Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε...

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής*

Περπατώ στην οδό Ερμού. Ένα κουαρτέτο (βιολί, βιολοντσέλο, όμποε, κλαρινέτο) γεμίζει τον πεζόδρομο με κομψές μελωδικές πιρουέτες. Οι περαστικοί έχουν σχηματίσει κυκλικό ακροατήριο. Ένας μπόμπιρας, τεσσάρων - πέντε ετών, ξεφεύγει απ' το χέρι του μπαμπά και πλησιάζει σοβαρός προς τα μπαγκάζια της ορχήστρας. Σκύβει, σηκώνει μια μικρή φλογέρα κι αρχίζει να φυσά, φτιάχνοντας με τα παιδικά του δάχτυλα μικρές αδέσποτες φευγάτες νότες... Έτσι ακριβώς αρχίζει η μουσική να βγαίνει στον αέρα. Με σκόρπιους ήχους, που αν τους βάλεις στη σειρά, αποτελούν μια φράση μουσική, μια μελωδία.. Και αν συνεχίσεις, να ταιριάζεις νότες - λέξεις, φράσεις - μελωδίες, τότε μπορείς να φτιάξεις μόνος σου μια μουσική, μια λογοτεχνική αρμονία, ένα «έργο»: ένα χρονογράφημα, ας πούμε, για τους αναγνώστες της “Αυγής” των Χριστουγέννων...
*******
Περπατώ στην εορταστική οδό Ερμού, ανάμεσα σε όλο εκείνο το πλήθος των ανθρώπων που περπατούν στην εορταστική οδό Ερμού. Ο ώμος της βιαστικής κυρίας με τη γούνα που με σπρώχνει για να περάσει, η πλάτη του νεαρού με το δερμάτινο μπουφάν και το ξυρισμένο κεφάλι που βαδίζει μπροστά μου, το γελαστό καστανόξανθο κοριτσίστικο κεφαλάκι, δίπλα μου, που αρκεί να απλώσω το χέρι για να το χαϊδέψω, το κουρασμένο πρόσωπο πίσω απ' τη μάσκα του Αϊ Bασίλη με το χάρτινο έλκηθρο, τα υγρά μάτια των παιδιών μιας ορχήστρας του δρόμου, όλο αυτό το πλήθος, που συνιστά ένα ρευστό ανθρώπινο σύνολο στριμωγμένο στον μακρύ πεζόδρομο, ανάμεσα στις λουσάτες χριστουγεννιάτικες βιτρίνες των καταστημάτων, δεξιά κι αριστερά, μου προκαλεί μια σπάνια τρυφερότητα.
Είναι μια τρυφερότητα που, υποθέτω, γεννιέται από εκείνο το καστανόξανθο κοριτσίστικο κεφαλάκι δίπλα μου, εκείνο το παιδικό χεράκι που κρατώ μέσα στο χέρι μου και με τραβολογά ιδρωμένο, από εδώ και από εκεί. Και τοποθετώ, τους πάντες (και τα πάντα!) γύρω μου, μέσα σ' αυτήν την τρυφερότητα.
*******
Μα αν είναι έτσι, πώς χώρεσε μέσα σε μια μοναχική, μελοδραματική και αστεία, ίσως, τρυφερότητα, αυτός ο συρφετός προσώπων και πραγμάτων: οι δεσποινίδες που ξεσπούν σε γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά καθώς ο Τσάρλι Τσάπλιν της Ερμού τους κλείνει πονηρά το μάτι, οι χοντρές κυρίες που ασθμαίνουν φορτωμένες με τα ψώνια, τα αγόρια με τα αθλητικά παπούτσια και τα άνορακ που περιφέρονται άσκοπα επιδεικνύοντας τον έφηβο ναρκισσισμό τους. Και ο ξεχασμένος κόσμος πίσω τους, πίσω απ’ τις λαμπρές βιτρίνες της Ερμού, κόσμος μυρίων αισθηματικών, αισθητικών και υλικών, βεβαίως, ελλειμμάτων˙ o κόσμος της ανέχειας, της διαφθοράς, της βίας και των βιασμών.
Πώς χώρεσε, λοιπόν, αυτός ο κόσμος σε μια μικρούλα τρυφερότητα που την προκάλεσε το καστανόξανθο χαμόγελο ενός παιδιού, που πιάνεται απ’ το χέρι μου και περπατά μαζί μου στον κατάμεστο χριστουγεννιάτικο πεζόδρομο...
*******
«Είναι απλώς κάποιοι άνθρωποι», θα σχολίαζε με συγκατάβαση, αν μας έβλεπε, ο Φερνάντο Πεσσόα: «Περπατούν στον δρόμο με τη συμπεριφορά εκείνη που χαρακτηρίζει την ενσυνείδητη κατάσταση, κι όμως δεν έχουν συνείδηση κανενός πράγματος, γιατί δεν έχουν συνείδηση ότι έχουν συνείδηση».
Ωστόσο, έχω τη συνείδηση ότι αυτή η τρυφερότητα που με κατακλύζει καθώς περπατώ στον εορταστικό πεζόδρομο είναι μεν ασυνείδητη, αλλά αποτελεί προϊόν μιας ενσυνείδητης κατάστασης που, στιγμιαία, βιώνω: ναι, είναι η τρυφερότητα που μου προκάλεσε το αγαπημένο κοριτσάκι δίπλα μου, το παιδικό χεράκι που κρατώ στο χέρι μου και με τραβολογά, ιδρωμένο, από εδώ κι από εκεί. Μια επαφή που, αναπόφευκτα, με ενώνει συναισθηματικά με όλους τους ανθρώπους, τα πράγματα, τον κόσμο γύρω μου: όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε!..

* το κείμενο του Νίκου Τσαγκρή είναι από την Αυγή της Κυριακής