Δυο λόγια επί του προσωπικού για τα σολαρίσματα του Θεοδωράκη
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Αγαπητέ κύριε Θεοδωράκη
Δεν θέλω να γράψω ένα κείμενο δημοσιογραφικό για όλα όσα δηλώσατε, θέλω να πω δυο λόγια επί του προσωπικού. Γιατί αν έγινα αυτός που έγινα και αν πιστεύω αυτά που πιστεύω, σε κάποιο μέρος, σε μεγάλο μέρος το οφείλω και σε σας. Στη δική σας επιρροή και στη δική σας τέχνη.
Και εξηγούμαι. Πιτσιρίκι ήμουνα στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, χούντα κάργα, όταν.. χαρχαλεύοντας ένα ντουλάπι ανακάλυψα μια στίβα από δίσκους σας. Κι έτρεξα χαρούμενος στον πατέρα μου να του δηλώσω ότι πολλαπλασιάστηκε η φτωχή συλλογή μας. Είχαμε τότε ένα ραδιοπικάπ που είχε φέρει ο θείος μου ο Νικ από την Αμερική και ακούγαμε τους ίδιους πέντε δέκα δίσκους όλη την ώρα. Φτώχεια καταραμένη, πιο πολύ κι από καταραμένη τι να σας πω. Και μ’ έπιασε τότε απ’ το χεράκι ο πατέρας μου και με όρκισε στην Παναγίτσα και στο Χριστούλη να μην πω σε κανέναν για την ανακάλυψή μου. Γιατί είχε κάνει Γεντί Κουλέ ως ΕΠΟΝίτης και φοβότανε, πολύ φοβότανε. Κι εγώ περήφανος, το κράτησα το μυστικό.
Σας άκουσα όμως λίγα χρόνια αργότερα, όταν πέσανε οι καραβανάδες και σας τραγούδαγε όλη η μαμά Ελλάς. Μαζί κι εγώ, που είχα φτάσει δώδεκα-δεκατριών ετών και μάθαινα σιγά σιγά τον κόσμο. Και μέσα από τα τραγούδια τα δικά σας ανακάλυψα μια άλλη ελπίδα, μια άλλη ανάσα, μια άλλη πνοή. Και σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε δίκιο η άλλη πλευρά, γιατί ως τότε δεν ήθελα να ακούω τίποτε για αριστερά και αριστερούς. Είχα το όνομα του παππού μου, βλέπετε, και τον παππού μου τον είχαν σφάξει στην κατοχή κάτι εγκληματίες που παρίσταναν τους κουμμουνιστές. Με τα τραγούδια τα δικά σας κάτι ξύπνησε μέσα μου κι έκατσα και διάβασα και άκουσα και σκέφτηκα και διάλεξα πλευρά, διάλεξα την αριστερά.
Αλλά δεν διάλεξα τον αριστερόστροφο φασισμό. Αυτή την απέραντη, την αδιανόητη αηδία που ξεστομίσατε τις προάλλες στο Σύνταγμα, προσθέτοντας μάλιστα ότι αυτός ο φασισμός είναι και ο πιο επικίνδυνος. Μαζί με άλλα τόσα σιχαμένα που σας ακούσαμε από κάτω να λέτε στο μικρόφωνο με έκπληξη, με λύπη, με οδύνη. Ακόμη και όσοι σας δικαιολογούσαν ως τότε, δεν άντεξαν άλλο. «Κάηκε η καρδιά μου», μου έγραψε η φίλη μου η Κλαίρη και δίκιο είχε.
Όλα αυτά όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στη δήλωσή σας, δυο μέρες αργότερα στην κάμερα του Star. Όπου ανακοινώσατε ότι και οι Χρυσαυγίτες πατριώτες είναι, απλώς γίνονται καμιά φορά λίγο εριστικοί. Το είδα και αμέσως σκέφτηκα μια μάνα. Τη Μάγδα, τη μανούλα του Παύλου Φύσσα. Δεν ξέρω αν τη σκεφτήκατε κι εσείς κάποιες στιγμές ή κάποιες ώρες αργότερα όταν παίζατε με τα εγγόνια σας. Όταν τα πήρατε αγκαλιά. Γιατί η μάνα του Παύλου δεν έχει κανέναν τώρα να αγκαλιάσει, να φιλήσει, να χαϊδέψει. Στο χώμα είναι ο γιός της, πίσω δεν ξαναγυρνάει…
Σας παρακαλώ λοιπόν με όλη μου την αγάπη και όλη την υποχρέωση που σας έχω γιατί κάποτε με βοηθήσατε πολύ να γίνω καλύτερος άνθρωπος, να το ράψετε το στόμα σας. Να το βουλώσετε. Και να μας αφήσετε ήσυχους με τις ζωές μας, με τα προβλήματά μας και τις αγωνίες μας, μπας και καταφέρουμε και τα βγάλουμε πέρα. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε τις συμβουλές σας, ούτε τις εκτιμήσεις σας, ούτε τον πατριωτισμό το δικό σας. Εδώ που φτάσαμε, όπως θα έλεγε και ο ποιητής, ήδη το καταλάβαμε πατριωτισμός τι σημαίνει.
- από το newpost
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Αγαπητέ κύριε Θεοδωράκη
Δεν θέλω να γράψω ένα κείμενο δημοσιογραφικό για όλα όσα δηλώσατε, θέλω να πω δυο λόγια επί του προσωπικού. Γιατί αν έγινα αυτός που έγινα και αν πιστεύω αυτά που πιστεύω, σε κάποιο μέρος, σε μεγάλο μέρος το οφείλω και σε σας. Στη δική σας επιρροή και στη δική σας τέχνη.
Και εξηγούμαι. Πιτσιρίκι ήμουνα στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, χούντα κάργα, όταν.. χαρχαλεύοντας ένα ντουλάπι ανακάλυψα μια στίβα από δίσκους σας. Κι έτρεξα χαρούμενος στον πατέρα μου να του δηλώσω ότι πολλαπλασιάστηκε η φτωχή συλλογή μας. Είχαμε τότε ένα ραδιοπικάπ που είχε φέρει ο θείος μου ο Νικ από την Αμερική και ακούγαμε τους ίδιους πέντε δέκα δίσκους όλη την ώρα. Φτώχεια καταραμένη, πιο πολύ κι από καταραμένη τι να σας πω. Και μ’ έπιασε τότε απ’ το χεράκι ο πατέρας μου και με όρκισε στην Παναγίτσα και στο Χριστούλη να μην πω σε κανέναν για την ανακάλυψή μου. Γιατί είχε κάνει Γεντί Κουλέ ως ΕΠΟΝίτης και φοβότανε, πολύ φοβότανε. Κι εγώ περήφανος, το κράτησα το μυστικό.
Σας άκουσα όμως λίγα χρόνια αργότερα, όταν πέσανε οι καραβανάδες και σας τραγούδαγε όλη η μαμά Ελλάς. Μαζί κι εγώ, που είχα φτάσει δώδεκα-δεκατριών ετών και μάθαινα σιγά σιγά τον κόσμο. Και μέσα από τα τραγούδια τα δικά σας ανακάλυψα μια άλλη ελπίδα, μια άλλη ανάσα, μια άλλη πνοή. Και σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε δίκιο η άλλη πλευρά, γιατί ως τότε δεν ήθελα να ακούω τίποτε για αριστερά και αριστερούς. Είχα το όνομα του παππού μου, βλέπετε, και τον παππού μου τον είχαν σφάξει στην κατοχή κάτι εγκληματίες που παρίσταναν τους κουμμουνιστές. Με τα τραγούδια τα δικά σας κάτι ξύπνησε μέσα μου κι έκατσα και διάβασα και άκουσα και σκέφτηκα και διάλεξα πλευρά, διάλεξα την αριστερά.
Αλλά δεν διάλεξα τον αριστερόστροφο φασισμό. Αυτή την απέραντη, την αδιανόητη αηδία που ξεστομίσατε τις προάλλες στο Σύνταγμα, προσθέτοντας μάλιστα ότι αυτός ο φασισμός είναι και ο πιο επικίνδυνος. Μαζί με άλλα τόσα σιχαμένα που σας ακούσαμε από κάτω να λέτε στο μικρόφωνο με έκπληξη, με λύπη, με οδύνη. Ακόμη και όσοι σας δικαιολογούσαν ως τότε, δεν άντεξαν άλλο. «Κάηκε η καρδιά μου», μου έγραψε η φίλη μου η Κλαίρη και δίκιο είχε.
Όλα αυτά όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στη δήλωσή σας, δυο μέρες αργότερα στην κάμερα του Star. Όπου ανακοινώσατε ότι και οι Χρυσαυγίτες πατριώτες είναι, απλώς γίνονται καμιά φορά λίγο εριστικοί. Το είδα και αμέσως σκέφτηκα μια μάνα. Τη Μάγδα, τη μανούλα του Παύλου Φύσσα. Δεν ξέρω αν τη σκεφτήκατε κι εσείς κάποιες στιγμές ή κάποιες ώρες αργότερα όταν παίζατε με τα εγγόνια σας. Όταν τα πήρατε αγκαλιά. Γιατί η μάνα του Παύλου δεν έχει κανέναν τώρα να αγκαλιάσει, να φιλήσει, να χαϊδέψει. Στο χώμα είναι ο γιός της, πίσω δεν ξαναγυρνάει…
Σας παρακαλώ λοιπόν με όλη μου την αγάπη και όλη την υποχρέωση που σας έχω γιατί κάποτε με βοηθήσατε πολύ να γίνω καλύτερος άνθρωπος, να το ράψετε το στόμα σας. Να το βουλώσετε. Και να μας αφήσετε ήσυχους με τις ζωές μας, με τα προβλήματά μας και τις αγωνίες μας, μπας και καταφέρουμε και τα βγάλουμε πέρα. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε τις συμβουλές σας, ούτε τις εκτιμήσεις σας, ούτε τον πατριωτισμό το δικό σας. Εδώ που φτάσαμε, όπως θα έλεγε και ο ποιητής, ήδη το καταλάβαμε πατριωτισμός τι σημαίνει.
- από το newpost