Ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, απαντώντας σε ερώτηση Ελληνα ευρωβουλευτή, παραδέχτηκε πως όλα έγιναν για τις τράπεζες. «Χρησιμοποιήσαμε πολλά από τα χρήματα του φορολογούμενου με λάθος τρόπο κατά τη γνώμη μου, για να σώσουμε τις τράπεζες...
Οι τράπεζες παντού στην Ευρώπη σώθηκαν σε βάρος του φορολογούμενου» είπε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η κρίση. Τα ίδια πάνω κάτω είχε παραδεχτεί και ο προκάτοχός του, Ολι Ρεν. Εκείνος που ήρθε στην Ελλάδα στην αρχή των μνημονίων για να μας πει σε σπαστά ελληνικά: «Κουράγιο, Ελληνες»..
Ολα έγιναν για τις τράπεζες. Μόνο που ο Ολι Ρεν και ο Γερούν Ντάισελμπλουμ το ομολόγησαν όταν πλέον η θητεία τους τελείωνε και είχε φτάσει η ώρα να αποχωρήσουν από τους μηχανισμούς που μας επέβαλαν και μας επιβάλλουν να δουλεύουμε για τις τράπεζες και να τις σώζουμε σε βάρος της ίδιας μας της ζωής και της αξιοπρέπειάς μας, συμπιέζοντας τις ανάγκες μας στα όρια της επιβίωσης.
Τι όμως παραδέχτηκαν αυτοί οι δύο επιφανείς κύριοι; Για να βρούμε την απάντηση πρέπει να θέσουμε το ερώτημα κάπως αλλιώς. Μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Θα μπορούσαμε δηλαδή να ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο για την έξοδο από την κρίση, χωρίς να χρειαστεί να πληρώνουμε για τη σωτηρία των τραπεζών;
Κακά τα ψέματα. Οι τράπεζες είναι η ατμομηχανή του σύγχρονου καπιταλισμού. Και καμία κρίση του δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο– χωρίς τη σωτηρία του τραπεζικού και ευρύτερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Επειδή, όμως, ο καπιταλισμός τις κρίσεις του τις ξεπερνάει φορτώνοντας το βάρος στους φορολογούμενους εργαζόμενους πολίτες, αυτό που έγινε ήταν νομοτελειακό. Απεχθές, βάρβαρο, αλλά νομοτελειακό.
Συνεπώς η δήλωση του Γερούν Ντάισελμπλουμ –που υπερασπίστηκε και υπερασπίζεται αυτό το σύστημα– είναι κυνική, αλλά δυο φορές ανέξοδη. Ανέξοδη γιατί την έκανε εκ του ασφαλούς, αλλά και γιατί δεν είχε και δεν έχει να προτείνει κάτι άλλο.
Με αυτή, όμως, την έννοια, η αναζήτηση μιας διαφορετικής πρότασης απέναντι στον καπιταλισμό των τραπεζών είναι επίκαιρη όσο ποτέ. Και φυσικά αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά.
Εφημερίδα των Συντακτών
Οι τράπεζες παντού στην Ευρώπη σώθηκαν σε βάρος του φορολογούμενου» είπε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η κρίση. Τα ίδια πάνω κάτω είχε παραδεχτεί και ο προκάτοχός του, Ολι Ρεν. Εκείνος που ήρθε στην Ελλάδα στην αρχή των μνημονίων για να μας πει σε σπαστά ελληνικά: «Κουράγιο, Ελληνες»..
Ολα έγιναν για τις τράπεζες. Μόνο που ο Ολι Ρεν και ο Γερούν Ντάισελμπλουμ το ομολόγησαν όταν πλέον η θητεία τους τελείωνε και είχε φτάσει η ώρα να αποχωρήσουν από τους μηχανισμούς που μας επέβαλαν και μας επιβάλλουν να δουλεύουμε για τις τράπεζες και να τις σώζουμε σε βάρος της ίδιας μας της ζωής και της αξιοπρέπειάς μας, συμπιέζοντας τις ανάγκες μας στα όρια της επιβίωσης.
Τι όμως παραδέχτηκαν αυτοί οι δύο επιφανείς κύριοι; Για να βρούμε την απάντηση πρέπει να θέσουμε το ερώτημα κάπως αλλιώς. Μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Θα μπορούσαμε δηλαδή να ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο για την έξοδο από την κρίση, χωρίς να χρειαστεί να πληρώνουμε για τη σωτηρία των τραπεζών;
Κακά τα ψέματα. Οι τράπεζες είναι η ατμομηχανή του σύγχρονου καπιταλισμού. Και καμία κρίση του δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο– χωρίς τη σωτηρία του τραπεζικού και ευρύτερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Επειδή, όμως, ο καπιταλισμός τις κρίσεις του τις ξεπερνάει φορτώνοντας το βάρος στους φορολογούμενους εργαζόμενους πολίτες, αυτό που έγινε ήταν νομοτελειακό. Απεχθές, βάρβαρο, αλλά νομοτελειακό.
Συνεπώς η δήλωση του Γερούν Ντάισελμπλουμ –που υπερασπίστηκε και υπερασπίζεται αυτό το σύστημα– είναι κυνική, αλλά δυο φορές ανέξοδη. Ανέξοδη γιατί την έκανε εκ του ασφαλούς, αλλά και γιατί δεν είχε και δεν έχει να προτείνει κάτι άλλο.
Με αυτή, όμως, την έννοια, η αναζήτηση μιας διαφορετικής πρότασης απέναντι στον καπιταλισμό των τραπεζών είναι επίκαιρη όσο ποτέ. Και φυσικά αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά.
Εφημερίδα των Συντακτών