Toυ Γ. Λακόπουλου*
Να αρχίσουμε με θεωρία. Οι δημοσιογράφοι είναι κατά βάση πνευματικοί άνθρωποι, ή εν πάση περιπτώσει ανήκουν στον πνευματικό κόσμο της χώρας, με τη ευρεία έννοια. Έχουν σπουδές και προσόντα, ξέρουν να γράφουν και να μιλάνε. Ασπάζονται ανώτερες ιδέες για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Πρωτίστως έχουν ήθος και σέβονται την αλήθεια στην αναζήτηση της οποίας αναλαμβάνουν ρίσκα. Είναι ταγμένοι στην υπηρεσία της ενημέρωσης και της Δημοκρατίας. Τα αναφέρει και το καταστατικό της ΕΣΗΕΑ.
Πράγματι στην ελληνική δημοσιογραφία διαχρονικά συναντούμε πρόσωπα με ανάλογα.. χαρακτηριστικά. Ευπρεπείς άνθρωποι, ολοκληρωμένοι επαγγελματίες, λειτουργοί που διακρίνονται εύκολα και δεν θέλουν συστάσεις.
Ας κρυβόμαστε πίσω τους. Αυτό το είδος δημοσιογράφου σταδιακά υποχωρεί στα ελληνικά ΜΜΕ. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, στον Τύπο και τη Ραδιοτηλεόραση ή το Διαδίκτυο -όσο είναι εφικτό- πόσους θα τους χαρακτηρίζαμε πνευματικούς ανθρώπους;
Για πόσους θα πιστεύαμε ότι έχουν κατανοήσει τις αρχές της δημοσιογραφίας, πασχίζουν για την αλήθεια και την πραγματική ενημέρωση, έχουν ουμανιστική αντίληψη για τον κόσμο και είναι έντιμοι και ανιδιοτελείς; Για πόσους θα παίρναμε όρκο ότι υπηρετούν την αλήθεια, όσο είναι εφικτό, τηρούν τη δεοντολογία και ζουν μόνο με το μισθό τους;
Πόσοι έχουν τη βούληση, να κινηθούν πέρα από τον εκμαυλισμό από κόμματα, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες; Πόσοι συναναστρέφονται ανθρώπους με ακεραιότητα, έντιμη δραστηριότητα και ευαισθησίες;
Κακά τα ψέματα. Το μέτρημα θα σταματήσει νωρίς. Και θα αρχίσουμε να απαριθμούμε πρόσωπα που δίνουν την εντύπωση του `λαχανογορίτη`, του ανθρώπου αμφιβόλου ηθικής, του λαμόγιου, του άξεστου, του θαμώνα γηπέδων και καταγωγίων, του καταφερτζή, του αδέσποτου συνοικιακού διακινητή κουτσομπολιού και κακοήθειας. Αποκρουστικά πρόσωπα ενίοτε. Αλλά με δύναμη.
Για κάποιους κάνει μπαμ ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, ψεύδονται, παραπληροφορούν και επιδιώκουν προσωπικό όφελος, ως "βαποράκια πληροφοριών", όπως λέει κι ένας διακεκριμένος πολιτικός συντάκτης. Νταραβερίζονται με απατεώνες κατ’ επάγγελμα ψεύτες και κυνηγούς του χρήματος πάση θυσία, κινούνται σε συστήματα που προάγουν τη σήψη και τη διαφθορά, μετέχουν σε κόλπα και κομπίνες, είναι θρασείς, προκλητικοί και κιτς.
Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία σχολεία δίδασκαν ελληνική γλώσσα με βοήθημα δημοσιογραφικά κείμενα. Ο πολίτης έλεγε "το έγραψε εφημερίδα" και βασιζόταν σ’ αυτό. Η πολιτική γραμμή δεν αλλοίωνε την ενημερωτική επάρκεια μιας εφημερίδας. Ήξερε -και ας μην τους ήξερε- ότι αυτοί στους οποίους αναζητάει πληροφορία δεν την εμπορεύονται στα κομματικά πρυτανεία, στο Χρηματιστήριο, στις αυλές οικονομικών παραγόντων, σε κομπίνες και παιχνίδια πάσης φύσεως. Το επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν ήταν κακόφημο.
