Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

«Tο ρεπορτάζ είναι άρτιο, αλλά μην ξαναγράψετε για την οικογένειά μου...»

(…) Μόλις είχα προσληφθεί στο “Βήμα”. Έμενα στην Κυψέλη, στην οδό Μυτιλήνης, πολύ κοντά στο άσυλο ανιάτων. Γράφω λοιπόν ένα ρεπορτάζ με τίτλο “Γιατί πρέπει να φύγει το άσυλο από την περιοχή”, διανθισμένο με πολλές συνεντεύξεις. Την επόμενη ημέρα πήγα στην εφημερίδα χαρούμενος. Βλέπω το δημοσίευμα στη σελίδα 5 (χωρίς υπογραφή βεβαίως), αλλά ήταν ένα πρώτο βήμα. Σε λίγο έρχεται ο κλητήρας ο Λάμπρος και με ρωτάει αν έγραψα εγώ το ρεπορτάζ. Απαντάω περήφανα: “Εγώ”. “Έλα μέσα, σε θέλει ο κ. Λαμπράκης”. Με το που.. ακούν τη φράση “σε θέλει ο κ. Λαμπράκης”, οι συνάδελφοί μου στο γραφείο κοίταζαν ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί καχύποπτα εμένα, σκεπτόμενοι προφανώς: “Ποιος είναι αυτός που τον ζητάει ο Λαμπράκης;”. Πάω στο γραφείο του Λαμπράκη, τον βρίσκω πάλι πνιγμένο στα χαρτιά του. Βήχω, με προσέχει και ρωτάει: “Εσείς είστε ο δράστης αυτού του ρεπορτάζ;”, και μου δείχνει το πόνημά μου. “Ναι” απαντώ, χωρίς να μπορώ να διευκρινίσω αν με ρωτάει για καλό ή για κακό. “Έχετε βαλθεί να μου διαλύσετε την οικογένεια. Ποιος είναι πρόεδρος του ασύλου;”. Αστραπιαία μου έρχεται στον νου η γηραιά κυρία που είχα επισκεφθεί στον Πόρο για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. “Η κυρία Λαμπράκη… είναι μήπως η γυναίκα σας;”. “Δεν είμαι παντρεμένος, είναι η μητέρα μου”. Λέω από μέσα μου: “Ωχ, μέχρι εδώ ήταν η δημοσιογραφία για μένα”. “Ακούστε, κύριε” μου λέει ο Χρήστος Λαμπράκης “το ρεπορτάζ είναι άρτιο. Συνεχίστε, αλλά μην ξαναγράψετε για την οικογένειά μου” (...)
 
- απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Νίκου Χασαπόπουλου «Η αγωνία ενός ρεπόρτερ / Αγνωστα ιστορικά στιγμιότυπ (1975 -2017) όπως τα αφηγήθηκε στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο»