Αν οι γιορτές είναι η θυσία του πετσοκομμένου 12ου μισθού ή του επιδόματος ανεργίας στον βωμό της οικονομίας της αγοράς, δεν με αφορούν∙ δεν είναι παρά ένα-δυο περίσσια μουντά σύννεφα στον νεφελώδη ουρανό του «πολιτισμένου κόσμου»
Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής (*)
Γράφω με τη συναίσθηση ότι αυτά που γράφω δεν είναι αυτά που θέλω να γράψω, αλλά αυτά που πρέπει να γράψω. Κάποιες φορές που τυχαίνει να γράψω αυτά που θέλω να γράψω και όχι αυτά που πρέπει να γράψω, τα κείμενά μου είναι προσωπικά, σαν αποσπάσματα ημερολογίου, δειλές απόπειρες ενδοσκοπήσεων..
Δειλές, αφού ακόμα και τότε συλλαμβάνω τον εαυτό μου να επιλέγει ανάμεσα σ’ αυτά που θέλω να γράψω, αυτά που πρέπει να γράψω. Αυτά που η δοσμένη δημοσιογραφική μου συνείδηση μου επιτρέπει να φανερώσω στη στήλη μιας εφημερίδας…
Θέλω να γράψω γι’ αυτή την αίσθηση ανακούφισης που με καταλαμβάνει καθώς τελειώνουν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει. Αν γράψω ότι εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα κι από τότε που ήμουνα παιδί, νιώθω να σύρομαι σε βαρετά Χριστούγεννα, σε καταθλιπτικά Πάσχα, σε ανούσιες εθνικές ή εορταστικές επετείους, αν φανερώσω ότι τις περισσότερες φορές όλα αυτά τα ανθρώπινα ευρήματα τα βιώνω υποχρεωτικά, ακόμα και καταναγκαστικά, είναι πιθανό ή και βέβαιο ότι θα προκαλέσω ή θα προσβάλλω όλους αυτούς τους πατριώτες (τους αναγνώστες της στήλης, την… κοινή γνώμη) που περιμένουν πώς και πώς τις γιορτές, τις χαίρονται και τις απολαμβάνουν. Πρέπει;
*******
Πρέπει, ας πούμε, μέρες γιορτινές, να τις χαλάσω γράφοντας ότι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες παγιδευμένοι στη Λιβύη βρίσκονται στο έλεος των αρχών και της πολιτοφυλακής, καθώς και ενόπλων ομάδων και διακινητών που συχνά συνεργάζονται μεταξύ τους για οικονομικό όφελος; Και, είναι σκόπιμο να προσθέσω ότι δεκάδες χιλιάδες εξ’ αυτών κρατούνται για αόριστο χρονικό διάστημα σε υπερπλήρεις χώρους κράτησης όπου υποβάλλονται σε συστηματική κακοποίηση υπό την επίγνωση των κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙ οι οποίες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεν έχουν μόνο πλήρη επίγνωση αυτών των κακοποιήσεων, αλλά η ενεργή υποστήριξη τους προς τις αρχές της Λιβύης για να σταματούν τις βάρκες από το να διασχίζουν τη Μεσόγειο και η κράτηση των ανθρώπων εκεί, τις καθιστά συνεργούς σε αυτά τα εγκλήματα».
Κι ακόμα, είναι άραγε σωστό, αντί για κάλαντα, ευχές κι όλα τα σχετικά, να σας θυμίσω πως στη Νιγηρία, στη Σομαλία, στο Νότιο Σουδάν και στην Υεμένη εξελίσσεται η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Ότι εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται στο κατώφλι του υποσιτισμού, ευάλωτοι σε ασθένειες και επιδημίες, αναγκασμένοι να σκοτώσουν τα ζώα τους για να σιτισθούν και να φάνε τους σπόρους που είχαν φυλάξει προκειμένου να σπείρουν για την επόμενη σοδειά;
*******
Θέλω να γράψω ότι αν τα Χριστούγεννα είναι μια γαλοπούλα και δυό κηροπήγια στο τραπέζι, αν η Πρωτοχρονιά είναι ένα ακόμα παιχνίδι στο δωμάτιο των παιδιών, ένα ρεβεγιόν με τον Μαζωνάκη και την Μποφίλιου, το σβήσιμο των φώτων την ώρα που παρακολουθείς το εορταστικό πρόγραμμα του skai tv, αν οι γιορτές είναι η θυσία του πετσοκομμένου 12ου μισθού ή του επιδόματος ανεργίας στον βωμό της οικονομίας της αγοράς, δεν με αφορούν∙ δεν είναι παρά ένα-δυο περίσσια μουντά σύννεφα στον νεφελώδη ουρανό του «πολιτισμένου κόσμου», δυό – τρία ακόμα νεφελώματα στη σκοτεινή, την εικονική, την πλαστή ευμάρεια των καιρών μας.
Έτσι, σαν κάποιος συγγραφέας που γράφει αυτό που θέλει και όχι σαν αρθρογράφος μιας εφημερίδας που γράφει ό,τι πρέπει, θα ήθελα να γράψω πως «αυτό που επιθυμώ στ’ αλήθεια, στο πιο μύχιο βάθος της ψυχής μου, είναι να φύγουν αυτά τα άτονα μουντά σύννεφα που σαπουνίζουν με στάχτη τον ουρανό. Αυτό που μονάχα θέλω να δω είναι το γαλανό να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους, αλήθεια φωτεινή και βέβαιη, γιατί είναι τίποτα και δεν θέλει τίποτα»**…
Έτσι, γράφοντας με τη συναίσθηση ότι αυτά που γράφω είναι αυτά που θέλω να γράψω και όχι αυτά που πρέπει να γράψω, εύχομαι το 2018 να είναι ο χρόνος που θα διώξουμε αυτά τα θλιβερά μουντά σύννεφα που, εδώ και μια οκταετία, σκοτεινιάζουν τον φωτεινό ουρανό της χώρας μας…
**Φερνάντο Πεσσόα, από το Βιβλίο της Ανησυχίας
* το κείμενο του Νίκου Τσαγκρή είναι από την Αυγή της Κυριακής (30/31-12-2017)
Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής (*)
Γράφω με τη συναίσθηση ότι αυτά που γράφω δεν είναι αυτά που θέλω να γράψω, αλλά αυτά που πρέπει να γράψω. Κάποιες φορές που τυχαίνει να γράψω αυτά που θέλω να γράψω και όχι αυτά που πρέπει να γράψω, τα κείμενά μου είναι προσωπικά, σαν αποσπάσματα ημερολογίου, δειλές απόπειρες ενδοσκοπήσεων..
Δειλές, αφού ακόμα και τότε συλλαμβάνω τον εαυτό μου να επιλέγει ανάμεσα σ’ αυτά που θέλω να γράψω, αυτά που πρέπει να γράψω. Αυτά που η δοσμένη δημοσιογραφική μου συνείδηση μου επιτρέπει να φανερώσω στη στήλη μιας εφημερίδας…
Θέλω να γράψω γι’ αυτή την αίσθηση ανακούφισης που με καταλαμβάνει καθώς τελειώνουν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει. Αν γράψω ότι εδώ και πολλά χρόνια, ακόμα κι από τότε που ήμουνα παιδί, νιώθω να σύρομαι σε βαρετά Χριστούγεννα, σε καταθλιπτικά Πάσχα, σε ανούσιες εθνικές ή εορταστικές επετείους, αν φανερώσω ότι τις περισσότερες φορές όλα αυτά τα ανθρώπινα ευρήματα τα βιώνω υποχρεωτικά, ακόμα και καταναγκαστικά, είναι πιθανό ή και βέβαιο ότι θα προκαλέσω ή θα προσβάλλω όλους αυτούς τους πατριώτες (τους αναγνώστες της στήλης, την… κοινή γνώμη) που περιμένουν πώς και πώς τις γιορτές, τις χαίρονται και τις απολαμβάνουν. Πρέπει;
*******
Πρέπει, ας πούμε, μέρες γιορτινές, να τις χαλάσω γράφοντας ότι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες παγιδευμένοι στη Λιβύη βρίσκονται στο έλεος των αρχών και της πολιτοφυλακής, καθώς και ενόπλων ομάδων και διακινητών που συχνά συνεργάζονται μεταξύ τους για οικονομικό όφελος; Και, είναι σκόπιμο να προσθέσω ότι δεκάδες χιλιάδες εξ’ αυτών κρατούνται για αόριστο χρονικό διάστημα σε υπερπλήρεις χώρους κράτησης όπου υποβάλλονται σε συστηματική κακοποίηση υπό την επίγνωση των κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙ οι οποίες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεν έχουν μόνο πλήρη επίγνωση αυτών των κακοποιήσεων, αλλά η ενεργή υποστήριξη τους προς τις αρχές της Λιβύης για να σταματούν τις βάρκες από το να διασχίζουν τη Μεσόγειο και η κράτηση των ανθρώπων εκεί, τις καθιστά συνεργούς σε αυτά τα εγκλήματα».
