Από Γαβριήλ, Τάσο, Ηλία, Γιάννη
Το Σάββατο το βράδυ ο παππούς ήταν στο Μουζίκ. Καθόταν έξω στο κρύο, γιατί μέσα είχε φασαρία, κι έγραφε έναν non paper για το πόθεν έσχες των μελών του ΤΧΣ (τρέχα γύρευε δηλαδή). Στη διπλανή καρέκλα είχε τη γνωστή σακούλα με τις κυριακάτικες εφημερίδες. Ενώ έγραφε έστελνε sms και μίλαγε στο κινητό. Γενικά ήταν ευδιάθετος γιατί «την είχε φέρει στο σύστημα Νέα Δημοκρατία». Μεταξύ δύο δελτίων τύπου, η δόση είχε αβγατίσει κατά τρία δισ…. Μετά αισθάνθηκε αδιαθεσία. Ο παππούς έριξε αυλαία ακριβώς όπως έζησε.
Τον παππού τον αποχαιρετάνε όλοι ως δημοσιογράφο –θα του άρεσε πολύ αυτό. Γιατί αν και βρέθηκε στον πυρήνα της εξουσίας, δεν έγινε άνθρωπος του κράτους. Παρέμεινε άνθρωπος της ενημέρωσης και της επικοινωνίας. Ο παππούς.. ήξερε να γράφει, ήξερε τηλεόραση, ήξερε να σουμάρει, ήξερε να βγάζει γραμμή, ήξερε την πιάτσα. Ήξερε να «βλέπει» την είδηση και, κυρίως, ήξερε να τη φτιάχνει. Εθισμένος στον ίλιγγο της πληροφορίας, ασταμάτητα περίεργος για να μάθει.
Τον αποχαιρετάμε επίσης ως αριστερό. Και αυτό θα του άρεσε. Με την ΟΣΕ, το ΚΚΕ (Εσωτερικού), την ΑΚΟΑ, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο παππούς ήταν πάντα με την Αριστερά, και τον ένοιαζε πολύ να λογίζεται ως αριστερός.
Ήταν δημοσιογράφος και ήταν και αριστερός. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Ήταν και γυναίκες, και φράγκα, και κεράσματα, και ξενύχτια, και διαρκής πλάκα, και να περνάει πάντα το δικό του, και συντροφικός, και να συμβουλεύσει τους νεότερους συναδέλφους, και Γκαγκάριν, και Μαξίμου, και Εξάρχεια, και Αντ1, κι Εποχή, και να παραιτείται συνέχεια και συνεχώς να μένει, και τα πάντα όλα. Ταυτοχρόνως όλα, πράγμα που δημιουργούσε γοητεία, αλλά δεν διευκόλυνε τη συνεννόηση. Πάνω απ’ όλα όμως, ο παππού ήταν αυτή η λύσσα για τη ζωή. Για μια ζωή που ήθελε να τη ζήσει όλη, να μη χάσει ούτε στάλα. Να τη ζήσει με τους δικούς του όρους. Πέθανε όρθιος και παράφορα ερωτευμένος.
Εμείς τον παππού τον γνωρίσαμε αργά. Παρ’ όλο που λέγεται ότι μετά από μια ηλικία και μετά δεν κάνεις φιλίες, γίναμε κολλητοί. Άλλοι κάνουν υιοθεσίες, εμείς κάναμε παππουθεσία. Κάναμε την καμπάνια του Γαβριήλ και την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά μπήκαμε στο υπόγειο τον Γενάρη και βγήκαμε τον Ιούλιο. Είχαμε την τύχη να ζήσουμε στην πρώτη γραμμή την περιπέτεια ενός μικρού λαού που σηκώνει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς του κόσμου. Ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής για τον παππού ήταν όταν μας κατηγορούσαν ως «κυβέρνηση των non paper». Γιατί τα non paper ήμασταν εμείς, κατά κύριο λόγο αυτός που τα είχε επινοήσει ως μέσο να διαχέεται η πληροφορία χωρίς αποκλεισμούς και προνομιακές σχέσεις.
