Τον Βασίλη τον γνώρισα από κοντά πριν από 14 χρόνια, όταν ο ΔΟΛ αποφάσισε να κλείσει νύχτα τον ιστορικό «Οικονομικό Ταχυδρόμο», όπου δούλευα, και να μας απολύσει ομαδικά: κάναμε, θυμάμαι, συγκέντρωση έξω από το Μέγαρο, για να τη σπάσουμε στα αφεντικά που είχαν μαζευτεί για κάποια εκδήλωση μέσα, και εκείνος, αν και πρωτοκλασάτο στέλεχος, ήρθε απέξω, να διαδηλώσει μαζί μας... Αργότερα, όταν πρωτόπιασα δουλειά στο καθημερινό «Βήμα», ήρθαμε ακόμα πιο κοντά:.. παρά τη διαφορά της ηλικίας, γουστάραμε από την αρχή να μιλάμε για όλα, και για τα καλά και για τα άσχημα.
Με συμπαθούσε πολύ, νομίζω, και εγώ τον ξεχώρισα με την πρώτη: ένας άνθρωπος απλός, προσιτός και συνάμα πανέξυπνος και βαθιά καλλιεργημένος, πραγματική εγκυκλοπαίδεια της Αριστεράς, αλλά ποτέ επηρμένος ή ξερόλας, ούτε «σταλεγάκιας», όπως τόσοι και τόσοι βαρύτιμοι φελλοί του σιναφιού μας.
Από όλους τους διευθυντές μου, ώς σήμερα, ήταν μακράν ο πιο χαλαρός, ο πιο αντισυμβατικός και –το σημαντικότερο– αυτός που δεν δίσταζε να μπει μπροστά και να τα χώσει στον εκδότη και... κουμπάρο του, τον Ψυχάρη, για να προστατεύσει έναν «άτακτο» συντάκτη σαν και του λόγου μου ή ένα κείμενο που (όπως και πολλά δικά του άλλωστε) πήγαινε κόντρα στη «γραμμή» του μαγαζιού.
Και βέβαια ο μόνος (μαζί με τον Τρίμη, θυμάμαι) που ήρθε νύχτα στην κατειλημμένη ΕΣΗΕΑ, τον Γενάρη του 2009, για να σιγουρευτεί ότι οι Σομπολοτσαλαπάτηδες δεν θα μας βγάζανε έξω με τα ΜΑΤ... Κάποια στιγμή, βέβαια, αποφάσισε να γίνει βουλευτής και η κατάσταση στον ΔΟΛ επιδεινώθηκε αμέσως: τότε άρχισε στη Μιχαλακοπούλου το βιολί των απολύσεων, των ατομικών συμβάσεων και δεν συμμαζεύεται.
Οπως και να ’χει, μέχρι και πέρσι το καλοκαίρι, που τον είδα τελευταία φορά στον καφενέ των Εξαρχείων όπου μαζευόμασταν τα Σάββατα, είχα πολλές φορές τη χαρά να κουβεντιάσω μαζί του, να τον πειράξω (για τον ΣΥΡΙΖΑ, φυσικά, και τις οβιδιακές μεταλλάξεις του) και να με πειράξει με το αιχμηρό αλλά φλεγματικό χιούμορ του, σε υπέροχα σουρεαλιστικούς διαλόγους που συχνά ξεκινάγανε από τον Ψυχάρη και τον Τσίπρα και καταλήγανε στον Γκράμσι και τον Μαλατέστα, και βέβαια στα νιάτα του στην Ιταλία, τη «Lotta Continua» και τα «χρόνια του μολυβιού».
Ηταν ήδη βαριά άρρωστος, κι όμως πάλευε ακόμη να σώσει τον ετοιμοθάνατο ΔΟΛ και τους εργαζομένους του από τους Μαρινάκηδες, κόντρα στα νεοφιλελεύθερα εργοδοτικά σκυλιά, αλλά και σε μερικούς δήθεν «συντρόφους» του, που είχαν πέσει να τον φάνε...
Αντίο, Βασίλη μου, καλό ταξίδι. Θα σε θυμάμαι –και πολλοί άλλοι μαζί μου, νομίζω– σαν καλό μυαλό, που έβλεπε μπροστά, έναν καλό δημοσιογράφο, που δεν δίσταζε να λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη στους ισχυρούς, και σαν αληθινό αριστερό, αριστερό στην ψυχή κι όχι στην τσέπη, που βρέθηκε μεν πολύ κοντά στον πλούτο και την εξουσία, αλλά δεν αλλοιώθηκε. Να, σαν τώρα σε βλέπω να μπουκάρεις ξαφνικά στο καπνιστήριο του πέμπτου, πάντα με ένα τσιγάρο, μια πονηρή γκριμάτσα και μια ατάκα στο στόμα...
