του Γιώργου Βέλτσου*
Εάν δεν λειτουργούσε η «συνθήκη», αν οι κλακαδόροι της πλατείας δεν ήσαν κι αυτοί ηθοποιοί, εάν μας επέτρεπαν να παρεμβαίνουμε, με τις ιδεοληψίες που μας ταΐζουν τα τηλεοπτικά σκουπίδια και οι Ροβεσπιέροι της υψηλής δημοσιογραφίας, αν, δηλαδή, δεν ήμασταν οι «θιασώτες» στο θέατρο αλλά «πελάτες» στα κομματικά κοπτοραπτάδικα, κι αν ο Ζοέλ Πομερά δεν μας επέβαλλε τον σκασμό και τον θαυμασμό, κρατώντας μας σε απόσταση για το καλό μας, τότε η Στέγη, που φιλοξένησε το «Ça ira» («Ολα θα πάνε καλά»), δεν θα ήταν το θέατρο αλλά το «μπιπ η Βουλή», που δεν λέει να χάσει τις συνήθειές της, καεί δεν καεί..
Γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα πού αλλού συζητούνται αποτελεσματικότερα και ποιοι αναγνωρίζουν καλύτερα την ταυτότητα του φύλου; Μήπως οι βουλευτές που αλλάζουν φίλο σαν τα πουκάμισα;
Ομως ο Πομερά επέμενε: μόνον η αναπαράσταση καθοδηγεί μια τρανς πραγματικότητα στην αλήθεια της. Κι αν θα ήθελε να την ευτελίσει περισσότερο, θα έβαζε τους πολιτικούς να ξεροσταλιάζουν στην ουρά ως κομπάρσοι στο πεζοδρόμιο της Συγγρού.
Ο τρόπος του; Τον Καμίνη να τον δείχνει σαν τον τελευταίο διαφωτιστή. Να αναγνωρίζει στον Πάγκαλο τον Μαρκήσιο ντε Σαντ στο Σαραντόν. Και να προβάλλει την υπόκριση αντί της υποκρισίας. Αυτή είναι η δύναμη του αυστηρού-συναισθηματικού Γάλλου σκηνοθέτη, που μας δίδαξε πολιτική, χωρίς κανένα κρυμμένο ιδεολόγημα, κανένα ιστορικό πρόσωπο επί σκηνής πλην του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Κυρίως, χωρίς καμία Ιστορία, παρά μόνο τις ιστορίες του καθενός στην εμπλοκή του με το τρομερό συμβάν.
Αναγνώρισα το διάβημά του: να θέτει το όριο μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας και να αναιρεί ταυτόχρονα το όριο μεταξύ ιστοριογραφίας και τέχνης. Ξέρει, άλλωστε, πως δεν έχει πέσει ακόμη το κεφάλι του βασιλιά.
Οπότε ποιος Τσίπρας; Τον μέμφονται πως, όταν πάει με τον Πούτιν, δεν κάνει καλά. Κι όταν πάει με τον Τραμπ, δεν κάνει καλά.
«Ολα θα πάνε καλά»;
* Το άρθρο του Γιώργου Βέλτσου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (16/10/1017)
Εάν δεν λειτουργούσε η «συνθήκη», αν οι κλακαδόροι της πλατείας δεν ήσαν κι αυτοί ηθοποιοί, εάν μας επέτρεπαν να παρεμβαίνουμε, με τις ιδεοληψίες που μας ταΐζουν τα τηλεοπτικά σκουπίδια και οι Ροβεσπιέροι της υψηλής δημοσιογραφίας, αν, δηλαδή, δεν ήμασταν οι «θιασώτες» στο θέατρο αλλά «πελάτες» στα κομματικά κοπτοραπτάδικα, κι αν ο Ζοέλ Πομερά δεν μας επέβαλλε τον σκασμό και τον θαυμασμό, κρατώντας μας σε απόσταση για το καλό μας, τότε η Στέγη, που φιλοξένησε το «Ça ira» («Ολα θα πάνε καλά»), δεν θα ήταν το θέατρο αλλά το «μπιπ η Βουλή», που δεν λέει να χάσει τις συνήθειές της, καεί δεν καεί..
Γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα πού αλλού συζητούνται αποτελεσματικότερα και ποιοι αναγνωρίζουν καλύτερα την ταυτότητα του φύλου; Μήπως οι βουλευτές που αλλάζουν φίλο σαν τα πουκάμισα;
Ομως ο Πομερά επέμενε: μόνον η αναπαράσταση καθοδηγεί μια τρανς πραγματικότητα στην αλήθεια της. Κι αν θα ήθελε να την ευτελίσει περισσότερο, θα έβαζε τους πολιτικούς να ξεροσταλιάζουν στην ουρά ως κομπάρσοι στο πεζοδρόμιο της Συγγρού.
Ο τρόπος του; Τον Καμίνη να τον δείχνει σαν τον τελευταίο διαφωτιστή. Να αναγνωρίζει στον Πάγκαλο τον Μαρκήσιο ντε Σαντ στο Σαραντόν. Και να προβάλλει την υπόκριση αντί της υποκρισίας. Αυτή είναι η δύναμη του αυστηρού-συναισθηματικού Γάλλου σκηνοθέτη, που μας δίδαξε πολιτική, χωρίς κανένα κρυμμένο ιδεολόγημα, κανένα ιστορικό πρόσωπο επί σκηνής πλην του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Κυρίως, χωρίς καμία Ιστορία, παρά μόνο τις ιστορίες του καθενός στην εμπλοκή του με το τρομερό συμβάν.
Αναγνώρισα το διάβημά του: να θέτει το όριο μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας και να αναιρεί ταυτόχρονα το όριο μεταξύ ιστοριογραφίας και τέχνης. Ξέρει, άλλωστε, πως δεν έχει πέσει ακόμη το κεφάλι του βασιλιά.
Οπότε ποιος Τσίπρας; Τον μέμφονται πως, όταν πάει με τον Πούτιν, δεν κάνει καλά. Κι όταν πάει με τον Τραμπ, δεν κάνει καλά.
«Ολα θα πάνε καλά»;
* Το άρθρο του Γιώργου Βέλτσου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (16/10/1017)