Μετά τον Ιούλιο εμείς φύγαμε, ο παππούς έμεινε. Ήταν και άποψη του,, ήταν και που πάντα ήθελε να είναι μέσα στον τζόγο. Έμεινε με τον δικό του τρόπο, διαφωνώντας με πολλά.
Σε μια περίοδο που χάλασαν οι φιλίες και κόπηκαν οι καλημέρες, η δικιά μας φιλία έμεινε και δυνάμωσε. Με όλη τη δυσκολία που δημιουργούσε η πολιτική αντιπαράθεση. Η αγάπη όμως ήταν πιο ισχυρή· και ήταν πολύ ωραία παρέα ο παππούς. Σε ορισμένους ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ η φιλία μας δημιούργησε καχυποψία. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι ο παππούς ποτέ δεν πρόδωσε την εμπιστοσύνη του κόμματος και του πρωθυπουργού.
Κλείνοντας, θα ήθελα να απευθυνθώ στις κυρίες που συναντήθηκαν στη ζωή με τον Θοδωρή. Ο Θοδωρής δεν ήταν της αποκλειστικότητας. Πρέπει να ξέρετε όμως ότι πάντα μιλούσε για σας με αγάπη, σεβασμό κι επιθυμία. Πολλή επιθυμία.
Η μάνα και η Κατερίνα ξέρουν πόσο τις αγαπούσε.
Παύλο, ο πατέρας σου ήταν πολύ περήφανος για σένα και δεν φαντάζεσαι πόσο σε καμάρωνε.
Παππού, εμείς μετά τα πάμε Μουζίκ. Θα είσαι κι εσύ μαζί. Στο ‘χαμε πει ότι δεν θα σ’ αφήσουμε.
Το κράτησα κάτω από τις 600 λέξεις για να διαβάζεται.
Gabriel Sakellaridis Tasos Koronakis Simeon S. Gideon
Theodoros Mihopoulos
- το κείμενο για τον Θοδωρή Μιχόπουλο είναι από το facebook του Yannis Almpanis
Το Σάββατο το βράδυ ο παππούς ήταν στο Μουζίκ. Καθόταν έξω στο κρύο, γιατί μέσα είχε φασαρία, κι έγραφε έναν non paper για το πόθεν έσχες των μελών του ΤΧΣ (τρέχα γύρευε δηλαδή). Στη διπλανή καρέκλα είχε τη γνωστή σακούλα με τις κυριακάτικες εφημερίδες. Ενώ έγραφε έστελνε sms και μίλαγε στο κινητό. Γενικά ήταν ευδιάθετος γιατί «την είχε φέρει στο σύστημα Νέα Δημοκρατία». Μεταξύ δύο δελτίων τύπου, η δόση είχε αβγατίσει κατά τρία δισ…. Μετά αισθάνθηκε αδιαθεσία. Ο παππούς έριξε αυλαία ακριβώς όπως έζησε.
Τον παππού τον αποχαιρετάνε όλοι ως δημοσιογράφο –θα του άρεσε πολύ αυτό. Γιατί αν και βρέθηκε στον πυρήνα της εξουσίας, δεν έγινε άνθρωπος του κράτους. Παρέμεινε άνθρωπος της ενημέρωσης και της επικοινωνίας. Ο παππούς.. ήξερε να γράφει, ήξερε τηλεόραση, ήξερε να σουμάρει, ήξερε να βγάζει γραμμή, ήξερε την πιάτσα. Ήξερε να «βλέπει» την είδηση και, κυρίως, ήξερε να τη φτιάχνει. Εθισμένος στον ίλιγγο της πληροφορίας, ασταμάτητα περίεργος για να μάθει.
Τον αποχαιρετάμε επίσης ως αριστερό. Και αυτό θα του άρεσε. Με την ΟΣΕ, το ΚΚΕ (Εσωτερικού), την ΑΚΟΑ, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο παππούς ήταν πάντα με την Αριστερά, και τον ένοιαζε πολύ να λογίζεται ως αριστερός.
Ήταν δημοσιογράφος και ήταν και αριστερός. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Ήταν και γυναίκες, και φράγκα, και κεράσματα, και ξενύχτια, και διαρκής πλάκα, και να περνάει πάντα το δικό του, και συντροφικός, και να συμβουλεύσει τους νεότερους συναδέλφους, και Γκαγκάριν, και Μαξίμου, και Εξάρχεια, και Αντ1, κι Εποχή, και να παραιτείται συνέχεια και συνεχώς να μένει, και τα πάντα όλα. Ταυτοχρόνως όλα, πράγμα που δημιουργούσε γοητεία, αλλά δεν διευκόλυνε τη συνεννόηση. Πάνω απ’ όλα όμως, ο παππού ήταν αυτή η λύσσα για τη ζωή. Για μια ζωή που ήθελε να τη ζήσει όλη, να μη χάσει ούτε στάλα. Να τη ζήσει με τους δικούς του όρους. Πέθανε όρθιος και παράφορα ερωτευμένος.
Εμείς τον παππού τον γνωρίσαμε αργά. Παρ’ όλο που λέγεται ότι μετά από μια ηλικία και μετά δεν κάνεις φιλίες, γίναμε κολλητοί. Άλλοι κάνουν υιοθεσίες, εμείς κάναμε παππουθεσία. Κάναμε την καμπάνια του Γαβριήλ και την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά μπήκαμε στο υπόγειο τον Γενάρη και βγήκαμε τον Ιούλιο. Είχαμε την τύχη να ζήσουμε στην πρώτη γραμμή την περιπέτεια ενός μικρού λαού που σηκώνει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς του κόσμου. Ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής για τον παππού ήταν όταν μας κατηγορούσαν ως «κυβέρνηση των non paper». Γιατί τα non paper ήμασταν εμείς, κατά κύριο λόγο αυτός που τα είχε επινοήσει ως μέσο να διαχέεται η πληροφορία χωρίς αποκλεισμούς και προνομιακές σχέσεις.
Μετά τον Ιούλιο εμείς φύγαμε, ο παππούς έμεινε. Ήταν και άποψη του,, ήταν και που πάντα ήθελε να είναι μέσα στον τζόγο. Έμεινε με τον δικό του τρόπο, διαφωνώντας με πολλά.
Σε μια περίοδο που χάλασαν οι φιλίες και κόπηκαν οι καλημέρες, η δικιά μας φιλία έμεινε και δυνάμωσε. Με όλη τη δυσκολία που δημιουργούσε η πολιτική αντιπαράθεση. Η αγάπη όμως ήταν πιο ισχυρή· και ήταν πολύ ωραία παρέα ο παππούς. Σε ορισμένους ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ η φιλία μας δημιούργησε καχυποψία. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι ο παππούς ποτέ δεν πρόδωσε την εμπιστοσύνη του κόμματος και του πρωθυπουργού.
Κλείνοντας, θα ήθελα να απευθυνθώ στις κυρίες που συναντήθηκαν στη ζωή με τον Θοδωρή. Ο Θοδωρής δεν ήταν της αποκλειστικότητας. Πρέπει να ξέρετε όμως ότι πάντα μιλούσε για σας με αγάπη, σεβασμό κι επιθυμία. Πολλή επιθυμία.
Η μάνα και η Κατερίνα ξέρουν πόσο τις αγαπούσε.
Παύλο, ο πατέρας σου ήταν πολύ περήφανος για σένα και δεν φαντάζεσαι πόσο σε καμάρωνε.
Παππού, εμείς μετά τα πάμε Μουζίκ. Θα είσαι κι εσύ μαζί. Στο ‘χαμε πει ότι δεν θα σ’ αφήσουμε.
Το κράτησα κάτω από τις 600 λέξεις για να διαβάζεται.
Gabriel Sakellaridis Tasos Koronakis Simeon S. Gideon
Theodoros Mihopoulos
- το κείμενο για τον Θοδωρή Μιχόπουλο είναι από το facebook του Yannis Almpanis