Γράφει ο Τάσος Τσακίρογλου*
Τι μπορεί να σημαίνει «δημοσιογραφία» σε μια εποχή καθολικής σύγχυσης, «μετα-αλήθειας», «εναλλακτικών γεγονότων», απόλυτου υποκειμενισμού και χαοτικών εξελίξεων σε τεχνολογικό, κοινωνικό, οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο;
Πώς μπορεί η δημοσιογραφία και οι λειτουργοί της να γεφυρώσουν το χάσμα με τους πολίτες, το οποίο άνοιξαν δεκαετίες ψευδών, παραποίησης της αλήθειας, συστηματικής παραπληροφόρησης και υπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων κάθε είδους;
Πώς μπορεί να υπάρξει μια ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην υπηρεσία εκείνων που δεν.. έχουν φωνή και εκπροσώπηση; Πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτή σαν αντίβαρο σ’ ένα επιχειρηματικό μοντέλο επικοινωνίας που επιβάλλουν τα social media και το οποίο στηρίζεται στην παρακολούθηση, στον χαφιεδισμό και στην εμπορευματοποίηση; Πώς μπορούν οι δημοσιογράφοι να ανταγωνιστούν και, πολύ περισσότερο, να παρακάμψουν τις μηχανές και τους αλγόριθμους της Google και του facebook;
Σήμερα η δημοσιογραφία πρέπει να αποκτήσει νέες ορίζουσες, χωρίς να ξεχνά ότι βάση της ύπαρξής της εξακολουθεί να είναι η αποκάλυψη. Πρέπει να προσανατολιστεί στην επεξεργασία νέων ιδεών και προτάσεων για μια κοινωνική κατάσταση που αλλάζει με καταιγιστικούς ρυθμούς για να παραμείνει απολύτως ίδια ως προς την εκμεταλλευτική της φύση.
Νέα μέσα αλλοτρίωσης, νέοι τρόποι απομύζησης, νέες μέθοδοι αποπλάνησης της συνείδησης, επαναμάγευση του κόσμου με τους όρους του αρπακτικού καπιταλισμού. Χίμαιρες, οπτασίες, ολογράμματα εαυτού, εικονικές μάχες με ανύπαρκτους εχθρούς σε έναν δονκιχοτισμό από την ανάποδη: χωρίς ευγένεια, έμπνευση και ρομαντισμό, μόνο με κυνισμό, ιδιοτέλεια και ανταγωνισμό.
Η δημοσιογραφία, πέρα από την καταγγελία, την αποκάλυψη και τη συσχέτιση αιτίου - αποτελέσματος, οφείλει σήμερα να διερευνά και να ιχνηλατεί τις θετικές προοπτικές, να παρουσιάζει εναλλακτικές και να συντηρεί μια ρεαλιστική ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Διαφορετικά, η κοπριά του κοινωνικού συντηρητισμού, του ρατσισμού και του φασισμού λιπαίνει το έδαφος για έναν υποδόριο ολοκληρωτισμό όχι της ωμής βίας και της καταστολής –πλην των περιστάσεων που αυτό κρίνεται «αναγκαίο»– αλλά της σιωπηρής συναίνεσης, της απάθειας, της αδράνειας και του αναχωρητισμού.
Η αντίσταση σ’ αυτόν τον soft ολοκληρωτισμό χρειάζεται στέρεα γεγονότα στα οποία να μπορεί να στηριχτεί. Γεγονότα που να περιγράφονται με ακρίβεια, φροντίδα και πιστότητα. Και κυρίως να προσεγγίζονται με εντιμότητα.
Η εποχή απαιτεί τον μέγιστο σεβασμό στα γεγονότα και στην ακολουθία τους, αλλά και στην προβολή τους στο μέλλον, ώστε να βλέπουμε τις τάσεις της εξέλιξης: η τεχνολογία, η κατανάλωση, ο ελεύθερος χρόνος, η εργασία και κάθε τι που αγγίζει εκατομμύρια ανθρώπους.
Η δημοσιογραφία που εγκαταλείπει τη θέση της στην αντιπολίτευση (σε κάθε εξουσία) υπονομεύει, ψαλιδίζει και τελικά ακυρώνει την ίδια της την ύπαρξη.
Για να υπάρχει όμως μια τέτοια δημοσιογραφία πρέπει να τη διεκδικούν, να την απαιτούν και να τη στηρίζουν οι ίδιοι οι πολίτες. Η ψευδαίσθηση ότι πρέπει να πληρώνουμε για όλα τα αγαθά στην κοινωνία πλην του ζωτικότερου όλων, της ενημέρωσης, την οποία, υποτίθεται, μπορούμε να έχουμε δωρεάν, είναι καταστροφική.
Η δημοκρατία, ο πλουραλισμός και η πρόσβαση στην πληροφορία και στη γνώση είναι κοινωνικά αγαθά που πρέπει να προστατευτούν πάση θυσία και με κάθε κόστος.
Τι μπορεί να σημαίνει «δημοσιογραφία» σε μια εποχή καθολικής σύγχυσης, «μετα-αλήθειας», «εναλλακτικών γεγονότων», απόλυτου υποκειμενισμού και χαοτικών εξελίξεων σε τεχνολογικό, κοινωνικό, οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο;
Πώς μπορεί η δημοσιογραφία και οι λειτουργοί της να γεφυρώσουν το χάσμα με τους πολίτες, το οποίο άνοιξαν δεκαετίες ψευδών, παραποίησης της αλήθειας, συστηματικής παραπληροφόρησης και υπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων κάθε είδους;
Πώς μπορεί να υπάρξει μια ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην υπηρεσία εκείνων που δεν.. έχουν φωνή και εκπροσώπηση; Πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτή σαν αντίβαρο σ’ ένα επιχειρηματικό μοντέλο επικοινωνίας που επιβάλλουν τα social media και το οποίο στηρίζεται στην παρακολούθηση, στον χαφιεδισμό και στην εμπορευματοποίηση; Πώς μπορούν οι δημοσιογράφοι να ανταγωνιστούν και, πολύ περισσότερο, να παρακάμψουν τις μηχανές και τους αλγόριθμους της Google και του facebook;
Σήμερα η δημοσιογραφία πρέπει να αποκτήσει νέες ορίζουσες, χωρίς να ξεχνά ότι βάση της ύπαρξής της εξακολουθεί να είναι η αποκάλυψη. Πρέπει να προσανατολιστεί στην επεξεργασία νέων ιδεών και προτάσεων για μια κοινωνική κατάσταση που αλλάζει με καταιγιστικούς ρυθμούς για να παραμείνει απολύτως ίδια ως προς την εκμεταλλευτική της φύση.
Νέα μέσα αλλοτρίωσης, νέοι τρόποι απομύζησης, νέες μέθοδοι αποπλάνησης της συνείδησης, επαναμάγευση του κόσμου με τους όρους του αρπακτικού καπιταλισμού. Χίμαιρες, οπτασίες, ολογράμματα εαυτού, εικονικές μάχες με ανύπαρκτους εχθρούς σε έναν δονκιχοτισμό από την ανάποδη: χωρίς ευγένεια, έμπνευση και ρομαντισμό, μόνο με κυνισμό, ιδιοτέλεια και ανταγωνισμό.
Η δημοσιογραφία, πέρα από την καταγγελία, την αποκάλυψη και τη συσχέτιση αιτίου - αποτελέσματος, οφείλει σήμερα να διερευνά και να ιχνηλατεί τις θετικές προοπτικές, να παρουσιάζει εναλλακτικές και να συντηρεί μια ρεαλιστική ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Διαφορετικά, η κοπριά του κοινωνικού συντηρητισμού, του ρατσισμού και του φασισμού λιπαίνει το έδαφος για έναν υποδόριο ολοκληρωτισμό όχι της ωμής βίας και της καταστολής –πλην των περιστάσεων που αυτό κρίνεται «αναγκαίο»– αλλά της σιωπηρής συναίνεσης, της απάθειας, της αδράνειας και του αναχωρητισμού.
Η αντίσταση σ’ αυτόν τον soft ολοκληρωτισμό χρειάζεται στέρεα γεγονότα στα οποία να μπορεί να στηριχτεί. Γεγονότα που να περιγράφονται με ακρίβεια, φροντίδα και πιστότητα. Και κυρίως να προσεγγίζονται με εντιμότητα.
Η εποχή απαιτεί τον μέγιστο σεβασμό στα γεγονότα και στην ακολουθία τους, αλλά και στην προβολή τους στο μέλλον, ώστε να βλέπουμε τις τάσεις της εξέλιξης: η τεχνολογία, η κατανάλωση, ο ελεύθερος χρόνος, η εργασία και κάθε τι που αγγίζει εκατομμύρια ανθρώπους.
Η δημοσιογραφία που εγκαταλείπει τη θέση της στην αντιπολίτευση (σε κάθε εξουσία) υπονομεύει, ψαλιδίζει και τελικά ακυρώνει την ίδια της την ύπαρξη.
Για να υπάρχει όμως μια τέτοια δημοσιογραφία πρέπει να τη διεκδικούν, να την απαιτούν και να τη στηρίζουν οι ίδιοι οι πολίτες. Η ψευδαίσθηση ότι πρέπει να πληρώνουμε για όλα τα αγαθά στην κοινωνία πλην του ζωτικότερου όλων, της ενημέρωσης, την οποία, υποτίθεται, μπορούμε να έχουμε δωρεάν, είναι καταστροφική.
Η δημοκρατία, ο πλουραλισμός και η πρόσβαση στην πληροφορία και στη γνώση είναι κοινωνικά αγαθά που πρέπει να προστατευτούν πάση θυσία και με κάθε κόστος.
- το κείμενο του Τάσου τσακίρογλου είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών