που ήρθε πιο μετά από την Καθημερινή, και σε άλλους, πολλοί συνάδελφοι της γενιάς των 40άρηδων που ξεκινήσαμε από τα «τσικό του Βήματος» όπως λέω, χρωστάμε πολλά. Καλό σου ταξίδι Βασίλη και θα σε θυμόμαστε πάντα. Ευχαριστώ για όλα.
Ευγενία Λουπάκη:
Σε ανυποψίαστες εποχές διάβαζα το ΒΗΜΑ κι αναρωτιόμουνα πώς γίνεται και αφήνουν κάποιον να γράφει τόσο αριστερά εκεί μέσα. Μετά τον γνώρισα και κατάλαβα.
Καλό ταξίδι Βασίλη. Θα μας λείψεις.
Κυριάκος Μαντούβαλος:
Ο αγαπημένος Βασιλάκης μας, ο καλός Βασίλης Μουλόπουλος
Ωχ Βασιλάκη μας και συ, τι ήταν αυτό σήμερα
Ένας ένας, όσοι αγαπήσαμε απολύτως δικαιολογημένα, πάει...
Στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ εσύ , θυμάμαι, πρότεινες, εκεί κοντά στο 1992, να προσληφθώ, μετά από χρόνια δουλειάς με μπλοκάκι
Τα καλύτερα πρόσφερες στον συνάδελφο, χωρίς να τον κοιτάς στα μάτια από σεμνότητα, μην τυχόν και σ΄ ευχαριστήσει
Όχι δεν τους αγαπάμε όλους έτσι, εσένα όμως ναι, όλοι, αυτό το γράφω και το υπογράφω
Εμείς, που σε είχαμε πλάι μας και είχαμε ένα ακόμα παράδειγμα, λόγο να στέκουμε καλά, να προσπαθούμε να μην εξευτελιστούμε, τι θα κάνουμε τώρα Βασίλη?
Δεν το δέχομαι, δε δέχομαι την είδηση
Δεν δέχομαι άλλο θανατικό και ίσως αυτό να είναι ένα ακόμα σημάδι πως μεγάλωσα, ναι, το δέχομαι, αλλά ο τυχερός, με συναδέλφους σαν και σένα...
Δημήτρης Ευαγγελοδήμος:
Αντίο Φίλε!
Ηταν την άνοιξη του 1981, πολύ πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου, όταν στα γραφεία της εφημερίδας «Εξόρμηση» που διηύθυνε ο Δημήτρης Μαρούδας, με διευθυντή σύνταξης τον Γιάννη Βουτσινά και αρχισυντάκτη τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη (άπαντες στο επέκεινα πλέον), ήλθε να καθήσει στο διπλανό από το δικό μου γραφείο ένας 35άρης χαμηλού προφίλ, αλλά με σπινθοροβόλο βλέμμα.
Ηταν ο Βασίλης Μουλόπουλος άρτι αφιχθείς από την Ιταλία, με δημοσιογραφική εμπειρία μεγαλύτερη από μένα, καθώς ήδη είχε «γράψει» αρκετά ένσημα στην ιταλική αριστερή εφημερίδα «Lotta Continua», αλλά και αυξημένο πολιτικό κριτήριο, ως ενεργό μέλος του αντιδικτατορικού αγώνα στο «κίνημα των Ιταλών», κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Από εκείνη την άνοιξη, λοιπόν, του 1981 με τον Βασίλη γίναμε αχώριστοι με μικρά διαλλείμματα. Το 1982 εγώ αποχώρησα για την «Ελεύθερη Γνώμη» και αμέσως μετά για το «Βήμα». Εξακολουθούσαμε όμως να κάνουμε παρέα, αν και πολιτικά είχαμε αποκκλίνουσες απόψεις σε πολλά θέματα, οι οποίες ωστόσο δεν ήταν ικανές να διαταράξουν μια φιλία που είχε ήδη κτισθεί. Το 1984, με κάλεσε ο Ψυχάρης στο γραφείο του: «Ξέρω ότι είσαι φίλος με τον Μουλόπουλο. Τι λες; Να τον φέρω στο Βήμα;».