Γιώργος Τσιάρας (Εφημερίδα των Συντακτών)
Με συμπαθούσε πολύ, νομίζω, και εγώ τον ξεχώρισα με την πρώτη: ένας άνθρωπος απλός, προσιτός και συνάμα πανέξυπνος και βαθιά καλλιεργημένος, πραγματική εγκυκλοπαίδεια της Αριστεράς, αλλά ποτέ επηρμένος ή ξερόλας, ούτε «σταλεγάκιας», όπως τόσοι και τόσοι βαρύτιμοι φελλοί του σιναφιού μας.
Από όλους τους διευθυντές μου, ώς σήμερα, ήταν μακράν ο πιο χαλαρός, ο πιο αντισυμβατικός και –το σημαντικότερο– αυτός που δεν δίσταζε να μπει μπροστά και να τα χώσει στον εκδότη και... κουμπάρο του, τον Ψυχάρη, για να προστατεύσει έναν «άτακτο» συντάκτη σαν και του λόγου μου ή ένα κείμενο που (όπως και πολλά δικά του άλλωστε) πήγαινε κόντρα στη «γραμμή» του μαγαζιού.
Και βέβαια ο μόνος (μαζί με τον Τρίμη, θυμάμαι) που ήρθε νύχτα στην κατειλημμένη ΕΣΗΕΑ, τον Γενάρη του 2009, για να σιγουρευτεί ότι οι Σομπολοτσαλαπάτηδες δεν θα μας βγάζανε έξω με τα ΜΑΤ... Κάποια στιγμή, βέβαια, αποφάσισε να γίνει βουλευτής και η κατάσταση στον ΔΟΛ επιδεινώθηκε αμέσως: τότε άρχισε στη Μιχαλακοπούλου το βιολί των απολύσεων, των ατομικών συμβάσεων και δεν συμμαζεύεται.
Οπως και να ’χει, μέχρι και πέρσι το καλοκαίρι, που τον είδα τελευταία φορά στον καφενέ των Εξαρχείων όπου μαζευόμασταν τα Σάββατα, είχα πολλές φορές τη χαρά να κουβεντιάσω μαζί του, να τον πειράξω (για τον ΣΥΡΙΖΑ, φυσικά, και τις οβιδιακές μεταλλάξεις του) και να με πειράξει με το αιχμηρό αλλά φλεγματικό χιούμορ του, σε υπέροχα σουρεαλιστικούς διαλόγους που συχνά ξεκινάγανε από τον Ψυχάρη και τον Τσίπρα και καταλήγανε στον Γκράμσι και τον Μαλατέστα, και βέβαια στα νιάτα του στην Ιταλία, τη «Lotta Continua» και τα «χρόνια του μολυβιού».
Ηταν ήδη βαριά άρρωστος, κι όμως πάλευε ακόμη να σώσει τον ετοιμοθάνατο ΔΟΛ και τους εργαζομένους του από τους Μαρινάκηδες, κόντρα στα νεοφιλελεύθερα εργοδοτικά σκυλιά, αλλά και σε μερικούς δήθεν «συντρόφους» του, που είχαν πέσει να τον φάνε...
Αντίο, Βασίλη μου, καλό ταξίδι. Θα σε θυμάμαι –και πολλοί άλλοι μαζί μου, νομίζω– σαν καλό μυαλό, που έβλεπε μπροστά, έναν καλό δημοσιογράφο, που δεν δίσταζε να λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη στους ισχυρούς, και σαν αληθινό αριστερό, αριστερό στην ψυχή κι όχι στην τσέπη, που βρέθηκε μεν πολύ κοντά στον πλούτο και την εξουσία, αλλά δεν αλλοιώθηκε. Να, σαν τώρα σε βλέπω να μπουκάρεις ξαφνικά στο καπνιστήριο του πέμπτου, πάντα με ένα τσιγάρο, μια πονηρή γκριμάτσα και μια ατάκα στο στόμα...
Γιώργος Τσιάρας (Εφημερίδα των Συντακτών)