Αυτή η εποχή πνίγηκε στα χρόνια της πλαστής ευημερίας στην οποία ένα μέρος του δημοσιογραφικού σώματος , μετατράπηκε σε φερέφωνα εξουσιών και συμφερόντων, πλούτισε με αθέμιτους τρόπους –από το κόλπο του Χρηματιστηρίου μέχρι την διακίνηση προκατασκευασμένων πληροφοριών με το αζημίωτο.
Σε πολλές περιπτώσεις ο «αγροίκος πλούτος» που έλεγε ο Διαμαντής Πεπελάσης, αποκτήθηκε σε βάρος των συναδέλφων τους . Όσων πένονται, αλλά μοχθούν για να κάνουν καλά τη δουλειά τους, χωρίς να προσχωρήσουν στις μεθόδους των `έξυπνων`που χρησιμοποιούν τη δημοσιογραφία για προσωπικό πλουτισμό.
Στα ΜΜΕ μπήκαν άνθρωποι από το δρόμο, απαίδευτοι και διψασμένοι για λεφτά, προβολή και εξουσία, χωρίς ενδοιασμό. Μπήκαν, ακόμη και σούργελα και σαλταρισμένοι. Τα ΜΜΕ τους ανέχθηκαν τους χρησιμοποίησαν και τους πολλαπλασίασαν. Η πολιτική εξουσία τους έκανε μηχανισμό της. Το ίδιο έκανε και η οικονομική εξουσία- τους πήρε στην υπηρεσία της- όταν δεν έγιναν οι ίδιοι οικονομική εξουσία, ασκώντας επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Ο Γιάννης Μαρίνος, ιστορικός διευθυντής του `Οικονομικού Ταχυδρόμου` έλεγε ότι "ο καλός δημοσιογράφος, δεν έχει φίλους πολιτικούς και επιχειρηματίες, οι ισχυροί επιδιώκουν την επαφή μαζί του, αλλά τον φοβούνται".
Ο "καλός δημοσιογράφος" σήμερα είναι κολλητός όσων ελέγχει υποτίθεται, είναι συνέταιρος και συμμέτοχος στις χειρότερες δραστηριότητες τους τις οποίες ενίοτε αναλαμβάνει να εξωραΐσει.
Ενώ η κρίση αντιπροσώπευσης μεταφέρθηκε και στη δημοσιογραφία, η ενημέρωση υποτάχθηκε ανερυθρίαστα ακόμη στην πληρωμένη αυτοπρόσωπη προβολή προϊόντων, από αυτοκίνητα μέχρι βούτυρα, από καλλυντικά μέχρι ασφαλιστήρια.
Υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά στην ελληνική δημοσιογραφία των τελευταίων ετών –εκπρόσωποι της οποίας ενίοτε… μεσουρανούν, αποκτούν δημόσιο αξίωμα, παίζουν ρόλο… Αυτή η πλευρά πνίγει την ενημέρωση και τη Δημοκρατία- και τελικά πνίγει τη χώρα. Υπάρχουν κακοί δημοσιογράφοι συνένοχοι των καλών πολιτικών, των κακών επιχειρηματιών. Πολλές `φάμπρικες` εξαπάτησης στήνονται με τη συμμετοχή τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολίτες γυρίζουν την πλάτη στα ΜΜΕ και δηλώνουν ότι δεν τα εμπιστεύονται, ούτε σέβονται πολλούς εκπροσώπους τους.
Αν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η κατάσταση είναι από τους νέους. Τα τελευταία χρόνια εμφανίσθηκαν στα ΜΜΕ νέα παιδιά με γνώσεις και όρεξη για ποιοτική δημοσιογραφία. Δεν πρόλαβαν να μολυνθούν και μπορούν να κλείσουν τον κύκλο της δημοσιογραφίας της αρπαχτής. Αρκεί να μην τους πνίξουν οι παλιοί…
- το κείμενο του Γ. Λακόπουλου δημοσιεύτηκε στο anoixtoparathyro
Να αρχίσουμε με θεωρία. Οι δημοσιογράφοι είναι κατά βάση πνευματικοί άνθρωποι, ή εν πάση περιπτώσει ανήκουν στον πνευματικό κόσμο της χώρας, με τη ευρεία έννοια. Έχουν σπουδές και προσόντα, ξέρουν να γράφουν και να μιλάνε. Ασπάζονται ανώτερες ιδέες για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Πρωτίστως έχουν ήθος και σέβονται την αλήθεια στην αναζήτηση της οποίας αναλαμβάνουν ρίσκα. Είναι ταγμένοι στην υπηρεσία της ενημέρωσης και της Δημοκρατίας. Τα αναφέρει και το καταστατικό της ΕΣΗΕΑ.
Πράγματι στην ελληνική δημοσιογραφία διαχρονικά συναντούμε πρόσωπα με ανάλογα.. χαρακτηριστικά. Ευπρεπείς άνθρωποι, ολοκληρωμένοι επαγγελματίες, λειτουργοί που διακρίνονται εύκολα και δεν θέλουν συστάσεις.
Ας κρυβόμαστε πίσω τους. Αυτό το είδος δημοσιογράφου σταδιακά υποχωρεί στα ελληνικά ΜΜΕ. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, στον Τύπο και τη Ραδιοτηλεόραση ή το Διαδίκτυο -όσο είναι εφικτό- πόσους θα τους χαρακτηρίζαμε πνευματικούς ανθρώπους;
Για πόσους θα πιστεύαμε ότι έχουν κατανοήσει τις αρχές της δημοσιογραφίας, πασχίζουν για την αλήθεια και την πραγματική ενημέρωση, έχουν ουμανιστική αντίληψη για τον κόσμο και είναι έντιμοι και ανιδιοτελείς; Για πόσους θα παίρναμε όρκο ότι υπηρετούν την αλήθεια, όσο είναι εφικτό, τηρούν τη δεοντολογία και ζουν μόνο με το μισθό τους;
Πόσοι έχουν τη βούληση, να κινηθούν πέρα από τον εκμαυλισμό από κόμματα, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες; Πόσοι συναναστρέφονται ανθρώπους με ακεραιότητα, έντιμη δραστηριότητα και ευαισθησίες;
Κακά τα ψέματα. Το μέτρημα θα σταματήσει νωρίς. Και θα αρχίσουμε να απαριθμούμε πρόσωπα που δίνουν την εντύπωση του `λαχανογορίτη`, του ανθρώπου αμφιβόλου ηθικής, του λαμόγιου, του άξεστου, του θαμώνα γηπέδων και καταγωγίων, του καταφερτζή, του αδέσποτου συνοικιακού διακινητή κουτσομπολιού και κακοήθειας. Αποκρουστικά πρόσωπα ενίοτε. Αλλά με δύναμη.
Για κάποιους κάνει μπαμ ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, ψεύδονται, παραπληροφορούν και επιδιώκουν προσωπικό όφελος, ως "βαποράκια πληροφοριών", όπως λέει κι ένας διακεκριμένος πολιτικός συντάκτης. Νταραβερίζονται με απατεώνες κατ’ επάγγελμα ψεύτες και κυνηγούς του χρήματος πάση θυσία, κινούνται σε συστήματα που προάγουν τη σήψη και τη διαφθορά, μετέχουν σε κόλπα και κομπίνες, είναι θρασείς, προκλητικοί και κιτς.
Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία σχολεία δίδασκαν ελληνική γλώσσα με βοήθημα δημοσιογραφικά κείμενα. Ο πολίτης έλεγε "το έγραψε εφημερίδα" και βασιζόταν σ’ αυτό. Η πολιτική γραμμή δεν αλλοίωνε την ενημερωτική επάρκεια μιας εφημερίδας. Ήξερε -και ας μην τους ήξερε- ότι αυτοί στους οποίους αναζητάει πληροφορία δεν την εμπορεύονται στα κομματικά πρυτανεία, στο Χρηματιστήριο, στις αυλές οικονομικών παραγόντων, σε κομπίνες και παιχνίδια πάσης φύσεως. Το επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν ήταν κακόφημο.
Αυτή η εποχή πνίγηκε στα χρόνια της πλαστής ευημερίας στην οποία ένα μέρος του δημοσιογραφικού σώματος , μετατράπηκε σε φερέφωνα εξουσιών και συμφερόντων, πλούτισε με αθέμιτους τρόπους –από το κόλπο του Χρηματιστηρίου μέχρι την διακίνηση προκατασκευασμένων πληροφοριών με το αζημίωτο.
Σε πολλές περιπτώσεις ο «αγροίκος πλούτος» που έλεγε ο Διαμαντής Πεπελάσης, αποκτήθηκε σε βάρος των συναδέλφων τους . Όσων πένονται, αλλά μοχθούν για να κάνουν καλά τη δουλειά τους, χωρίς να προσχωρήσουν στις μεθόδους των `έξυπνων`που χρησιμοποιούν τη δημοσιογραφία για προσωπικό πλουτισμό.
Στα ΜΜΕ μπήκαν άνθρωποι από το δρόμο, απαίδευτοι και διψασμένοι για λεφτά, προβολή και εξουσία, χωρίς ενδοιασμό. Μπήκαν, ακόμη και σούργελα και σαλταρισμένοι. Τα ΜΜΕ τους ανέχθηκαν τους χρησιμοποίησαν και τους πολλαπλασίασαν. Η πολιτική εξουσία τους έκανε μηχανισμό της. Το ίδιο έκανε και η οικονομική εξουσία- τους πήρε στην υπηρεσία της- όταν δεν έγιναν οι ίδιοι οικονομική εξουσία, ασκώντας επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Ο Γιάννης Μαρίνος, ιστορικός διευθυντής του `Οικονομικού Ταχυδρόμου` έλεγε ότι "ο καλός δημοσιογράφος, δεν έχει φίλους πολιτικούς και επιχειρηματίες, οι ισχυροί επιδιώκουν την επαφή μαζί του, αλλά τον φοβούνται".
Ο "καλός δημοσιογράφος" σήμερα είναι κολλητός όσων ελέγχει υποτίθεται, είναι συνέταιρος και συμμέτοχος στις χειρότερες δραστηριότητες τους τις οποίες ενίοτε αναλαμβάνει να εξωραΐσει.
Ενώ η κρίση αντιπροσώπευσης μεταφέρθηκε και στη δημοσιογραφία, η ενημέρωση υποτάχθηκε ανερυθρίαστα ακόμη στην πληρωμένη αυτοπρόσωπη προβολή προϊόντων, από αυτοκίνητα μέχρι βούτυρα, από καλλυντικά μέχρι ασφαλιστήρια.
Υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά στην ελληνική δημοσιογραφία των τελευταίων ετών –εκπρόσωποι της οποίας ενίοτε… μεσουρανούν, αποκτούν δημόσιο αξίωμα, παίζουν ρόλο… Αυτή η πλευρά πνίγει την ενημέρωση και τη Δημοκρατία- και τελικά πνίγει τη χώρα. Υπάρχουν κακοί δημοσιογράφοι συνένοχοι των καλών πολιτικών, των κακών επιχειρηματιών. Πολλές `φάμπρικες` εξαπάτησης στήνονται με τη συμμετοχή τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολίτες γυρίζουν την πλάτη στα ΜΜΕ και δηλώνουν ότι δεν τα εμπιστεύονται, ούτε σέβονται πολλούς εκπροσώπους τους.
Αν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η κατάσταση είναι από τους νέους. Τα τελευταία χρόνια εμφανίσθηκαν στα ΜΜΕ νέα παιδιά με γνώσεις και όρεξη για ποιοτική δημοσιογραφία. Δεν πρόλαβαν να μολυνθούν και μπορούν να κλείσουν τον κύκλο της δημοσιογραφίας της αρπαχτής. Αρκεί να μην τους πνίξουν οι παλιοί…
- το κείμενο του Γ. Λακόπουλου δημοσιεύτηκε στο anoixtoparathyro