Εκτοτε και έως το 2006 που αποχώρησα για να αναλάβω τη διεύθυνση του «Κέρδους», σε διπλανά γραφεία εργαζόμασταν. Περίπου 22 χρόνια! Διόσκουροι ένα πράγμα! Εργασιομανείς και οι δύο, με ταυτόσημη αντίληψη για την εφημερίδα, τραβήξαμε ζόρια και ξενύχτια, αλλά δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα!
Θαύμαζα την μοναδική ικανότητά του να βάζει τάξη στο χάος της δημοσιογραφικής ύλης, να απομειώνει τις εντάσεις, να βγάζει μοναδικούς ελκυστικούς τίτλους, να διευθύνει αποδοτικά το πολιτικό τμήμα της εφημερίδας, να γράφει άρθρα - κεντήματα και να διεκδικεί για λογαριασμό όλων.
Με τον Βασίλη Μουλόπουλο, τον Γιάννη Καψή και τον Γιώργο Λακόπουλο συναποτελούσαμε και την «παρέα της Πέμπτης», με την οποία άπαξ της εβδομάδας μπεκροπίναμε σε κάτι κουτούκια στο Κερατσίνι και στην Κοκκινιά, όπου μας οδηγούσε ο Καψής για να μας…. μυήσει στα μυστικά της δημοσιογραφίας και της Διπλωματίας.
Στον Βασίλη οφείλω και την τελευταία παρόρμηση να αφήσω το «Βήμα» και να πάω στο «Κέρδος». Του εκμυστηρεύθηκα ένα μεσημέρι του χειμώνα του 2005 την πρόταση που είχα δεχθεί. «Κοίτα και μην πας», μου είπε. «Θα σε πλακώσω στις κλωτσιές»!
Συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα. Διαφώνησα με την επιλογή του να πολιτευθεί με τον Σύριζα. Αυτή η πολιτική του δραστηριότητα στάθηκε αφορμή να αραιώσουμε τις επαφές μας: καλλίτερα μακρυά και αγαπημένοι. Μετά ήλθε η αρρώστια…
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν έξω από τα γραφεία της ΕΣΗΕΑ και πήγαμε στον Τζίμη για καφέ. «Τώρα είμαι καλλίτερα», μου είπε. «Το παλεύω…». Θυμηθήκαμε τα παλιά, μιλήσαμε για τον αρμαγεδδώνα στον Τύπο και για τα πολιτικά αδιέξοδα και συμφωνήσαμε να τα ξαναπούμε.
Ωσπου, σήμερα το πρωί, ο Βασίλης μού την έσκασε. Τα μάζεψε κι έφυγε για πάντα!
Aύριο Παρασκευή, 9 Μαρτίου, στις 4 μ.μ. στο Νεκροταφείο Χαλανδρίου θα γίνει η κηδεία του δημοσιογράφου Βασίλη Μουλόπουλου. Η είδηση του θανάτου του γέμισε θλιψη τον δημοσιογραφικό κόσμο. Πολλοι συνάδελφοί του εγραψαν στα σόσιαλ μιντια για την απώλεια του Β. Μουλόπουλου. Σταχυολογούμε:..
Aργύρης Παπαστάθης:
Αντίο σε έναν άνθρωπο με ευγένεια, χιούμορ και ευαισθησία σαν κι αυτούς τους εντελώς ξεχωριστούς χαρακτήρες που σφράγισαν με την ευρυμάθεια και το πάθος τους τη χρυσή εποχή των εφημερίδων με καβγάδες, ατέλειωτους καφέδες και τσιγάρα και την επόμενη μέρα πάλι από την αρχή. Τον πρόλαβα στο λυκόφως του παλιού "Βήματος" και θυμάμαι να του λέω το θέμα μου στο καμαράκι της πρώτης σελίδας για το "χτύπημα" ("πολλά μου λες... ΟΙ ΜΙΖΕΣ ΤΟΥ ΑΜΠΡΑΜΟΒΙΤΣ") λίγο πριν κλείσει το καθημερινό μας τότε φύλλο. Τελειώνει δυστυχώς μία ολόκληρη εποχή.
Bασίλης Νέδος:
Μαζί
με το Βασίλη Μουλόπουλο αναχωρεί και ένα κομμάτι των πρώτων χρόνων και
εμπειριών μου στη δημοσιογραφία στις πολύ αρχές του 21ου αιώνα στο ΒΗΜΑ,
όπου με μια σειρά άλλους, 40άρηδες πια, συναδέλφους, κάναμε τα αρχικά
βήματα σε αυτή τη δουλειά. Μαζί με τον Χρήστο Μεμή, το Γιώργο
Καραγιάννη, τον Άγγελο Στάγκο, ο Βασίλης Μουλόπουλος ήταν από εκείνους
τους ανθρώπους που αρέσκονταν να καταπιάνονται και να ασχολούνται με τα
κείμενα των νέων συντακτών. Πάντα ανήσυχο πνεύμα, οξύνους και
επικριτικός με την ιδεολογική ταυτότητά του αδιαπραγμάτευτη, αλλά και
ρεαλιστής, σταδιοδρόμησε σε υψηλές θέσεις όταν ο ΔΟΛ ήταν ένα πραγματικό
σχολείο, από όποια πλευρά και αν τον έβλεπες. Καλό ταξίδι Βασίλη. Θα σε
θυμόμαστε πάντα έτσι.
Παύλος Παπαδόπουλος:
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ως δημοσιογράφου και διευθυντή ήταν ότι συνδύαζε τη στράτευση στην αριστερά με τη μάχη για να υπερασπιστεί και να εξασφαλίσει τη δημοσίευση της αντίθετης άποψης από τη δική του. Επίσης, είχε χιούμορ, εξυπνάδα, πείσμα και έζησε όπως ο ίδιος ήθελε μακρυά από κλισέ.
Γιάννης Ανδρουλιδάκης:
Σε πολλούς από εμάς συνέβη όταν ξεκινούσαμε τη δουλειά μας να έχουμε κάποιον παλιότερο που να μας εντοπίσει με κάποιον τρόπο, να μας δείξει 2-3 κακοτοπιές και να μας κάνει να αισθανθούμε ότι έχουμε μια βοήθεια για να πατήσουμε στα πόδια μας. Συμβαίνει στη ζωή, στις ταινίες, στις δουλειές και πολύ συχνά στις εφημερίδες.
Για εμένα, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Βασίλης Μουλόπουλος, που πέθανε τη νύχτα που πέρασε.
Άνθρωπος που υπήρξε η επιτομή της χαριτωμένης ευφυίας, εντελώς απλός, τρυφερός και καθόλου σεμνότυφος, φιγούρα μικροκαμωμένη και αεικίνητη, με βρετανικό χιούμορ, υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια ο άνθρωπος που κρατούσε ισορροπίες στον πάλαι ποτέ ΔΟΛ και η ασπίδα των εργαζομένων στις κατά καιρούς εκρήξεις οργής της διεύθυνσης. Ταυτόχρονα ήταν αυτός που με το κύρος του εκεί, κατάφερνε να περνάει στα άρθρα του θέσεις εντελώς ασύμβατες με τη γραμμή της εφημερίδας.
Με πλούσιο παρελθόν αντιδικτατορικής δράσης, αναλάμβανε προσωπικά κάθε συνάδελφο που ερχόταν στο Βήμα και επίσης δεν έμοιαζε εύκολα συμβατός με την πολιτική της εφημερίδας, διάβαζε μαζί μας τα άρθρα του στο καπνιστήριο για να κάνουμε διορθώσεις, έμπαινε ξαφνικά σε μια συζήτηση εκεί που αισθανόσουν ότι είσαι σε δύσκολη θέση για να σε βγάλει από αυτήν. Το ίδιο και για εμένα από τη στιγμή που βρέθηκα στο Βήμα.
Τον θυμάμαι επίσης ως πρόεδρο της ΠΟΕΣΥ, όταν τον Δεκέμβρη του 2008 πραγματοποιήθηκε η πολυήμερη κατάληψη της ΕΣΗΕΑ, να είναι ο μόνος συνδικαλιστής που δεν τρομοκρατήθηκε σε καμία στιγμή και μιλούσε μαζί μας με ηρεμία και μια υπόρρητη αλληλεγγύη.
