Γράφει ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης*
Στην κηδεία του Θοδωρή τη Δευτέρα παρατηρούσα -με μεγάλη δόση ψυχολογικής απώθησης- τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Και όλο στροβίλιζε στο μυαλό μου η φωνή του να σχολιάζει τον καθέναν και το καθετί. Παρόλο που δεν πήγαινε σε κηδείες, τον σκεφτόμουν να συντονίζει από το κοντρόλ την όλη διαδικασία και να φωνάζει ακατάπαυστα στο αυτί του Γιάννη του Αλμπάνη που έδινε το μικρόφωνο σε όσους εκφωνούσαν τους επικήδειους.
Σκεφτόμουν ότι θα ρωτούσε τα συνεργεία των καναλιών αν έχουν κάνει ρεπεράζ, θα έψαχνε από.. πριν το πού θα στηθούν οι κάμερες για τα καλά τα πλάνα και θα σχολίαζε διαρκώς τα συγκινημένα πρόσωπα, τα πηγαδάκια και τους επικήδειους. Στο τέλος θα βιαζόταν να τελειώσουμε γρήγορα για να πάει στο Παγκράτι να τσιμπήσει κάτι, γιατί αυτή η διαδικασία θα του άνοιγε την όρεξη.
Δεν είμαι αναίσθητος. Αυτός ήταν ο Θοδωρής ο Μιχόπουλος που γνωρίσαμε εμείς τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του. Αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια που συμπύκνωσαν τον ιστορικό και πολιτικό χρόνο. Που μας απογείωσαν και μας γκρέμισαν. Και μέσα στην κοσμογονική αλλαγή κράτησαν σταθερή και πανίσχυρη τη φιλία μας με έναν άνθρωπο που έμελλε να αφήσει το αποτύπωμά του στο ό,τι κάνουμε από εδώ και πέρα.
Είναι εντυπωσιακό το πόσα πολλά έχουν ειπωθεί αυτές τις μέρες για τον Θοδωρή. Παλιές ιστορίες ανασύρονται από το χρονοντούλαπο, καταχωνιασμένες αναμνήσεις βγαίνουν στην επιφάνεια, φωτογραφίες του, άλλες με ηλεκτρικές κιθάρες, άλλες σε ομάδες μπάσκετ και άλλες σε αμφιθέατρα, εμφανίζονται για έναν άνθρωπο πολυσύνθετο, αντιφατικό, ικανό να σου βγάλει τα πιο έντονα συναισθήματά.
Ο Θοδωρής δεν ήταν μόνο δημοσιογράφος, δεν ήταν μόνο αριστερός, δεν ήταν απλά ένας άνθρωπος που ήθελε να απολαμβάνει τις μικρές και τις μεγάλες χαρές της ζωής. Ηταν όλα αυτά μαζί και το καθένα προσέδιδε ένα ιδιαίτερο στοιχείο στον χαρακτήρα του. Η καταγωγή του από την Πάτρα και τον Πύργο (εκρηκτικός συνδυασμός!), το πέρασμά του για σπουδές από την Ιταλία, η ένταξή του στο ΚΚΕ εσωτ., η «Αυγή», ο «Ταχυδρόμος», τα τηλεοπτικά «μαγαζιά» (όπως τα έλεγε), η «Εποχή», ο ΣΥΡΙΖΑ και το Μαξίμου, όλα συμπλήρωσαν με ψήγματα αυτόν τον άνθρωπο που δεν βαριόσουν να τον ακούς κάθε μέρα, όλη μέρα.
Αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο εγώ τον γνώρισα αρχές Φλεβάρη του 2014, όταν ήρθε στην Ανοιχτή Πόλη για να βοηθήσει στις επικοινωνιακές ανάγκες. Ολη την πρώτη βδομάδα, κατέβαζε το κεφάλι στις συσκέψεις, το σήκωνε μόνο για να μας ασκήσει κριτική, κουνούσε το πόδι νευρικά και αποχωρούσε από τις συσκέψεις και τα γραφεία χωρίς να πει τίποτα. «Αφού τα ξέρετε όλα εσείς, εμένα δεν με έχετε ανάγκη» μας έλεγε και εμείς απορούσαμε τι να κάνουμε μαζί του. Ετρεχαν ο Ηλίας και ο Τάσος από πίσω του να τον μεταπείσουν. Μέχρι την επόμενη μέρα και την επόμενη αποχώρηση!
Και μετά κολλήσαμε μαζί του. Δεν κάναμε βήμα χωρίς να τον συμβουλευτούμε, όχι μόνο για την επικοινωνία, αλλά και για τη στρατηγική, το πρόγραμμα, την καμπάνια. Ο Θοδωρής είχε τη μαγική ικανότητα να συμμετέχει σε συσκέψεις -και αργότερα στο Μαξίμου- και με λίγες κουβέντες να μαζεύει τις ατελείωτες κουβέντες και να τις μετατρέπει σε σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος. Να πετάει τα περιττά και να επικεντρώνει στο μείζον, όπως άλλωστε έκανε και στη δημοσιογραφική ζωή του.
Στο Μαξίμου ο Θοδωρής ήταν με τα φεγγάρια του. Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του, το ξέρουν και από πρώτο χέρι και οι δημοσιογράφοι. Τα non papers δεν ήταν γι’ αυτόν ένας μηχανισμός επιβολής της γραμμής, αλλά -στο μυαλό του- ένα μέσο να παίρνουν όλοι οι δημοσιογράφοι τη θεώρηση του Μαξίμου. Να έχουν όλοι μια κοινή αφετηρία για να μην εκτίθενται στους «διευθυντάδες και στα αφεντικά».
Για να πάρουν όμως το κάτι παραπάνω, μας έλεγε πως θα πρέπει να κάνουν ρεπορτάζ. Και πάντα μας έλεγε να ενημερώνετε πρώτα αυτούς που είναι έξω στο κρύο, στις νεραντζιές, και όχι αυτούς που σας παίρνουν από το γραφείο τους. Δεν ξέρω πόσο τηρήθηκε ακόμα και από τον ίδιο αυτό. Ξέρω όμως ότι είχε έναν πηγαίο σεβασμό σε όσους από το σινάφι του κυνηγούσαν την είδηση, ακόμα και όταν ωρυόταν στα τηλέφωνα ή όταν το κινητό του γέμιζε με αναπάντητες.
Ο Μιχόπουλος ήταν μια αντίφαση. Ηθελε να τα ζήσει όλα και γρήγορα. Τα προβλήματα υγείας του του έδωσαν δύο επιλογές: είτε να αποσυρθεί και να ζήσει ήρεμα είτε να ζήσει τη ζωή σε υπερθετικό βαθμό. Και επέλεξε να ζήσει όχι μία αλλά πολλές ζωές παράλληλες και συχνά αντικρουόμενες, όλες με ένταση και πάθος. Αλλοτε εντός, άλλοτε εκτός. Αλλοτε με ρεαλισμό, άλλοτε κυνηγώντας το όνειρο. Πάντοτε όμως με σαρκασμό, χιούμορ, έρωτα για τις αγαπημένες του και αγάπη για τους δικούς του.
Είχαμε τη χαρά σε τέσσερα χρόνια να ξεκλειδώσουμε τον μυστηριώδη αυτόν άνθρωπο και να τον απολαύσουμε. Τώρα βιώνουμε την ανάγκη να τον αποχωριστούμε και να πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς αυτόν.
* το κείμενο του Γαβριήλ Σακελλαρίδη είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών
Στην κηδεία του Θοδωρή τη Δευτέρα παρατηρούσα -με μεγάλη δόση ψυχολογικής απώθησης- τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Και όλο στροβίλιζε στο μυαλό μου η φωνή του να σχολιάζει τον καθέναν και το καθετί. Παρόλο που δεν πήγαινε σε κηδείες, τον σκεφτόμουν να συντονίζει από το κοντρόλ την όλη διαδικασία και να φωνάζει ακατάπαυστα στο αυτί του Γιάννη του Αλμπάνη που έδινε το μικρόφωνο σε όσους εκφωνούσαν τους επικήδειους.
Σκεφτόμουν ότι θα ρωτούσε τα συνεργεία των καναλιών αν έχουν κάνει ρεπεράζ, θα έψαχνε από.. πριν το πού θα στηθούν οι κάμερες για τα καλά τα πλάνα και θα σχολίαζε διαρκώς τα συγκινημένα πρόσωπα, τα πηγαδάκια και τους επικήδειους. Στο τέλος θα βιαζόταν να τελειώσουμε γρήγορα για να πάει στο Παγκράτι να τσιμπήσει κάτι, γιατί αυτή η διαδικασία θα του άνοιγε την όρεξη.
Δεν είμαι αναίσθητος. Αυτός ήταν ο Θοδωρής ο Μιχόπουλος που γνωρίσαμε εμείς τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του. Αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια που συμπύκνωσαν τον ιστορικό και πολιτικό χρόνο. Που μας απογείωσαν και μας γκρέμισαν. Και μέσα στην κοσμογονική αλλαγή κράτησαν σταθερή και πανίσχυρη τη φιλία μας με έναν άνθρωπο που έμελλε να αφήσει το αποτύπωμά του στο ό,τι κάνουμε από εδώ και πέρα.
Είναι εντυπωσιακό το πόσα πολλά έχουν ειπωθεί αυτές τις μέρες για τον Θοδωρή. Παλιές ιστορίες ανασύρονται από το χρονοντούλαπο, καταχωνιασμένες αναμνήσεις βγαίνουν στην επιφάνεια, φωτογραφίες του, άλλες με ηλεκτρικές κιθάρες, άλλες σε ομάδες μπάσκετ και άλλες σε αμφιθέατρα, εμφανίζονται για έναν άνθρωπο πολυσύνθετο, αντιφατικό, ικανό να σου βγάλει τα πιο έντονα συναισθήματά.
