Ο Βασίλης Σαμπράκος αναλύει στο gazzetta τα δεδομένα μιας απόφασης που φέρνει τη διοίκηση του Ολυμπιακού στη θέση να χρεωθεί την επιτυχία ή την αποτυχία στην διεκδίκηση του πρωταθλήματος:
Εδώ και περίπου δύο μήνες, προκύπτει πλέον από το ρεπορτάζ, είχε φτάσει ο Βαγγέλης Μαρινάκης στο συμπέρασμα ότι δεν θα είναι ωφέλιμη για τον Ολυμπιακό η συνέχιση της συνεργασίας με τον Τάκη Λεμονή. Προκύπτει δηλαδή, μέσα από τις πληροφορίες που αναπαράγουν στόματα που ανοίγουν πλέον πιο εύκολα, ότι ο Ολυμπιακός είχε ενεργοποιήσει από τα τέλη του Νοεμβρίου τα μέλη του δικτύου που χρησιμοποιεί για να αναζητεί προπονητή. Προκύπτει,.. συνεπώς, ότι ο Λεμονής “έζησε” στον πάγκο του Ολυμπιακού τον τελευταίο περίπου 1,5 μήνα ελλείψει άλλου. Κυνήγησε ο Ολυμπιακός δύο περιπτώσεις, δύο ονόματα στα οποία είχε καταλήξει, δεν του “κάθισαν” και γι’ αυτό συνέχιζε ο Λεμονής. Και επειδή στη διάρκεια αυτού του διαστήματος ο Μαρινάκης δεν είδε θεαματική βελτίωση της εικόνας της ομάδας επέμεινε να ζητεί από τους συνεργάτες του να αναζητούν προπονητή. Μέχρι που προέκυψε ο Οσκαρ Γκαρσία, για τον οποίο ο Ολυμπιακός συνέλεξε πληροφορίες και συστάσεις που τον οδήγησαν στην εκτίμηση ότι ο Ισπανός είναι “ευκαιρία”, που δεν πρέπει να περάσει ανεκμετάλλευτη.
Οσο καλές και αν είναι οι συστάσεις από τον Βαλβέρδε, τον Σεγούρα και οποιονδήποτε άλλο έχει παρακολουθήσει τα προηγούμενα βήματα του Ισπανού στην προπονητική, κατά τη διάρκεια της τελευταίας 5ετίας που αναλάμβανε δουλειές & ομάδες ως πρώτος, όσο καλή και αν είναι η εντύπωση που έχει δημιουργήσει ο 44χρονος προπονητής στη διοίκηση κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, οι οποίες προηγήθηκαν της αποψινής κατάληξης, αυτό που ανέλαβε ο Μαρινάκης είναι ένα μεγαλύτερο ρίσκο συγκριτικά με αυτό που κρύβει εκ φύσεως κάθε τέτοια επιλογή.
Ο Ολυμπιακός επιλέγει να αλλάξει ακόμη μια φορά προπονητή, δηλαδή να βάλει τρίτο άνθρωπο στον πάγκο του στην ίδια σεζόν, και τούτη τη φορά επιλέγει να αντικαταστήσει έναν προπονητή που είχε απόλυτη, πλέον, γνώση του πρωταθλήματος και του έμψυχου δυναμικού της ομάδας με έναν προπονητή που δεν έχει δουλέψει ποτέ στην Ελλάδα και δεν έχει εμπειρία συνεργασίας με το σημερινό ρόστερ του Ολυμπιακού.