Τον είδα για τελευταία φορά πέρυσι την Κυριακή του Πάσχα στα Χανιά. Μιλήσαμε για λίγο για το Βήμα, για το Κόκκινο, για την κατάσταση στον Τύπο και όταν έφυγε, ο γιατρός που ήταν στην παρέα μου με ενημέρωσε με βεβαιότητα ότι έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Προσπάθησα να σκεφτώ ότι ο Βασίλης ανέπνεε πάντα βαριά, αλλά ήξερα ότι ήταν αλήθεια. Δεν τον ξαναείδα από τότε.
Εύχομαι κάθε συνάδελφος που μπαίνει στη δουλειά μας, που γίνεται ολοένα και χειρότερη, να έχει έναν άνθρωπο σαν τον Βασίλη Μουλόπουλο να τον υποδεχτεί. Κι ακόμα, καθώς παλιώνουμε εμείς, να μοιάζουμε λίγο στον Βασίλη Μουλόπουλο στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους νέους συναδέλφους, ειδικά όσους χρειάζονται λίγη συζήτηση για να αντέξουν τον χώρο.
Στη θαυμάσια συνάδελφο και γυναίκα του τη Μαρία και στην κόρη του, θα ήθελα μόνο να πω ότι ήταν τυχερές που τον είχαν κοντά τους.
Ας είναι ελαφρύ..
Άρης Ραβανός:
Στους αποχαιρετισμούς δεν είμαι καλός και γι’ αυτό και αποφεύγω πολλές φορές να λέω αντίο. Σήμερα, όμως ξεκίνησε η μέρα με το θλιβερό νέο της απώλειας του συναδέλφου δημοσιογράφου Βασίλη Μουλόπουλου, ενός ανθρώπου που είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση και με τίμησε με τη φιλία του, παρά τη διαφορά της ηλικίας μας.
Επέλεξα να γράψω λίγες γραμμές για τον Βασίλη, γιατί ήταν ο δεύτερος άνθρωπος που συνάντησα στο Βήμα της Κυριακής, μετά τον Γιώργο Λακόπουλο, και αυτός με τον οποίο συνεργάστηκα επί πολλά χρόνια και με στήριξε όσο λίγοι. Οφείλω να πω δημόσια ευχαριστώ στον Βασίλη, γιατί μετά το ελεύθερο ρεπορτάζ την περίοδο 1998-2001, όπου είχα τη χαρά να συνεργαστώ μαζί του, έχοντας ως αρχισυντάκτη και τον Γιώργο Καραγιάννη, μου άνοιξε μια μεγάλη πόρτα. Ήταν Νοέμβριος του 2001, όταν με φώναξε να πάω περιοδεία με τους συντάκτες που κάλυπταν ΥΠΕΧΩΔΕ στην Ηπειρο, μαζί με τον τότε υπουργό και αμέσως μετά γραμματέα του ΠΑΣΟΚ, Κώστα Λαλιώτη. Η επιστροφή μου όμως είχε μια έκπληξη. Με φώναξε με τον Άγγελο Στάγκο, τον οποίο επίσης ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σε μια ιδιαίτερα δύσκολη εποχή, και μου άνοιξαν τον δρόμο για το πολιτικό ρεπορτάζ. Με πρότειναν στον Σταύρο Ψυχάρη για κοινοβουλευτικό συντάκτη, σε ηλικία μόλις 26 ετών, κάτι ασυνήθιστο για την εποχή. Στη συνέχεια, και αφού έμεινα περίπου τρία χρόνια στο κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ, δίπλα στον Γρηγόρη Τζιοβάρα, μετακινήθηκα στο ρεπορτάζ της ΝΔ. Ήταν Μάιος του 2004, λίγες εβδομάδες μετά τη νίκη της ΝΔ όταν μου ανακοίνωσαν ότι θα καλύπτω κυβέρνηση και ΝΔ μαζί με τον Βασίλη Χιώτη.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου που κάλυπτα ΝΔ και κυβέρνηση με στήριξε όσο λίγοι και αυτό με έκανε να σταθώ στα πόδια μου. Συνεργαστήκαμε μέχρι να συνταξιοδοτηθεί και στα χρόνια που πέρασαν γίναμε φίλοι και καθημερινές ήταν οι συζητήσεις μας για τα πολιτικά πράγματα. Πνεύμα ανήσυχο, εύστοχος στις παρατηρήσεις του, ξεκάθαρος στην ιδεολογική του τοποθέτηση, ρεαλιστής και διεισδυτικός στις αναλύσεις του μαζί με τον Αντώνη Καρακούση στα τραπέζια της Παρασκευής, δίπλα στα γραφεία του Βήματος επί της Μιχαλακοπούλου.
Πάντα θα θυμάμαι τη φράση του: πριν προχωρήσεις στην οποιαδήποτε ανάλυση για τα γεγονότα, θα θυμάσαι ότι πάντα από πίσω και πάνω απ’ όλα είναι τα χρήματα. Με αυτή τη φράση, ήθελε να δώσει την οικονομική διάσταση που επηρεάζει αποφάσεις στην πολιτική ζωή του τόπου. Όταν συνταξιοδοτήθηκε και ενεπλάκη στην ενεργό πολιτική με το ΣΥΡΙΖΑ ως βουλευτής Επικρατείας, διατηρήσαμε την επαφή μας και πάντα έβγαινα κερδισμένος από τη συζήτηση μαζί του. Με την αναχώρηση του Βασίλη Μουλόπουλου για το μακρύ ταξίδι φεύγει και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, ειδικά της πρώτης δύσκολης και συναρπαστικής φάσης στη δημοσιογραφία.
Σε αυτόν, στον Αγγ. Στάγκο, στον Γ. Καραγιάννη, στον Χρήστο Μεμή, στον Αντ. Καρακούση που ήρθε πιο μετά από την Καθημερινή, και σε άλλους, πολλοί συνάδελφοι της γενιάς των 40άρηδων που ξεκινήσαμε από τα «τσικό του Βήματος» όπως λέω, χρωστάμε πολλά. Καλό σου ταξίδι Βασίλη και θα σε θυμόμαστε πάντα. Ευχαριστώ για όλα.
Ευγενία Λουπάκη:
Σε ανυποψίαστες εποχές διάβαζα το ΒΗΜΑ κι αναρωτιόμουνα πώς γίνεται και αφήνουν κάποιον να γράφει τόσο αριστερά εκεί μέσα. Μετά τον γνώρισα και κατάλαβα.
Καλό ταξίδι Βασίλη. Θα μας λείψεις.
Κυριάκος Μαντούβαλος:
Ο αγαπημένος Βασιλάκης μας, ο καλός Βασίλης Μουλόπουλος
Ωχ Βασιλάκη μας και συ, τι ήταν αυτό σήμερα
Ένας ένας, όσοι αγαπήσαμε απολύτως δικαιολογημένα, πάει...
Στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ εσύ , θυμάμαι, πρότεινες, εκεί κοντά στο 1992, να προσληφθώ, μετά από χρόνια δουλειάς με μπλοκάκι
Τα καλύτερα πρόσφερες στον συνάδελφο, χωρίς να τον κοιτάς στα μάτια από σεμνότητα, μην τυχόν και σ΄ ευχαριστήσει
Όχι δεν τους αγαπάμε όλους έτσι, εσένα όμως ναι, όλοι, αυτό το γράφω και το υπογράφω
Εμείς, που σε είχαμε πλάι μας και είχαμε ένα ακόμα παράδειγμα, λόγο να στέκουμε καλά, να προσπαθούμε να μην εξευτελιστούμε, τι θα κάνουμε τώρα Βασίλη?
Δεν το δέχομαι, δε δέχομαι την είδηση
Δεν δέχομαι άλλο θανατικό και ίσως αυτό να είναι ένα ακόμα σημάδι πως μεγάλωσα, ναι, το δέχομαι, αλλά ο τυχερός, με συναδέλφους σαν και σένα...
Δημήτρης Ευαγγελοδήμος:
Αντίο Φίλε!
Ηταν την άνοιξη του 1981, πολύ πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου, όταν στα γραφεία της εφημερίδας «Εξόρμηση» που διηύθυνε ο Δημήτρης Μαρούδας, με διευθυντή σύνταξης τον Γιάννη Βουτσινά και αρχισυντάκτη τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη (άπαντες στο επέκεινα πλέον), ήλθε να καθήσει στο διπλανό από το δικό μου γραφείο ένας 35άρης χαμηλού προφίλ, αλλά με σπινθοροβόλο βλέμμα.
Ηταν ο Βασίλης Μουλόπουλος άρτι αφιχθείς από την Ιταλία, με δημοσιογραφική εμπειρία μεγαλύτερη από μένα, καθώς ήδη είχε «γράψει» αρκετά ένσημα στην ιταλική αριστερή εφημερίδα «Lotta Continua», αλλά και αυξημένο πολιτικό κριτήριο, ως ενεργό μέλος του αντιδικτατορικού αγώνα στο «κίνημα των Ιταλών», κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Από εκείνη την άνοιξη, λοιπόν, του 1981 με τον Βασίλη γίναμε αχώριστοι με μικρά διαλλείμματα. Το 1982 εγώ αποχώρησα για την «Ελεύθερη Γνώμη» και αμέσως μετά για το «Βήμα». Εξακολουθούσαμε όμως να κάνουμε παρέα, αν και πολιτικά είχαμε αποκκλίνουσες απόψεις σε πολλά θέματα, οι οποίες ωστόσο δεν ήταν ικανές να διαταράξουν μια φιλία που είχε ήδη κτισθεί. Το 1984, με κάλεσε ο Ψυχάρης στο γραφείο του: «Ξέρω ότι είσαι φίλος με τον Μουλόπουλο. Τι λες; Να τον φέρω στο Βήμα;».
Εκτοτε και έως το 2006 που αποχώρησα για να αναλάβω τη διεύθυνση του «Κέρδους», σε διπλανά γραφεία εργαζόμασταν. Περίπου 22 χρόνια! Διόσκουροι ένα πράγμα! Εργασιομανείς και οι δύο, με ταυτόσημη αντίληψη για την εφημερίδα, τραβήξαμε ζόρια και ξενύχτια, αλλά δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα!
Θαύμαζα την μοναδική ικανότητά του να βάζει τάξη στο χάος της δημοσιογραφικής ύλης, να απομειώνει τις εντάσεις, να βγάζει μοναδικούς ελκυστικούς τίτλους, να διευθύνει αποδοτικά το πολιτικό τμήμα της εφημερίδας, να γράφει άρθρα - κεντήματα και να διεκδικεί για λογαριασμό όλων.
Με τον Βασίλη Μουλόπουλο, τον Γιάννη Καψή και τον Γιώργο Λακόπουλο συναποτελούσαμε και την «παρέα της Πέμπτης», με την οποία άπαξ της εβδομάδας μπεκροπίναμε σε κάτι κουτούκια στο Κερατσίνι και στην Κοκκινιά, όπου μας οδηγούσε ο Καψής για να μας…. μυήσει στα μυστικά της δημοσιογραφίας και της Διπλωματίας.
Στον Βασίλη οφείλω και την τελευταία παρόρμηση να αφήσω το «Βήμα» και να πάω στο «Κέρδος». Του εκμυστηρεύθηκα ένα μεσημέρι του χειμώνα του 2005 την πρόταση που είχα δεχθεί. «Κοίτα και μην πας», μου είπε. «Θα σε πλακώσω στις κλωτσιές»!
Συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα. Διαφώνησα με την επιλογή του να πολιτευθεί με τον Σύριζα. Αυτή η πολιτική του δραστηριότητα στάθηκε αφορμή να αραιώσουμε τις επαφές μας: καλλίτερα μακρυά και αγαπημένοι. Μετά ήλθε η αρρώστια…
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν έξω από τα γραφεία της ΕΣΗΕΑ και πήγαμε στον Τζίμη για καφέ. «Τώρα είμαι καλλίτερα», μου είπε. «Το παλεύω…». Θυμηθήκαμε τα παλιά, μιλήσαμε για τον αρμαγεδδώνα στον Τύπο και για τα πολιτικά αδιέξοδα και συμφωνήσαμε να τα ξαναπούμε.
Ωσπου, σήμερα το πρωί, ο Βασίλης μού την έσκασε. Τα μάζεψε κι έφυγε για πάντα!