του Νίκου Τσαγκρή*
Από τότε τα Χριστούγεννα δεν ξαναήρθαν. Δεν θυμάται πόσα χρόνια πέρασαν. Στην αρχή τα περίμενε. Σχεδόν αρρώσταινε όταν πέρναγαν δίπλα του, τα έβλεπε, μα δεν μπορούσε να τα αγγίξει. Αργότερα, με το χρόνο, τα Χριστούγεννα απέφευγαν να τον επισκεφθούν, γιατί τον έβλεπαν αδιάφορο και ξεχασμένο. Ύστερα τα ξέχασε αυτός. Κάθε χρονιά, σαν έφταναν γιορτές, έπαιρνε στα παιδιά τα δώρα μηχανικά, από συνήθεια. Έπλενε το γυαλιστερό αυτοκίνητο, φόρτωνε την οικογένεια και χανόταν...
*******
Μια δυο φορές βαθιά στη μνήμη του, μέσα από την πάχνη της λήθης, πρόβαλαν ντροπαλά κάποιες εικόνες των τελευταίων Χριστουγέννων: το μικρό τύμπανο με το τενεκεδένιο πλαϊνό..
περίβλημα χρωματιστό, κόκκινα, μπλε και κίτρινα τριγωνάκια, το ένα μέσα στ' άλλο. Τα δύο ξυλάκια που χτυπούσαν τα παιδιά τα αδέξια μαρς. Ήταν το πιο πολύτιμο δώρο της μαμάς. Ακόμα οι φρέσκοι κουραμπιέδες και το «μελαχρίνάκι», το πιο πλούσιο φτωχό γλυκό, με ζάχαρη άχνη από πάνω. Και τα παιχνίδια στην αυλή, οι παιδικές φωνούλες μέσα από τις κατάλευκες νιφάδες του χιονιού…
*******
Και φέτος, ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση εκτός από ένα χαμόγελο γυναίκας – δύο φρέσκα χείλια σ' ένα ροζ χαμόγελο – έφεραν πίσω τα Χριστούγεννα. Αυτός ξανάγινε παιδί, πέταξε τα αντρικά παιχνίδια, πολιτική, καριέρα και αυτοκίνητα και μπήκε στην κουζίνα μυρίζοντας με ευγνωμοσύνη το άρωμα απ' τα μελομακάρονα. Ύστερα άνοιξε τα κουτιά με τα πολύχρωμα λαμπιόνια κι έπιασε να στολίζει όμορφα το δένδρο. Στο τέλος έγραψε με παιδικά κραγιόνια στο θολωμένο από τη θαλπωρή τζάμι «Καλά Χριστούγεννα». Και το εννοούσε...
*Από τη συλλογή χρονογραφημάτων του Νίκου Τσαγκρή "Εγώ, Εμείς, Αυτοί είμαστε" Εκδόσεις Καστανιώτης
Από τότε τα Χριστούγεννα δεν ξαναήρθαν. Δεν θυμάται πόσα χρόνια πέρασαν. Στην αρχή τα περίμενε. Σχεδόν αρρώσταινε όταν πέρναγαν δίπλα του, τα έβλεπε, μα δεν μπορούσε να τα αγγίξει. Αργότερα, με το χρόνο, τα Χριστούγεννα απέφευγαν να τον επισκεφθούν, γιατί τον έβλεπαν αδιάφορο και ξεχασμένο. Ύστερα τα ξέχασε αυτός. Κάθε χρονιά, σαν έφταναν γιορτές, έπαιρνε στα παιδιά τα δώρα μηχανικά, από συνήθεια. Έπλενε το γυαλιστερό αυτοκίνητο, φόρτωνε την οικογένεια και χανόταν...
*******
Μια δυο φορές βαθιά στη μνήμη του, μέσα από την πάχνη της λήθης, πρόβαλαν ντροπαλά κάποιες εικόνες των τελευταίων Χριστουγέννων: το μικρό τύμπανο με το τενεκεδένιο πλαϊνό..
περίβλημα χρωματιστό, κόκκινα, μπλε και κίτρινα τριγωνάκια, το ένα μέσα στ' άλλο. Τα δύο ξυλάκια που χτυπούσαν τα παιδιά τα αδέξια μαρς. Ήταν το πιο πολύτιμο δώρο της μαμάς. Ακόμα οι φρέσκοι κουραμπιέδες και το «μελαχρίνάκι», το πιο πλούσιο φτωχό γλυκό, με ζάχαρη άχνη από πάνω. Και τα παιχνίδια στην αυλή, οι παιδικές φωνούλες μέσα από τις κατάλευκες νιφάδες του χιονιού…
*******
Και φέτος, ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση εκτός από ένα χαμόγελο γυναίκας – δύο φρέσκα χείλια σ' ένα ροζ χαμόγελο – έφεραν πίσω τα Χριστούγεννα. Αυτός ξανάγινε παιδί, πέταξε τα αντρικά παιχνίδια, πολιτική, καριέρα και αυτοκίνητα και μπήκε στην κουζίνα μυρίζοντας με ευγνωμοσύνη το άρωμα απ' τα μελομακάρονα. Ύστερα άνοιξε τα κουτιά με τα πολύχρωμα λαμπιόνια κι έπιασε να στολίζει όμορφα το δένδρο. Στο τέλος έγραψε με παιδικά κραγιόνια στο θολωμένο από τη θαλπωρή τζάμι «Καλά Χριστούγεννα». Και το εννοούσε...
*Από τη συλλογή χρονογραφημάτων του Νίκου Τσαγκρή "Εγώ, Εμείς, Αυτοί είμαστε" Εκδόσεις Καστανιώτης