Στο δέντρο μου φάτνη δεν θα βρεις – δεν είμαι και τόσο σίγουρη για τη γέννηση του θεανθρώπου – ούτε στολίδια βίντατζ, που κάποτε τα κρέμασα αγκαλιά με τον παππού μου. Για χρόνια δεν στόλιζα καν δέντρο, όχι γιατί το σνόμπαρα – απλά μου ήταν αδιάφορο.
Αργότερα απέκτησα ένα μπονσάι έλατο, κληρονομιά από την αγαπημένη μου Βασίλω, το Μπιλάκι μου, ίσως την καλύτερη γιαγιά όλου του κόσμου. Εκτοτε το στολίζω ανελλιπώς με κατακόκκινες μπάλες, χιονάνθρωπους και κορδέλες, μα πάντα δεσπόζει μια μαύρη κουκλίτσα μες τη μέση, που φροντίζω να τη «χιονίζω» για να ξεχωρίζει. Ραμόνα τη λένε, φοράει μαύρη μάσκα και κρατάει όπλο. Όχι πως το χρειάζεται, μιας και για τους Ζαπατίστας,.. «όπλο τους είναι οι λέξεις κι οι ελπίδες». Γεννήθηκε στην αγκαλιά των Μάγια, εκεί στη Λακαντόνα, τη ζούγκλα που μέσα της φωλιάζουν τα χωριά των εξεγερμένων ιθαγενών. Εξεγερμένων για το αυτονόητο: να τους επιστραφεί η γη από τους τσιφλικάδες που τους την άρπαξαν από την εποχή του Κολόμβου. Κομπανιέρα του σουμπκομαντάντε Μάρκος, δεν άργησε να γίνει ηγετική μορφή μα λύγισε στην αρρώστια κι έφυγε νωρίς από τον αγώνα, για να μείνει αιώνιο σύμβολο των αδικημένων του πλανήτη αλλά και των γυναικών που, αιώνια κι αυτές, πολεμούν για ισότητα και αξιοπρέπεια. Ε, αυτό το σύμβολο στολίζει κάθε χρόνο το δέντρο μου και μπορεί να μοιάζει παράταιρο, μα η Ραμόνα είναι η δικιά μου «αγία», μιας και ορίζει το όνειρο. Και τα Χριστούγεννα, πιστεύεις-δεν-πιστεύεις, τι άλλο είναι, αν όχι όνειρα κι ελπίδες;
Διονυσία Κωστή
(από κείμενα στο carnetdevoyage υπό τον τίτλο Tα μακρινά ταξίδια της μέρας μέσα στη Χριστουγεννιάτικη Νύχτα)
Αργότερα απέκτησα ένα μπονσάι έλατο, κληρονομιά από την αγαπημένη μου Βασίλω, το Μπιλάκι μου, ίσως την καλύτερη γιαγιά όλου του κόσμου. Εκτοτε το στολίζω ανελλιπώς με κατακόκκινες μπάλες, χιονάνθρωπους και κορδέλες, μα πάντα δεσπόζει μια μαύρη κουκλίτσα μες τη μέση, που φροντίζω να τη «χιονίζω» για να ξεχωρίζει. Ραμόνα τη λένε, φοράει μαύρη μάσκα και κρατάει όπλο. Όχι πως το χρειάζεται, μιας και για τους Ζαπατίστας,.. «όπλο τους είναι οι λέξεις κι οι ελπίδες». Γεννήθηκε στην αγκαλιά των Μάγια, εκεί στη Λακαντόνα, τη ζούγκλα που μέσα της φωλιάζουν τα χωριά των εξεγερμένων ιθαγενών. Εξεγερμένων για το αυτονόητο: να τους επιστραφεί η γη από τους τσιφλικάδες που τους την άρπαξαν από την εποχή του Κολόμβου. Κομπανιέρα του σουμπκομαντάντε Μάρκος, δεν άργησε να γίνει ηγετική μορφή μα λύγισε στην αρρώστια κι έφυγε νωρίς από τον αγώνα, για να μείνει αιώνιο σύμβολο των αδικημένων του πλανήτη αλλά και των γυναικών που, αιώνια κι αυτές, πολεμούν για ισότητα και αξιοπρέπεια. Ε, αυτό το σύμβολο στολίζει κάθε χρόνο το δέντρο μου και μπορεί να μοιάζει παράταιρο, μα η Ραμόνα είναι η δικιά μου «αγία», μιας και ορίζει το όνειρο. Και τα Χριστούγεννα, πιστεύεις-δεν-πιστεύεις, τι άλλο είναι, αν όχι όνειρα κι ελπίδες;
Διονυσία Κωστή
(από κείμενα στο carnetdevoyage υπό τον τίτλο Tα μακρινά ταξίδια της μέρας μέσα στη Χριστουγεννιάτικη Νύχτα)