Όταν ο μέγας φιλόσοφος ανακαλύπτει την σύγχρονη ελληνική ιστορία
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης*
Καμιά φορά βλέπω τον πατέρα μου στον ύπνο μου. Συγχωρέθηκε πριν από 17 χρόνια, αλλά εγώ ακόμη δεν τον ξεχνώ. Κι όποτε τον βλέπω στον ύπνο μου καθησυχάζομαι κάπως, τον αισθάνομαι κοντά μου. Τόσο κοντά μου ώστε την επόμενη φορά που θα τον δω, θα βρω το θάρρος και θα του το ξεφουρνίσω:
Α ρε πατέρα, πόσο βλάκας ήσουνα που πέρασες εικοσιπέντε χρόνια βουτηγμένος στο φόβο και στην αγωνία. Πόσο γελοίος, πόσο ηλίθιος, που από το τέλος του Εμφυλίου ως την ώρα..
που έπεσε η Χούντα, σε έτρωγε το άγχος το καθημερινό μη και σου χτυπήσει την πόρτα το πρωί ο χωροφύλακας, μη και σε απολύσουν απ’ τη δουλειά σου, μη και ξαναγυρίσεις στο Γεντί Κουλέ και σου ξανασπάσουν τα πλευρά οι δεσμοφύλακες. Ήσουν κρετίνος πατέρα, γιατί μετά απ’ το τέλος του Εμφυλίου τα πράγματα στη χώρα «πήγαιναν πολύ καλά»!
Δεν το λέει κάνας τυχαίος αυτό, δεν το λέει κάνας μπαγλαμάς εδώ στο καφενείο του Λουκά, στο Παγκράτι, δεν το λέει κάνας ταρίφας με σηματάκι μαίανδρο στο καθρεφτάκι, το λέει ο μέγας φιλόσοφος και διανοητής, το λέει η ζωντανή συνείδηση του ελληνικού έθνους, το λέει ο Στέλιος ο Ράμφος με τ’ όνομα. Μιλώντας στον Θανάση Λιακόπουλο για την ιστοσελίδα diastixo.gr, όπου του επισημαίνει ο συνεντευξιαστής ότι «Αυτά τα δικαιώματα, κύριε Ράμφε, και οι αξίες, είχαν φτιάξει, πριν τη δικτατορία, μια δομημένη κοινωνία στην Ελλάδα που λειτουργούσε, έτρεχε, θα λέγαμε, για τα δεδομένα τα ελληνικά…» και απαντά ο τιτάνας Στέλιος:
Κι ακόμη θυμάμαι την έρμη τη μάνα μου, να μου λέει πως ταξίδεψε μέσα στη νύχτα από τα Τρίκαλα στην Αθήνα για να βρει έναν αστυνόμο θείο του πατρός μου, μια εποχή λίγο πριν από τη χούντα που τον είχαν βάλει στο μάτι οι «υπηρεσίες». Δεν ήθελε, βλέπετε, και πολύ για να σε βάλουν στο μάτι, αν ήσουν πρώην ΕΠΟΝίτης και είχες κάνει φυλακή και ήσουν «σημαδεμένος» για μια ζωή. Ευτυχώς ο αστυνόμος αποδείχθηκε παλικάρι και το πήρε πάνω του και την καθάρισε την ιστορία. Με τον αδερφό μου τότε ούτε πέντε χρονών κι εμένα στις φασκιές. Να αναρωτιούνται στο σπίτι πως θα μας θρέψουν, έτσι κι έδιωχναν τον καθηγητή πατέρα μου από το σχολείο. Μαλακίες δηλαδή και φόβοι αβάσιμοι, αφού όταν τα πράγματα πηγαίνουν «πολύ καλά», δεν υπάρχει περίπτωση ούτε να πεινάσεις, ούτε να υποφέρεις, ούτε να ζοριστείς. Το λέει ο Στέλιος αυτός και ό,τι λέει ο Στέλιος είναι νόμος. Για να μην πω θεϊκή εντολή, απ’ αυτές που κατέβασε ο Μωυσής απ’ το βουνό. Αλλά τι να μας πει κι ο Θεός, όταν ανοίγει το στόμα του ολόκληρος Ράμφος…
* το κείμενο του Χρήστου Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης*
Καμιά φορά βλέπω τον πατέρα μου στον ύπνο μου. Συγχωρέθηκε πριν από 17 χρόνια, αλλά εγώ ακόμη δεν τον ξεχνώ. Κι όποτε τον βλέπω στον ύπνο μου καθησυχάζομαι κάπως, τον αισθάνομαι κοντά μου. Τόσο κοντά μου ώστε την επόμενη φορά που θα τον δω, θα βρω το θάρρος και θα του το ξεφουρνίσω:
Α ρε πατέρα, πόσο βλάκας ήσουνα που πέρασες εικοσιπέντε χρόνια βουτηγμένος στο φόβο και στην αγωνία. Πόσο γελοίος, πόσο ηλίθιος, που από το τέλος του Εμφυλίου ως την ώρα..
