Όταν μια υπόθεση αργεί δεκαοκτώ χρόνια να βρει τη δικαίωσή της
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Καθόμουνα χτες Κυριακή και διάβαζα τις εφημερίδες. Και ξεκοκάλιζα τις εφημερίδες κατά την παλιά μου συνήθεια από τότε που ο κυριακάτικος Τύπος βασίλευε στα media όλης της χώρας. Πέρασαν, βεβαίως, από τότε χρόνια και ζαμάνια και πέρασαν επίσης άνθρωποι και ανθρωπάκια από τις σελίδες των πάλαι ποτέ παχουλών φύλλων. Ανθρωπάκια σαν αυτά που βρήκαν το σθένος να γράψουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες λέξεις για τη Σαουδική Αραβία και τα βλήματα αλλά τους διέφυγε εντελώς το άλλο.. το στόρι με τους 36 κατηγορούμενους και το Χρηματιστήριο. Υπηρετικό προσωπικό του άλλοτε κραταιού Σημιτιστάν, με ρίζες βεβαίως στην ανανεωτική αριστερά και στις παραφυάδες της. Για το ξεκάρφωμα…
Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη στο στόρι με τη Σαουδική Αραβία και αμφιβάλλω κι αν το γνωρίζει κανείς εξ ολοκλήρου. Έχω δε την εντύπωση ότι τη απουσία Μανούσων και Πάμπερς που πιτσικάρουνε, δεν θα βγει εύκολα λαγός από αυτή την περίπτωση. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα φανεί στην πορεία, γι’ αυτό είμαστε όλοι επιφυλακτικοί και όλες επιφυλακτικές. Κάτσε και θα δούμε. Ενώ με την άλλη υπόθεση, την υπόθεση του Χρηματιστηρίου και της μάνας του Χοσέ που δεν έχασε ποτέ, τα κουκιά είναι μετρημένα. Περί κλοπής επρόκειτο και μάλιστα της κλοπής του αιώνος. Όπου μερικές χιλιάδες άνθρωποι μαδήσανε την Ελλάδα ολόκληρη!
Και δεν θα βρισκόταν ούτε ένας ένοχος, αν δεν είχε κινηθεί ο Άρειος Πάγος για τους 36 κατηγορούμενους. Που είχαν απαλλαγεί το 2013 αλλά θεωρήθηκε ότι «η απαλλακτική απόφαση στερούνταν ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας». Κι έτσι ξαναβρέθηκαν στο σκαμνί, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, όπου στα μέσα της περασμένης εβδομάδας ο Εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθούν όλοι ένοχοι για την «δημιουργία επίπλαστης αγοράς» και εν συνεχεία «την καταπόντισή της». Και την καταλήστευση θα πρόσθετα εγώ εκατοντάδων ελληνικών οικογενειών που το πίστεψαν το πάρτι, που την πίστεψαν τη φούσκα και φόρτωσαν τις οικονομίες τους και τις περιουσίες τους σε μια χίμαιρα…
Εκεί φύγανε δισεκατομμύρια ένα σωρό. Εκεί αλλάξανε χέρια. Δισεκατομμύρια σε ευρώπουλα, αν και η γιορτή της ματαιοδοξίας είχε τότε ως κινητήρια δύναμη τις δραχμούλες. Πιο εύκολα, πιο γρήγορα, πιο δραματικά δεν είχαν ξαναλλάξει χέρια τόσα λεφτά. Και μάλιστα αβασάνιστα, δίχως διαρρηκτικά εργαλεία και βαρύ οπλισμό. Μέσω των χιλιάδων ΕΛΔΕ που είχαν φυτρώσει σαν τα μανιτάρια ανά την ελληνική επικράτεια. Για να εξυπηρετούν την μετακίνηση του πλούτου από τους πολλούς στους λίγους. Ρομπέν των Δασών, αλλά αντιστρόφως, με τις ευλογίες του Κώστα Σημίτη.
Και φτάνουμε δεκαοκτώ χρόνια αργότερα από το 1999 να κρίνεται αυτή η υπόθεση. Μετρείστε το παρακαλώ: δεκαοκτώ χρόνια αργότερα! Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε δέκα. Με τις ελληνικές οικογένειες ακόμη να κλαίνε καταθέσεις, σπίτια, ακόμη και ανθρώπινες ζωές. «Έλα μωρέ ποιος τα θυμάται όλα αυτά;», θα ρωτήσουν οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι που είχαν ως μοναδική αποστολή να σκουπίζουν τα ψίχουλα από το μεγάλο φαγοπότι. Ευτυχώς που τα θυμάται έστω και ένας εισαγγελέας, ευτυχώς που τα θυμούνται κάποιοι δικαστές του Αρείου Πάγου, ευτυχώς που δεν είμαστε όλοι γουρουνόφατσες και ξεφτίλες. Για πόσο ακόμη, δεν ξέρω. Αλλά για την ώρα, υπάρχει ακόμη ελπίδα…
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Καθόμουνα χτες Κυριακή και διάβαζα τις εφημερίδες. Και ξεκοκάλιζα τις εφημερίδες κατά την παλιά μου συνήθεια από τότε που ο κυριακάτικος Τύπος βασίλευε στα media όλης της χώρας. Πέρασαν, βεβαίως, από τότε χρόνια και ζαμάνια και πέρασαν επίσης άνθρωποι και ανθρωπάκια από τις σελίδες των πάλαι ποτέ παχουλών φύλλων. Ανθρωπάκια σαν αυτά που βρήκαν το σθένος να γράψουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες λέξεις για τη Σαουδική Αραβία και τα βλήματα αλλά τους διέφυγε εντελώς το άλλο.. το στόρι με τους 36 κατηγορούμενους και το Χρηματιστήριο. Υπηρετικό προσωπικό του άλλοτε κραταιού Σημιτιστάν, με ρίζες βεβαίως στην ανανεωτική αριστερά και στις παραφυάδες της. Για το ξεκάρφωμα…
Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη στο στόρι με τη Σαουδική Αραβία και αμφιβάλλω κι αν το γνωρίζει κανείς εξ ολοκλήρου. Έχω δε την εντύπωση ότι τη απουσία Μανούσων και Πάμπερς που πιτσικάρουνε, δεν θα βγει εύκολα λαγός από αυτή την περίπτωση. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα φανεί στην πορεία, γι’ αυτό είμαστε όλοι επιφυλακτικοί και όλες επιφυλακτικές. Κάτσε και θα δούμε. Ενώ με την άλλη υπόθεση, την υπόθεση του Χρηματιστηρίου και της μάνας του Χοσέ που δεν έχασε ποτέ, τα κουκιά είναι μετρημένα. Περί κλοπής επρόκειτο και μάλιστα της κλοπής του αιώνος. Όπου μερικές χιλιάδες άνθρωποι μαδήσανε την Ελλάδα ολόκληρη!
Και δεν θα βρισκόταν ούτε ένας ένοχος, αν δεν είχε κινηθεί ο Άρειος Πάγος για τους 36 κατηγορούμενους. Που είχαν απαλλαγεί το 2013 αλλά θεωρήθηκε ότι «η απαλλακτική απόφαση στερούνταν ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας». Κι έτσι ξαναβρέθηκαν στο σκαμνί, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, όπου στα μέσα της περασμένης εβδομάδας ο Εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθούν όλοι ένοχοι για την «δημιουργία επίπλαστης αγοράς» και εν συνεχεία «την καταπόντισή της». Και την καταλήστευση θα πρόσθετα εγώ εκατοντάδων ελληνικών οικογενειών που το πίστεψαν το πάρτι, που την πίστεψαν τη φούσκα και φόρτωσαν τις οικονομίες τους και τις περιουσίες τους σε μια χίμαιρα…
Εκεί φύγανε δισεκατομμύρια ένα σωρό. Εκεί αλλάξανε χέρια. Δισεκατομμύρια σε ευρώπουλα, αν και η γιορτή της ματαιοδοξίας είχε τότε ως κινητήρια δύναμη τις δραχμούλες. Πιο εύκολα, πιο γρήγορα, πιο δραματικά δεν είχαν ξαναλλάξει χέρια τόσα λεφτά. Και μάλιστα αβασάνιστα, δίχως διαρρηκτικά εργαλεία και βαρύ οπλισμό. Μέσω των χιλιάδων ΕΛΔΕ που είχαν φυτρώσει σαν τα μανιτάρια ανά την ελληνική επικράτεια. Για να εξυπηρετούν την μετακίνηση του πλούτου από τους πολλούς στους λίγους. Ρομπέν των Δασών, αλλά αντιστρόφως, με τις ευλογίες του Κώστα Σημίτη.
Και φτάνουμε δεκαοκτώ χρόνια αργότερα από το 1999 να κρίνεται αυτή η υπόθεση. Μετρείστε το παρακαλώ: δεκαοκτώ χρόνια αργότερα! Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε δέκα. Με τις ελληνικές οικογένειες ακόμη να κλαίνε καταθέσεις, σπίτια, ακόμη και ανθρώπινες ζωές. «Έλα μωρέ ποιος τα θυμάται όλα αυτά;», θα ρωτήσουν οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι που είχαν ως μοναδική αποστολή να σκουπίζουν τα ψίχουλα από το μεγάλο φαγοπότι. Ευτυχώς που τα θυμάται έστω και ένας εισαγγελέας, ευτυχώς που τα θυμούνται κάποιοι δικαστές του Αρείου Πάγου, ευτυχώς που δεν είμαστε όλοι γουρουνόφατσες και ξεφτίλες. Για πόσο ακόμη, δεν ξέρω. Αλλά για την ώρα, υπάρχει ακόμη ελπίδα…