Κι ακόμα, είναι άραγε σωστό, αντί για κάλαντα, ευχές κι όλα τα σχετικά, να σας θυμίσω πως στη Νιγηρία, στη Σομαλία, στο Νότιο Σουδάν και στην Υεμένη εξελίσσεται η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Ότι εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται στο κατώφλι του υποσιτισμού, ευάλωτοι σε ασθένειες και επιδημίες, αναγκασμένοι να σκοτώσουν τα ζώα τους για να σιτισθούν και να φάνε τους σπόρους που είχαν φυλάξει προκειμένου να σπείρουν για την επόμενη σοδειά;
*******
Θέλω να γράψω ότι αν τα Χριστούγεννα είναι μια γαλοπούλα και δυό κηροπήγια στο τραπέζι, αν η Πρωτοχρονιά είναι ένα ακόμα παιχνίδι στο δωμάτιο των παιδιών, ένα ρεβεγιόν με τον Μαζωνάκη και την Μποφίλιου, το σβήσιμο των φώτων την ώρα που παρακολουθείς το εορταστικό πρόγραμμα του skai tv, αν οι γιορτές είναι η θυσία του πετσοκομμένου 12ου μισθού ή του επιδόματος ανεργίας στον βωμό της οικονομίας της αγοράς, δεν με αφορούν∙ δεν είναι παρά ένα-δυο περίσσια μουντά σύννεφα στον νεφελώδη ουρανό του «πολιτισμένου κόσμου», δυό – τρία ακόμα νεφελώματα στη σκοτεινή, την εικονική, την πλαστή ευμάρεια των καιρών μας.
Έτσι, σαν κάποιος συγγραφέας που γράφει αυτό που θέλει και όχι σαν αρθρογράφος μιας εφημερίδας που γράφει ό,τι πρέπει, θα ήθελα να γράψω πως «αυτό που επιθυμώ στ’ αλήθεια, στο πιο μύχιο βάθος της ψυχής μου, είναι να φύγουν αυτά τα άτονα μουντά σύννεφα που σαπουνίζουν με στάχτη τον ουρανό. Αυτό που μονάχα θέλω να δω είναι το γαλανό να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους, αλήθεια φωτεινή και βέβαιη, γιατί είναι τίποτα και δεν θέλει τίποτα»**…
Έτσι, γράφοντας με τη συναίσθηση ότι αυτά που γράφω είναι αυτά που θέλω να γράψω και όχι αυτά που πρέπει να γράψω, εύχομαι το 2018 να είναι ο χρόνος που θα διώξουμε αυτά τα θλιβερά μουντά σύννεφα που, εδώ και μια οκταετία, σκοτεινιάζουν τον φωτεινό ουρανό της χώρας μας…
**Φερνάντο Πεσσόα, από το Βιβλίο της Ανησυχίας
* το κείμενο του Νίκου Τσαγκρή είναι από την Αυγή της Κυριακής (30/31-12-2017)