που έπεσε η Χούντα, σε έτρωγε το άγχος το καθημερινό μη και σου χτυπήσει την πόρτα το πρωί ο χωροφύλακας, μη και σε απολύσουν απ’ τη δουλειά σου, μη και ξαναγυρίσεις στο Γεντί Κουλέ και σου ξανασπάσουν τα πλευρά οι δεσμοφύλακες. Ήσουν κρετίνος πατέρα, γιατί μετά απ’ το τέλος του Εμφυλίου τα πράγματα στη χώρα «πήγαιναν πολύ καλά»!
Δεν το λέει κάνας τυχαίος αυτό, δεν το λέει κάνας μπαγλαμάς εδώ στο καφενείο του Λουκά, στο Παγκράτι, δεν το λέει κάνας ταρίφας με σηματάκι μαίανδρο στο καθρεφτάκι, το λέει ο μέγας φιλόσοφος και διανοητής, το λέει η ζωντανή συνείδηση του ελληνικού έθνους, το λέει ο Στέλιος ο Ράμφος με τ’ όνομα. Μιλώντας στον Θανάση Λιακόπουλο για την ιστοσελίδα diastixo.gr, όπου του επισημαίνει ο συνεντευξιαστής ότι «Αυτά τα δικαιώματα, κύριε Ράμφε, και οι αξίες, είχαν φτιάξει, πριν τη δικτατορία, μια δομημένη κοινωνία στην Ελλάδα που λειτουργούσε, έτρεχε, θα λέγαμε, για τα δεδομένα τα ελληνικά…» και απαντά ο τιτάνας Στέλιος:
«…πράγματι, μετά τον Εμφύλιο τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά…»Έτσι είναι παιδιά, αλήθειες να λέμε. Δεν πειράζει που η μισή Ελλάδα έτρωγε σκατά και υπέφερε, δεν πειράζει που οι χαφιέδες και οι δοσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες κυκλοφοράγανε ελεύθεροι με το ματσούκι στο χέρι, δεν πειράζει που δεν τόλμαγες να πεις μια κουβέντα γιατί έμπαινες σε μαύρη λίστα, δεν πειράζει που ψηφίζανε και τα δέντρα, δεν πειράζει που γαμούσε κι έδερνε το παλάτι, δεν πειράζει που μετανάστευσε χίλια καράβια κόσμος γιατί ψόφαγε απ’ την πείνα, σημασία έχει ότι τα «πράγματα πήγαιναν πολύ καλά».
Κι ακόμη θυμάμαι την έρμη τη μάνα μου, να μου λέει πως ταξίδεψε μέσα στη νύχτα από τα Τρίκαλα στην Αθήνα για να βρει έναν αστυνόμο θείο του πατρός μου, μια εποχή λίγο πριν από τη χούντα που τον είχαν βάλει στο μάτι οι «υπηρεσίες». Δεν ήθελε, βλέπετε, και πολύ για να σε βάλουν στο μάτι, αν ήσουν πρώην ΕΠΟΝίτης και είχες κάνει φυλακή και ήσουν «σημαδεμένος» για μια ζωή. Ευτυχώς ο αστυνόμος αποδείχθηκε παλικάρι και το πήρε πάνω του και την καθάρισε την ιστορία. Με τον αδερφό μου τότε ούτε πέντε χρονών κι εμένα στις φασκιές. Να αναρωτιούνται στο σπίτι πως θα μας θρέψουν, έτσι κι έδιωχναν τον καθηγητή πατέρα μου από το σχολείο. Μαλακίες δηλαδή και φόβοι αβάσιμοι, αφού όταν τα πράγματα πηγαίνουν «πολύ καλά», δεν υπάρχει περίπτωση ούτε να πεινάσεις, ούτε να υποφέρεις, ούτε να ζοριστείς. Το λέει ο Στέλιος αυτός και ό,τι λέει ο Στέλιος είναι νόμος. Για να μην πω θεϊκή εντολή, απ’ αυτές που κατέβασε ο Μωυσής απ’ το βουνό. Αλλά τι να μας πει κι ο Θεός, όταν ανοίγει το στόμα του ολόκληρος Ράμφος…
* το κείμενο του Χρήστου Ξανθάκη είναι από το newpost.gr