Ο Θοδωρής δεν ήταν μόνο δημοσιογράφος, δεν ήταν μόνο αριστερός, δεν ήταν απλά ένας άνθρωπος που ήθελε να απολαμβάνει τις μικρές και τις μεγάλες χαρές της ζωής. Ηταν όλα αυτά μαζί και το καθένα προσέδιδε ένα ιδιαίτερο στοιχείο στον χαρακτήρα του. Η καταγωγή του από την Πάτρα και τον Πύργο (εκρηκτικός συνδυασμός!), το πέρασμά του για σπουδές από την Ιταλία, η ένταξή του στο ΚΚΕ εσωτ., η «Αυγή», ο «Ταχυδρόμος», τα τηλεοπτικά «μαγαζιά» (όπως τα έλεγε), η «Εποχή», ο ΣΥΡΙΖΑ και το Μαξίμου, όλα συμπλήρωσαν με ψήγματα αυτόν τον άνθρωπο που δεν βαριόσουν να τον ακούς κάθε μέρα, όλη μέρα.
Αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο εγώ τον γνώρισα αρχές Φλεβάρη του 2014, όταν ήρθε στην Ανοιχτή Πόλη για να βοηθήσει στις επικοινωνιακές ανάγκες. Ολη την πρώτη βδομάδα, κατέβαζε το κεφάλι στις συσκέψεις, το σήκωνε μόνο για να μας ασκήσει κριτική, κουνούσε το πόδι νευρικά και αποχωρούσε από τις συσκέψεις και τα γραφεία χωρίς να πει τίποτα. «Αφού τα ξέρετε όλα εσείς, εμένα δεν με έχετε ανάγκη» μας έλεγε και εμείς απορούσαμε τι να κάνουμε μαζί του. Ετρεχαν ο Ηλίας και ο Τάσος από πίσω του να τον μεταπείσουν. Μέχρι την επόμενη μέρα και την επόμενη αποχώρηση!
Και μετά κολλήσαμε μαζί του. Δεν κάναμε βήμα χωρίς να τον συμβουλευτούμε, όχι μόνο για την επικοινωνία, αλλά και για τη στρατηγική, το πρόγραμμα, την καμπάνια. Ο Θοδωρής είχε τη μαγική ικανότητα να συμμετέχει σε συσκέψεις -και αργότερα στο Μαξίμου- και με λίγες κουβέντες να μαζεύει τις ατελείωτες κουβέντες και να τις μετατρέπει σε σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος. Να πετάει τα περιττά και να επικεντρώνει στο μείζον, όπως άλλωστε έκανε και στη δημοσιογραφική ζωή του.
Στο Μαξίμου ο Θοδωρής ήταν με τα φεγγάρια του. Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του, το ξέρουν και από πρώτο χέρι και οι δημοσιογράφοι. Τα non papers δεν ήταν γι’ αυτόν ένας μηχανισμός επιβολής της γραμμής, αλλά -στο μυαλό του- ένα μέσο να παίρνουν όλοι οι δημοσιογράφοι τη θεώρηση του Μαξίμου. Να έχουν όλοι μια κοινή αφετηρία για να μην εκτίθενται στους «διευθυντάδες και στα αφεντικά».
Για να πάρουν όμως το κάτι παραπάνω, μας έλεγε πως θα πρέπει να κάνουν ρεπορτάζ. Και πάντα μας έλεγε να ενημερώνετε πρώτα αυτούς που είναι έξω στο κρύο, στις νεραντζιές, και όχι αυτούς που σας παίρνουν από το γραφείο τους. Δεν ξέρω πόσο τηρήθηκε ακόμα και από τον ίδιο αυτό. Ξέρω όμως ότι είχε έναν πηγαίο σεβασμό σε όσους από το σινάφι του κυνηγούσαν την είδηση, ακόμα και όταν ωρυόταν στα τηλέφωνα ή όταν το κινητό του γέμιζε με αναπάντητες.
Ο Μιχόπουλος ήταν μια αντίφαση. Ηθελε να τα ζήσει όλα και γρήγορα. Τα προβλήματα υγείας του του έδωσαν δύο επιλογές: είτε να αποσυρθεί και να ζήσει ήρεμα είτε να ζήσει τη ζωή σε υπερθετικό βαθμό. Και επέλεξε να ζήσει όχι μία αλλά πολλές ζωές παράλληλες και συχνά αντικρουόμενες, όλες με ένταση και πάθος. Αλλοτε εντός, άλλοτε εκτός. Αλλοτε με ρεαλισμό, άλλοτε κυνηγώντας το όνειρο. Πάντοτε όμως με σαρκασμό, χιούμορ, έρωτα για τις αγαπημένες του και αγάπη για τους δικούς του.
Είχαμε τη χαρά σε τέσσερα χρόνια να ξεκλειδώσουμε τον μυστηριώδη αυτόν άνθρωπο και να τον απολαύσουμε. Τώρα βιώνουμε την ανάγκη να τον αποχωριστούμε και να πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς αυτόν.
* το κείμενο του Γαβριήλ Σακελλαρίδη είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών