Ολο τον χειμώνα μυρίζανε τα
χέρια της μανταρίνι. Καταλαβαίνανε στο σπίτι πως πλησίαζε η μάνα τους
στον χώρο από το άρωμα του μανταρινιού που προπορευότανε, σαν να
ανάγγελλε την επικείμενη άφιξή της. Σαν τώρα τη θυμούνται να κάθεται
στην κουζίνα και να ξεφλουδίζει ασταμάτητα, μέχρι να γενεί βουνό μπροστά
της η στοίβα από τις φλούδες και να ξεχειλίζουνε τα κουκούτσια απ’ τη
χαρτοπετσέτα. Κι ενόσω καταβρόχθιζε το χειμωνικό φρούτο, να κουβεντιάζει
για τα περασμένα, τα τρέχοντα και τα μελλούμενα.
Ολες οι ποικιλίες τής αρέσανε, μα πιότερο το κλασικό το μανταρίνι, με
την κατακίτρινη φλούδα, τις μακρόστενες φέτες σαν βαρκούλες και την
ξινή του γεύση. Στη γενέθλια γη την ταξίδευε.. αυτή η μυρωδιά, με τα
περβόλια τα γεμάτα μανταρινιές που τα τρυγούσανε στο τέλος του χειμώνα.
Είχανε και στο πατρικό της σπίτι μια θεόρατη, αιωνόβια μανταρινιά, στη
μέση της αυλής, ποιος ξέρει από ποιο χέρι φυτεμένη, φορτωμένη κάθε
χειμώνα με τον μυρωδικό καρπό της. Σάμπως μανταρίνι δεν θα μύριζε και το
χνότο της μάνας της όταν την πρωτοβύζαξε, χειμωνικό γέννημα καθώς ήτανε
κι η ίδια; Μάλλον είναι τελικά γραφτό τους, μερικών ανθρώπων, να
συνδεθούνε ανεξίτηλα με κάποιες ευωδιές.
Πάντοτε κουβαλούσε επάνω της δυο-τρία μανταρίνια· ήτανε, άλλωστε, το
μόνιμο δεκατιανό της στη δουλειά. Και στις κυριακάτικες εκδρομές, ειδικά
στις πιο μακρινές, στρογγυλοκαθισμένη στη θέση του συνοδηγού, τα
καθάριζε μες στο αυτοκίνητο και τα πρόσφερε στα παιδιά στο πίσω κάθισμα.
Κι αυτά, μην αντέχοντας την όξινη αποφορά, ανοίγανε τα παράθυρα ίσαμε
κάτω να ξεμυρίσει ο χώρος κι ακούγανε τα σκολιανά τους για την παγωνιά
που εισέβαλε μες στην καμπίνα. Συνέχεια της μουρμουράγανε για τη
μανταρινίλα, μέχρι που μεγαλώσανε, κάμανε δικές τους οικογένειες και το
πήρανε πια απόφαση, ότι η μάνα τους και το μανταρίνι δεν πρόκειται να
χωριστούνε σ’ ετούτη τη ζωή.
Πάνε πέντε-έξι χρόνια που τη χάσανε. Και κάθε που έρχεται από κάπου
μια μυρωδιά μανταρινιού, θαρρούνε πάντα πως την επόμενη στιγμή θα
ξεπροβάλει η μάνα τους ν’ αρχίσει την ψιλή κουβέντα, μασουλώντας το
ευλογημένο φρούτο. Συλλαμβάνουνε πια τους εαυτούς τους, στη λαϊκή της
γειτονιάς, να γεμίζουνε τσάντες με μανταρίνια, θαρρείς ασυνείδητα. Και
κάθε που θα ’ρθει ο χειμώνας, στρογγυλοκαθίζουνε κι αυτοί μπρος στα δικά
τους τα παιδιά και ξεφλουδίζουνε μανταρίνια ασταμάτητα, ενόσω
κουβεντιάζουνε για τα περασμένα, τα τρέχοντα και τα μελλούμενα.
Λευτέρης Κουγιουμουτζής
(από τη στήλη Επιλεκτικά στην Εφημερίδα των Συντακτών 20/11/2017)