Γράφει η Μαρία Δεδούση*
Ξεκινάω να πάω στο ραντεβού της Τρίτης με την οδοντίατρο στο λατρεμένο Παγκράτι, αλλά δεν θα βρίσω το Παγκράτι σήμερα, εξάλλου δεν πρόλαβα καν να φτάσω.
Σκέφτομαι να πάρω μετρό, είμαι στην πόρτα, σκάει η μικρή από το σχολείο, μαμά θέλω να σου πω κάτι, πάει το μετρό.
Ταρίφας.
Παγκράτι από Μεσογείων του λέω, όχι μου λέει, Κηφισίας καλύτερα.
Σαράντα λεπτά αργότερα είμαστε έξω από την Αμερικανική Πρεσβεία ακίνητοι, αμίλητοι και κυρίως αγέλαστοι.
Χτυπάει το τηλέφωνο...
Πάει το ραντεβού, πάνε τα 10 γιούρος του ταρίφα, πάει το μεσημέρι μου, βγαίνω από το ταξί με διαστημικά νεύρα, ξεκινάω να το κόψω με το πόδι, θα μπορούσα άνετα να ρθω στο Χαλάνδρι περπατώντας από τους Αμπελόκηπους, το χω κάνει.
Στην Πανόρμου βαριέμαι, τρώω κάτι, βρίζω μέσα μου εμπλοκή, τον ταρίφα, ένα γκόμενο που είχα κάποτε και τον συναντούσα στην Πανόρμου, την κίνηση, όλα...
Κατεβαίνω στο μετρό.
Βρίζω και το μετρό που εξακολουθεί να έχει ουρές στα εισιτήρια και που όλες οι κυλιόμενες πάνε προς τα πάνω και καμία προς τα κάτω.
Και μετά στρίβω να κατέβω τη σκάλα.
Και μπροστά μου ειναι μια γυναικα νέα, γύρω στα 35, που κατεβαίνει με το μπαστούνι, τυφλή.
Κατεβαίνει αργά, χτυπάει με αυτό τον χαρακτηριστικό, ρυθμικό σχεδόν τρόπο, το μπαστούνι στο πλάι και στο σκαλοπάτι και κατεβαίνει.
Κόβω ρυθμό και μένω πίσω της.
Την παρατηρώ.
Όχι, λάθος λέξη.
Την παρακολουθώ.
Πηγαίνει στο μηχάνημα, πάντα αργά και προσεκτικά, "χτυπάει" ψηλαφώντας την κάρτα της, πάντα πίσω της εγώ, πάει προς την αποβάθρα, αντίθετη κατεύθυνση με τη δική μου, ούτε το σκέφτομαι, την ακολουθώ.
Έχω ξεχάσει τον ταρίφα, το χαμένο ραντεβού, το γκόμενο, το Παγκράτι, τα νεύρα, τα πάντα και θέλω ξαφνικα να ακολουθήσω και να παρακολουθήσω αυτή τη γυναίκα.
Μπαίνει στο τραινο, κάποιος τη σπρώχνει, δεν την έχει δει καν, δεν έχει "δει" ότι πρόκειται για μια τυφλή, εκείνη αναζητά με το χέρι τη χειρολαβή, της πουτάνας μέσα στο βαγόνι, κανείς δεν παραχωρεί τη θέση του, κανεις δεν την "βλέπει".
Μαζεύει το μπαστούνι.
Στέκεται σε απόλυτη ακινησία.
Κάθε φορά που ανακοινώνεται η επόμενη στάση το κεφάλι της τινάζεται ελαφρά, σαν να προσπαθει να ακούσει καλύτερα, να βεβαιωθεί ότι άκουσε σωστά, εξρτάται από την ακοή της απόλυτα εκεινη τη στιγμή.
Κατεβαίνει στον Κεραμεικό, σπρώχνεται πάλι με διάφορους που δεν την "βλέπουν", ανοίγει το μπαστούνι και ξεκινά πάλι να το χτυπά αργά και ρυθμικά, αναζητώντας το δρόμο της.
Ο κόσμος την προσπερνά βιαστικά.
Βγήκαμε. Εγώ στο φως, αυτή στο ίδιο σκοτάδι.
Κάθισα στο πεζουλι και έστριψα ένα τσιγάρο, την έβλεπα να απομακρύνεται, "άκουγα" το μπαστούνι, αργά και ρυθμικά να της ψάχνει το δρόμο.
Δεν θα πω πόσο τυχεροί και ευγνώμονες, μπλα μπλα, πρέπει να αισθανόμαστε που ειμαστε αρτιμελεις, είστε πολυ μεγάλα παιδιά όλοι, τα ξέρετε αυτά.
Θα σας πω ακριβώς αυτό που σκέφτηκα.
Πόσο γαμημένα δύσκολο είναι να είσαι διαφορετικός σε έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για τους μη-διαφορετικούς.
Πόσο κοπιαστικό και αφόρητα αγωνιώδες είναι να περιφέρεσαι ως "άδερ" ανάμεσα στους "κανονικούς".
Ότι κι αν είναι αυτό που σε κάνει άδερ.
Πόσο κόσμος του "μέσου όρου" και της ομογενοποίησης είμαστε και πόσο ο μέσος όρος αντιπαθει, αποστρέφεται, περιθωριοποιεί όποιον δεν ανήκει σε αυτόν.
Πόσο χαιρόμαστε μεταξύ μας και ως κοινωνία και αλληλοχειροκροτιόμαστε κάθε φορά που επιτρέπουμε στους "διαφορετικους" μια μικρη ανάσα: Ένα κουδουνάκι στο φανάρι για τους τυφλούς, μια ράμπα για τους ανάπηρους, ένα δικαιωματάκι για τους ομοφυλόφιλους, ένα μικρό βήμα έκφρασης για τους "αιρετικούς"...
Κάπνιζα και παρατηρούσα τους ανθρώπους που περνούσαν και σκεφτόμουν ότι περνούν κατά κανόνα τη ζωή τους προσπαθώντας να προσαρμοστούν σ' αυτό το μέσο όρο, να ομογενοποιηθούν, και κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται το στοιχειώδες.
Ότι αυτό ακριβώς που προσπαθουμε να εξαλειψουμε είναι και το βασικό μεγαλειο του είδους μας:
Η διαφορετικοτητα.
"Σταμάτα να προσπαθείς να μοιάσεις με τους άλλους", ήθελα να τους φωνάξω. "Αποδέξου τη διαφορετικότητά σου. Και τη δικη μου".
Τίποτα δεν είπα εννοείται.
Η μεγαλύτερη αναπηρία, εξάλλου, είναι η κώφωση στην αλήθεια.
Ξανακατέβηκα να πάρω το μετρό για το σπίτι μου.
Χτυπώντας αργά και ρυθμικά το δικό μου μπαστούνι.
* το κείμενο της Μαρίας Δεδούση είναι από την σελίδα της στο Facebook
Ξεκινάω να πάω στο ραντεβού της Τρίτης με την οδοντίατρο στο λατρεμένο Παγκράτι, αλλά δεν θα βρίσω το Παγκράτι σήμερα, εξάλλου δεν πρόλαβα καν να φτάσω.
Σκέφτομαι να πάρω μετρό, είμαι στην πόρτα, σκάει η μικρή από το σχολείο, μαμά θέλω να σου πω κάτι, πάει το μετρό.
Ταρίφας.
Παγκράτι από Μεσογείων του λέω, όχι μου λέει, Κηφισίας καλύτερα.
Σαράντα λεπτά αργότερα είμαστε έξω από την Αμερικανική Πρεσβεία ακίνητοι, αμίλητοι και κυρίως αγέλαστοι.
Χτυπάει το τηλέφωνο...
Πάει το ραντεβού, πάνε τα 10 γιούρος του ταρίφα, πάει το μεσημέρι μου, βγαίνω από το ταξί με διαστημικά νεύρα, ξεκινάω να το κόψω με το πόδι, θα μπορούσα άνετα να ρθω στο Χαλάνδρι περπατώντας από τους Αμπελόκηπους, το χω κάνει.
Στην Πανόρμου βαριέμαι, τρώω κάτι, βρίζω μέσα μου εμπλοκή, τον ταρίφα, ένα γκόμενο που είχα κάποτε και τον συναντούσα στην Πανόρμου, την κίνηση, όλα...
Κατεβαίνω στο μετρό.
Βρίζω και το μετρό που εξακολουθεί να έχει ουρές στα εισιτήρια και που όλες οι κυλιόμενες πάνε προς τα πάνω και καμία προς τα κάτω.
Και μετά στρίβω να κατέβω τη σκάλα.
Και μπροστά μου ειναι μια γυναικα νέα, γύρω στα 35, που κατεβαίνει με το μπαστούνι, τυφλή.
Κατεβαίνει αργά, χτυπάει με αυτό τον χαρακτηριστικό, ρυθμικό σχεδόν τρόπο, το μπαστούνι στο πλάι και στο σκαλοπάτι και κατεβαίνει.
Κόβω ρυθμό και μένω πίσω της.
Την παρατηρώ.
Όχι, λάθος λέξη.
Την παρακολουθώ.
Πηγαίνει στο μηχάνημα, πάντα αργά και προσεκτικά, "χτυπάει" ψηλαφώντας την κάρτα της, πάντα πίσω της εγώ, πάει προς την αποβάθρα, αντίθετη κατεύθυνση με τη δική μου, ούτε το σκέφτομαι, την ακολουθώ.
Έχω ξεχάσει τον ταρίφα, το χαμένο ραντεβού, το γκόμενο, το Παγκράτι, τα νεύρα, τα πάντα και θέλω ξαφνικα να ακολουθήσω και να παρακολουθήσω αυτή τη γυναίκα.
Μπαίνει στο τραινο, κάποιος τη σπρώχνει, δεν την έχει δει καν, δεν έχει "δει" ότι πρόκειται για μια τυφλή, εκείνη αναζητά με το χέρι τη χειρολαβή, της πουτάνας μέσα στο βαγόνι, κανείς δεν παραχωρεί τη θέση του, κανεις δεν την "βλέπει".
Μαζεύει το μπαστούνι.
Στέκεται σε απόλυτη ακινησία.
Κάθε φορά που ανακοινώνεται η επόμενη στάση το κεφάλι της τινάζεται ελαφρά, σαν να προσπαθει να ακούσει καλύτερα, να βεβαιωθεί ότι άκουσε σωστά, εξρτάται από την ακοή της απόλυτα εκεινη τη στιγμή.
Κατεβαίνει στον Κεραμεικό, σπρώχνεται πάλι με διάφορους που δεν την "βλέπουν", ανοίγει το μπαστούνι και ξεκινά πάλι να το χτυπά αργά και ρυθμικά, αναζητώντας το δρόμο της.
Ο κόσμος την προσπερνά βιαστικά.
Βγήκαμε. Εγώ στο φως, αυτή στο ίδιο σκοτάδι.
Κάθισα στο πεζουλι και έστριψα ένα τσιγάρο, την έβλεπα να απομακρύνεται, "άκουγα" το μπαστούνι, αργά και ρυθμικά να της ψάχνει το δρόμο.
Δεν θα πω πόσο τυχεροί και ευγνώμονες, μπλα μπλα, πρέπει να αισθανόμαστε που ειμαστε αρτιμελεις, είστε πολυ μεγάλα παιδιά όλοι, τα ξέρετε αυτά.
Θα σας πω ακριβώς αυτό που σκέφτηκα.
Πόσο γαμημένα δύσκολο είναι να είσαι διαφορετικός σε έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για τους μη-διαφορετικούς.
Πόσο κοπιαστικό και αφόρητα αγωνιώδες είναι να περιφέρεσαι ως "άδερ" ανάμεσα στους "κανονικούς".
Ότι κι αν είναι αυτό που σε κάνει άδερ.
Πόσο κόσμος του "μέσου όρου" και της ομογενοποίησης είμαστε και πόσο ο μέσος όρος αντιπαθει, αποστρέφεται, περιθωριοποιεί όποιον δεν ανήκει σε αυτόν.
Πόσο χαιρόμαστε μεταξύ μας και ως κοινωνία και αλληλοχειροκροτιόμαστε κάθε φορά που επιτρέπουμε στους "διαφορετικους" μια μικρη ανάσα: Ένα κουδουνάκι στο φανάρι για τους τυφλούς, μια ράμπα για τους ανάπηρους, ένα δικαιωματάκι για τους ομοφυλόφιλους, ένα μικρό βήμα έκφρασης για τους "αιρετικούς"...
Κάπνιζα και παρατηρούσα τους ανθρώπους που περνούσαν και σκεφτόμουν ότι περνούν κατά κανόνα τη ζωή τους προσπαθώντας να προσαρμοστούν σ' αυτό το μέσο όρο, να ομογενοποιηθούν, και κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται το στοιχειώδες.
Ότι αυτό ακριβώς που προσπαθουμε να εξαλειψουμε είναι και το βασικό μεγαλειο του είδους μας:
Η διαφορετικοτητα.
"Σταμάτα να προσπαθείς να μοιάσεις με τους άλλους", ήθελα να τους φωνάξω. "Αποδέξου τη διαφορετικότητά σου. Και τη δικη μου".
Τίποτα δεν είπα εννοείται.
Η μεγαλύτερη αναπηρία, εξάλλου, είναι η κώφωση στην αλήθεια.
Ξανακατέβηκα να πάρω το μετρό για το σπίτι μου.
Χτυπώντας αργά και ρυθμικά το δικό μου μπαστούνι.
* το κείμενο της Μαρίας Δεδούση είναι από την σελίδα της στο Facebook