Για να το κάνει, σημαίνει ότι αφενός έχει μεγάλη πίστη στις ικανότητες ενός Ισπανού προπονητή της νέας γενιάς, του οποίου η μέχρι σήμερα πορεία είναι “υποσχόμενη” και αφετέρου ότι θεωρούσε πως θα έχανε το πρωτάθλημα αν συνέχιζε με τον Λεμονή. Αν δεν ισχύουν αυτά, δεν υπάρχει άλλη λογικοφανής εξήγηση για την επιλογή της διοίκησης να πάρει στη δεδομένη στιγμή τόσο μεγάλο ρίσκο και να αλλάξει προπονητή στις αρχές του Ιανουαρίου, σε ένα διάστημα πολύ κρίσιμο και καθοριστικό για τη μοίρα του Ολυμπιακού στο πρωτάθλημα. Πολύ περισσότερο μάλιστα τη στιγμή που ένα κομμάτι της κοινωνίας των φίλων του Ολυμπιακού αφενός αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας με τον Γκαρσία ή δεν “πείθεται’ από το ονοματεπώνυμο και το βιογραφικό, και αφετέρου θεωρούσε ικανοποιητική την πορεία του Λεμονή στο τρίμηνο της τελευταίας παρουσίας του και αντιλαμβάνεται την απόφαση του διαζυγίου ως έλλειψη σεβασμού προς έναν προπονητή που “έβαλε πλάτη” σε μια τόσο δύσκολη στιγμή όσο ήταν εκείνη, παραμονές του ματς με τη Γιουβέντους στο Τορίνο. Εκτός από “ρισκαδόρικη”, αυτή η επιλογή μοιάζει και “αντιεμπορική”. Για να την κάνει, ο Μαρινάκης πρέπει αφενός να ήταν πεπεισμένος ότι ο Ολυμπιακός δεν θα κατάφερνε να κατακτήσει τον τίτλο με τον Λεμονή και αφετέρου να είναι έτοιμος να ενισχύσει το ρόστερ προκειμένου να δώσει στον Γκαρσία περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.
Αν ο Ολυμπιακός δεν κατακτήσει τον τίτλο, ουδείς θα ψάξει να “χρεώσει” το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης σε έναν πρωτόπειρο, στην Ελλάδα, προπονητή που θα έχει αφιχθεί Γενάρη μήνα. Την επιτυχία ή την αποτυχία θα την χρεωθεί η διοίκηση. Αν της “κάτσει”, θα έχει βρει προπονητή με προοπτική και θα έχει κερδίσει χρόνο στον σχεδιασμό της επόμενης σεζόν. Αν δεν της “κάτσει”, θα έχει χρεωθεί την ευθύνη της απώλειας του τίτλου, θα έχει αποκτήσει και συντηρήσει τη φήμη συλλόγου που αλλάζει τρεις προπονητές ανά σεζόν και θα ψάχνει, με υψηλότερο συντελεστή δυσκολίας, τον επόμενο.
Εδώ και περίπου δύο μήνες, προκύπτει πλέον από το ρεπορτάζ, είχε φτάσει ο Βαγγέλης Μαρινάκης στο συμπέρασμα ότι δεν θα είναι ωφέλιμη για τον Ολυμπιακό η συνέχιση της συνεργασίας με τον Τάκη Λεμονή. Προκύπτει δηλαδή, μέσα από τις πληροφορίες που αναπαράγουν στόματα που ανοίγουν πλέον πιο εύκολα, ότι ο Ολυμπιακός είχε ενεργοποιήσει από τα τέλη του Νοεμβρίου τα μέλη του δικτύου που χρησιμοποιεί για να αναζητεί προπονητή. Προκύπτει,.. συνεπώς, ότι ο Λεμονής “έζησε” στον πάγκο του Ολυμπιακού τον τελευταίο περίπου 1,5 μήνα ελλείψει άλλου. Κυνήγησε ο Ολυμπιακός δύο περιπτώσεις, δύο ονόματα στα οποία είχε καταλήξει, δεν του “κάθισαν” και γι’ αυτό συνέχιζε ο Λεμονής. Και επειδή στη διάρκεια αυτού του διαστήματος ο Μαρινάκης δεν είδε θεαματική βελτίωση της εικόνας της ομάδας επέμεινε να ζητεί από τους συνεργάτες του να αναζητούν προπονητή. Μέχρι που προέκυψε ο Οσκαρ Γκαρσία, για τον οποίο ο Ολυμπιακός συνέλεξε πληροφορίες και συστάσεις που τον οδήγησαν στην εκτίμηση ότι ο Ισπανός είναι “ευκαιρία”, που δεν πρέπει να περάσει ανεκμετάλλευτη.
Οσο καλές και αν είναι οι συστάσεις από τον Βαλβέρδε, τον Σεγούρα και οποιονδήποτε άλλο έχει παρακολουθήσει τα προηγούμενα βήματα του Ισπανού στην προπονητική, κατά τη διάρκεια της τελευταίας 5ετίας που αναλάμβανε δουλειές & ομάδες ως πρώτος, όσο καλή και αν είναι η εντύπωση που έχει δημιουργήσει ο 44χρονος προπονητής στη διοίκηση κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, οι οποίες προηγήθηκαν της αποψινής κατάληξης, αυτό που ανέλαβε ο Μαρινάκης είναι ένα μεγαλύτερο ρίσκο συγκριτικά με αυτό που κρύβει εκ φύσεως κάθε τέτοια επιλογή.
Ο Ολυμπιακός επιλέγει να αλλάξει ακόμη μια φορά προπονητή, δηλαδή να βάλει τρίτο άνθρωπο στον πάγκο του στην ίδια σεζόν, και τούτη τη φορά επιλέγει να αντικαταστήσει έναν προπονητή που είχε απόλυτη, πλέον, γνώση του πρωταθλήματος και του έμψυχου δυναμικού της ομάδας με έναν προπονητή που δεν έχει δουλέψει ποτέ στην Ελλάδα και δεν έχει εμπειρία συνεργασίας με το σημερινό ρόστερ του Ολυμπιακού.
Για να το κάνει, σημαίνει ότι αφενός έχει μεγάλη πίστη στις ικανότητες ενός Ισπανού προπονητή της νέας γενιάς, του οποίου η μέχρι σήμερα πορεία είναι “υποσχόμενη” και αφετέρου ότι θεωρούσε πως θα έχανε το πρωτάθλημα αν συνέχιζε με τον Λεμονή. Αν δεν ισχύουν αυτά, δεν υπάρχει άλλη λογικοφανής εξήγηση για την επιλογή της διοίκησης να πάρει στη δεδομένη στιγμή τόσο μεγάλο ρίσκο και να αλλάξει προπονητή στις αρχές του Ιανουαρίου, σε ένα διάστημα πολύ κρίσιμο και καθοριστικό για τη μοίρα του Ολυμπιακού στο πρωτάθλημα. Πολύ περισσότερο μάλιστα τη στιγμή που ένα κομμάτι της κοινωνίας των φίλων του Ολυμπιακού αφενός αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας με τον Γκαρσία ή δεν “πείθεται’ από το ονοματεπώνυμο και το βιογραφικό, και αφετέρου θεωρούσε ικανοποιητική την πορεία του Λεμονή στο τρίμηνο της τελευταίας παρουσίας του και αντιλαμβάνεται την απόφαση του διαζυγίου ως έλλειψη σεβασμού προς έναν προπονητή που “έβαλε πλάτη” σε μια τόσο δύσκολη στιγμή όσο ήταν εκείνη, παραμονές του ματς με τη Γιουβέντους στο Τορίνο. Εκτός από “ρισκαδόρικη”, αυτή η επιλογή μοιάζει και “αντιεμπορική”. Για να την κάνει, ο Μαρινάκης πρέπει αφενός να ήταν πεπεισμένος ότι ο Ολυμπιακός δεν θα κατάφερνε να κατακτήσει τον τίτλο με τον Λεμονή και αφετέρου να είναι έτοιμος να ενισχύσει το ρόστερ προκειμένου να δώσει στον Γκαρσία περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.
Αν ο Ολυμπιακός δεν κατακτήσει τον τίτλο, ουδείς θα ψάξει να “χρεώσει” το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης σε έναν πρωτόπειρο, στην Ελλάδα, προπονητή που θα έχει αφιχθεί Γενάρη μήνα. Την επιτυχία ή την αποτυχία θα την χρεωθεί η διοίκηση. Αν της “κάτσει”, θα έχει βρει προπονητή με προοπτική και θα έχει κερδίσει χρόνο στον σχεδιασμό της επόμενης σεζόν. Αν δεν της “κάτσει”, θα έχει χρεωθεί την ευθύνη της απώλειας του τίτλου, θα έχει αποκτήσει και συντηρήσει τη φήμη συλλόγου που αλλάζει τρεις προπονητές ανά σεζόν και θα ψάχνει, με υψηλότερο συντελεστή δυσκολίας, τον επόμενο.