Ο,τι κρατάει τις κοινωνίες από τη διάλυση είναι η αυθόρμητη και απολύτως οικειοθελής συμμόρφωσή τους στους άγραφους νόμους, στις αρχές που δεν χρειάζεται καν να ειπωθούν για να γίνουν αντιληπτές και τηρητέες. Την αρχή της αλληλεγγύης, του αλτρουισμού ή της φιλοξενίας μπορεί να την υποδεικνύουν οι καταστατικοί χάρτες ή να τη διδάσκει η εκπαίδευση, αυτά όμως πέφτουν σε άγονο έδαφος αν δεν το ’χει το φυσικό του καθενός να συμμερίζεται τον ξένο πόνο. Και να συμπαραστέκεται με τον τρόπο της πράξης, όχι της ανέξοδης ρητορικής επίδειξης αγαθών αισθημάτων..
Η παρατεταμένη κρίση θα μπορούσε να έχει συντρίψει προ πολλού τον
κοινωνικό ιστό. Η αλυσίδα των διαψεύσεων θα μπορούσε να έχει ήδη
επιβάλει τον φιλοτομαρισμό και την αντικοινωνική εγωπάθεια σαν μοναδική
«φυσική» αντίδραση. Ζούμε άλλωστε σε μια εποχή που κάποιου είδους
νεοκυνισμός δογματίζει περί (ή μάλλον υπέρ) του φυσικού και αναπόδραστου
χαρακτήρα των κοινωνικών ανισοτήτων ή του επίσης φυσικού χαρακτήρα της
αποδημητικής φοροαποφυγής.
Κι όμως. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, την ανεργία, την υποαπασχόληση, τους ολοένα μειούμενους μισθούς και την απομυζητική υπερφορολόγηση, ο πολιτισμός της αλληλεγγύης δεν ηττήθηκε από την ωμότητα του ατομισμού, οι σειρήνες του οποίου δεν παραπλάνησαν τους πολλούς. Τους ανώνυμους. Εκείνους στους οποίους χρωστάει τις αντοχές της μια κοινωνία. Φάνηκε αυτό πεντακάθαρα στη στάση της πλειονότητας απέναντι στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Δεν έλειψαν βεβαίως τα περιστατικά μισαλλοδοξίας, χυδαίας εκμετάλλευσης αδυνάμων, ακόμα και στυγνού ρατσισμού – μη λησμονούμε άλλωστε τα κηρύγματα ξενοφοβίας από ιεράρχες, κήρυκες του αγαπητικού χριστιανισμού κατά τα λοιπά. Δεν έδωσαν, όμως, αυτά τον τόνο.
Τη φιλαλληλία της κατέδειξε η ελληνική κοινωνία, πάντα με τον τρόπο της ανωνυμίας και της ταπεινότητας, και με τις καλοκαιρινές πυρκαγιές. Την ίδια φανερώνει και τώρα, με τους πλημμυροπαθείς της Μάνδρας και της Νέας Περάμου. Προσφέρει από το έλλειμμά της, όχι από τα (ανύπαρκτα) περισσεύματά της. Τμήμα της κοινωνίας μας είναι και οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, όπως οι Πακιστανοί και οι Σύροι, που έσπευσαν στη Μάνδρα να προσφέρουν τα χέρια τους, τον μόνο τους πλούτο. Τμήμα της είναι, ας μην κρυβόμαστε, και η χρυσαυγίτικη ηγεσία, που παρότι επιδεικνύει καπηλικά τον χριστιανισμό της, πήγε να μοιράσει τρόφιμα βάσει ταυτότητας. Μόνο στους Ελληνες. Αλήθεια, οι Αρβανίτες Ελληνες της περιοχής συμπεριλαμβάνονται στους δικαιούχους;
*το άρθρο δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή (21/11/2017)
Κι όμως. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, την ανεργία, την υποαπασχόληση, τους ολοένα μειούμενους μισθούς και την απομυζητική υπερφορολόγηση, ο πολιτισμός της αλληλεγγύης δεν ηττήθηκε από την ωμότητα του ατομισμού, οι σειρήνες του οποίου δεν παραπλάνησαν τους πολλούς. Τους ανώνυμους. Εκείνους στους οποίους χρωστάει τις αντοχές της μια κοινωνία. Φάνηκε αυτό πεντακάθαρα στη στάση της πλειονότητας απέναντι στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Δεν έλειψαν βεβαίως τα περιστατικά μισαλλοδοξίας, χυδαίας εκμετάλλευσης αδυνάμων, ακόμα και στυγνού ρατσισμού – μη λησμονούμε άλλωστε τα κηρύγματα ξενοφοβίας από ιεράρχες, κήρυκες του αγαπητικού χριστιανισμού κατά τα λοιπά. Δεν έδωσαν, όμως, αυτά τον τόνο.
Τη φιλαλληλία της κατέδειξε η ελληνική κοινωνία, πάντα με τον τρόπο της ανωνυμίας και της ταπεινότητας, και με τις καλοκαιρινές πυρκαγιές. Την ίδια φανερώνει και τώρα, με τους πλημμυροπαθείς της Μάνδρας και της Νέας Περάμου. Προσφέρει από το έλλειμμά της, όχι από τα (ανύπαρκτα) περισσεύματά της. Τμήμα της κοινωνίας μας είναι και οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, όπως οι Πακιστανοί και οι Σύροι, που έσπευσαν στη Μάνδρα να προσφέρουν τα χέρια τους, τον μόνο τους πλούτο. Τμήμα της είναι, ας μην κρυβόμαστε, και η χρυσαυγίτικη ηγεσία, που παρότι επιδεικνύει καπηλικά τον χριστιανισμό της, πήγε να μοιράσει τρόφιμα βάσει ταυτότητας. Μόνο στους Ελληνες. Αλήθεια, οι Αρβανίτες Ελληνες της περιοχής συμπεριλαμβάνονται στους δικαιούχους;
*το άρθρο δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή (21/11/2017)