Γράφει ο Παντελής Μπουκάλας*
Κάθε φορά που η δημοσιογραφία γίνεται η ίδια είδηση, είμαστε σίγουροι ότι κάτι κακό έχει πράξει ή της έχει συμβεί, ίσως επειδή και αυτή προτιμά να διακινεί κακές ειδήσεις, αρνητικές, δυσάρεστες. Κι όταν η ζωή δεν παρέχει σε επάρκεια νέα αυτού του περιεχομένου, ένα τμήμα της δημοσιογραφίας, γυάλινο και χάρτινο, δεν διστάζει να τα κατασκευάσει μόνη της, και να τα πλασάρει σαν αυθεντικά και διαπιστωμένα. Οταν λοιπόν η δημοσιογραφία γίνεται είδηση επειδή κάποιος τρίτος –ένας θεσμός ή μια ομάδα ανθρώπων– την επιτιμά για την ποικίλη κακότητά της (ηθική, αισθητική, πολιτική) και εύχεται ή απαιτεί τον αναπροσανατολισμό της, ο νους πάει σε έναν όρο στον οποίο επέμενε.. ο Αριστόβουλος Μάνεσης: «αυτορρύθμιση». Αυτή ήταν η συμβουλή του σε όσους τον ρωτούσαν, εμπιστευόμενοι τη βαθιά πείρα του, πώς θα μπορούσε το δημοσιογραφικό σώμα να λειτουργεί τηρώντας ορισμένες αρχές.
Ημασταν ακόμα στον 20ό αιώνα, προς τα τέλη του, και τα δημοσιογραφικά σωματεία αναζητούσαν τρόπους να τακτοποιήσουν αυτήν τουλάχιστον τη μορφή χάους, μια από τις πολλές που ταλανίζουν τον χώρο. Τελικά, τον Μάιο του 1998 η γενική συνέλευση της ΕΣΗΕΑ ενέκρινε τον Κώδικα επαγγελματικής ηθικής και κοινωνικής ευθύνης των μελών της με ποσοστό 80,4%. Οπως κάθε Κώδικας, κάθε κανόνας, έχει κι αυτός όσους τον σέβονται και όσους τον χλευάζουν και τον καταφρονούν, μεθυσμένοι από τη μικροϊσχύ τους ή βέβαιοι ότι τα «μέσα» που απέκτησαν ενόσω δουλεύουν στα Μέσα θα τους συντρέξουν αν βρεθούν αντιμέτωποι με οποιαδήποτε κατηγορία. Αυτοϋπνωμένοι, αδυνατούν να κατανοήσουν πως η εξουσία τους είναι δοτή, μια εργοδοτική προσφορά που γίνεται υπό αυστηρούς όρους· αδυνατούν να κατανοήσουν ότι την περιβόητη τέταρτη εξουσία δεν τη νέμονται οι δημοσιογράφοι, ή μάλλον λίγοι ανάμεσά τους, οι πλέον πρόθυμοι, αλλά αποτελεί αντιθεσμικό προνόμιο όσων κατέχουν τα Μέσα· αδυνατούν, τέλος, να δουν πως η αφεντικογραφία συνιστά μορφή υποταγής, όσο κι αν τους βαυκαλίζουν οι ψευδαισθήσεις τους πως η δύναμη και η ελευθερία είναι καταδικές τους.
Απλουστεύοντας βάναυσα τον στοχαστικό προσδιορισμό της «αυτορρύθμισης» από τον Μάνεση, ας πω απλώς ότι με τον όρο αυτό περιγράφεται μια στάση αποφασισμένη χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση: Για παράδειγμα, δεν λοιδορώ με τα γραφτά μου ή από την εκπομπή μου στον τηλεοπτικό ή τον ραδιοφωνικό σταθμό τους αλλόπιστους και τους αλλόχρωμους, όχι επειδή φοβάμαι τις κυρώσεις που προβλέπει κάποιος Κώδικας, αλλά επειδή αυτό μού φαίνεται το πιο τίμιο, το πιο ανθρώπινο· και επειδή αυτό θα ήθελα να γίνεται και απέναντί μου, αν εγώ ήμουν ο διαφορετικός. Ή, δεν αναμεταδίδω σε τηλεοπτική ή διαδικτυακή μεγακλίμακα ρατσιστικά ή σεξιστικά ανέκδοτα, «για την πλάκα», επειδή αυτό μού παραγγέλνει το εσωτερικό μου δαιμόνιο, και όχι επειδή τρέμω τα πρόστιμα.
Τίποτε πιο επιθυμητό από τη λειτουργία της αυτορρύθμισης, η οποία θα απέβαινε δεσμευτικότερη από οποιονδήποτε εξωτερικό, πειθαναγκαστικό κανόνα, αλλά και τίποτε πιο δύσκολο, όπως πρώτος ο Μάνεσης ήξερε και τόνιζε. Η εκούσια και ελεύθερη συμμόρφωση σε ένα άγραφο πλαίσιο ευθύνης προϋποθέτει μια κοινωνία εναρέτων. Ή μια κοινωνία όπου όσοι δηλώνουν χριστιανοί, είναι όντως αγαθοί χριστιανοί σε κάθε τους πράξη, και όσοι δηλώνουν ουμανιστές, φέρονται πάντοτε ουμανιστικά. Τέτοιες ουτοπικές, παραδεισένιες κοινωνίες δεν έχουν συγκροτηθεί ακόμα επί γης. Αν όμως δεν θέλουμε να παραδοθούμε στην απαισιοδοξία, προβάλλει ως υποχρεωτική η φοίτηση στη σχολή της βελτιοδοξίας, της θεωρίας που κρίνει ότι ο κόσμος δεν είναι ούτε ο άριστος ούτε ο χείριστος των δυνατών κόσμων, μπορεί όμως να βελτιωθεί, και μάλιστα διατελεί βελτιούμενος.
Μεγάλο τμήμα της ελληνικής δημοσιογραφίας πάντως φαίνεται να ασκείται σαν κάποιας μορφής μελανογραφία: όλα, μα όλα, σε κάθε τομέα, είναι μαύρα κι άραχλα, όλα πάνε κατά διαβόλου, και μόνο το χειρότερο υπάρχει μπροστά μας. Οτι η χώρα είναι αγρίως στριμωγμένη, υπό μειωτική επιτροπεία· ότι κάποιοι οικονομικοί δείκτες εμφανίζονται «βελτιωμένοι» όχι επειδή βελτιώθηκαν όντως τα πράγματα, αλλά μόνο και μόνο επειδή χειροτέρεψε η ζωή της μεγάλης πλειονότητας λόγω της εξουθενωτικής φορολόγησης· ότι το κράτος παραμένει κακοπληρωτής, ώστε να βολεύει τη δημιουργική λογιστική του· όλα αυτά και πολλά άλλα δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει ούτε ο φανατικότερος υποστηρικτής της κυβέρνησης, ας πούμε ένας που θα υποστήριζε ότι ο λόγος του Ελληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο δεν ήταν ο κατάφορτος κολακεία λόγος ενός περιφερειακού τοπάρχη προς τον αυτοκράτορα. Μολαταύτα, δεν θερίζει η χολέρα στα νοσοκομεία μας ούτε βρέθηκε νεκρή από τη ρύπανση στον Σαρωνικό, όπως γράφτηκε και ξαναγράφτηκε, για ν’ ακουστεί στο τέλος ακόμα και στη Βουλή, από βουλευτές που υιοθετούν τα fake news ευλαβικότερα απ’ ό,τι ενστερνίζονται τις εντολές του Ευαγγελίου.
Τι είναι άραγε το χειρότερο: πολιτικοί που λειτουργούν σαν κάκιστης ποιότητας δημοσιογράφοι, έχοντας πια μονιμοποιηθεί σε σταθμούς και κανάλια, ή δημοσιογράφοι που δρουν σαν κάκιστης ποιότητας προπαγανδιστές-πολιτικάντες; Σε όποιον κι αν ανήκουν τα «αριστεία», το βέβαιο είναι ότι, έτσι από κοινού όπως δρουν στη διακίνηση κατάφωρα αναληθών «ειδήσεων», έχουν συμβάλει στον καταποντισμό της αξιοπιστίας τόσο της δημοσιογραφίας όσο και του πολιτικού συστήματος. Το εμπόριο της αναλήθειας, ή μάλλον η θυσία της αλήθειας στον βωμό της προπαγάνδας, είναι ο ένας από τους δέκα λόγους για τους οποίους το ΕΣΡ, διά του προέδρου του, εγκαλεί τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Και επειδή προφανώς δεν διαβλέπει καμία πρόθεση αυτορρύθμισης, απειλεί ότι «θα κινηθεί κατά των παραβατών η νόμιμη διαδικασία» και θα επιβληθούν οι δέουσες κυρώσεις. Δηλαδή, πρόστιμο, που μπορεί να φτάσει και το μισό εκατομμύριο ευρώ, ή και ανάκληση της άδειας λειτουργίας – αλλά πώς ανακαλείται κάτι που δεν υπάρχει;
Ο δεκάλογος των κατηγοριών εν συντομία:
* το κείμενο του Παντελή Μπουκάλα δημοσιεπυηκε στην εφημερίδα Καθημερινή
Κάθε φορά που η δημοσιογραφία γίνεται η ίδια είδηση, είμαστε σίγουροι ότι κάτι κακό έχει πράξει ή της έχει συμβεί, ίσως επειδή και αυτή προτιμά να διακινεί κακές ειδήσεις, αρνητικές, δυσάρεστες. Κι όταν η ζωή δεν παρέχει σε επάρκεια νέα αυτού του περιεχομένου, ένα τμήμα της δημοσιογραφίας, γυάλινο και χάρτινο, δεν διστάζει να τα κατασκευάσει μόνη της, και να τα πλασάρει σαν αυθεντικά και διαπιστωμένα. Οταν λοιπόν η δημοσιογραφία γίνεται είδηση επειδή κάποιος τρίτος –ένας θεσμός ή μια ομάδα ανθρώπων– την επιτιμά για την ποικίλη κακότητά της (ηθική, αισθητική, πολιτική) και εύχεται ή απαιτεί τον αναπροσανατολισμό της, ο νους πάει σε έναν όρο στον οποίο επέμενε.. ο Αριστόβουλος Μάνεσης: «αυτορρύθμιση». Αυτή ήταν η συμβουλή του σε όσους τον ρωτούσαν, εμπιστευόμενοι τη βαθιά πείρα του, πώς θα μπορούσε το δημοσιογραφικό σώμα να λειτουργεί τηρώντας ορισμένες αρχές.
Ημασταν ακόμα στον 20ό αιώνα, προς τα τέλη του, και τα δημοσιογραφικά σωματεία αναζητούσαν τρόπους να τακτοποιήσουν αυτήν τουλάχιστον τη μορφή χάους, μια από τις πολλές που ταλανίζουν τον χώρο. Τελικά, τον Μάιο του 1998 η γενική συνέλευση της ΕΣΗΕΑ ενέκρινε τον Κώδικα επαγγελματικής ηθικής και κοινωνικής ευθύνης των μελών της με ποσοστό 80,4%. Οπως κάθε Κώδικας, κάθε κανόνας, έχει κι αυτός όσους τον σέβονται και όσους τον χλευάζουν και τον καταφρονούν, μεθυσμένοι από τη μικροϊσχύ τους ή βέβαιοι ότι τα «μέσα» που απέκτησαν ενόσω δουλεύουν στα Μέσα θα τους συντρέξουν αν βρεθούν αντιμέτωποι με οποιαδήποτε κατηγορία. Αυτοϋπνωμένοι, αδυνατούν να κατανοήσουν πως η εξουσία τους είναι δοτή, μια εργοδοτική προσφορά που γίνεται υπό αυστηρούς όρους· αδυνατούν να κατανοήσουν ότι την περιβόητη τέταρτη εξουσία δεν τη νέμονται οι δημοσιογράφοι, ή μάλλον λίγοι ανάμεσά τους, οι πλέον πρόθυμοι, αλλά αποτελεί αντιθεσμικό προνόμιο όσων κατέχουν τα Μέσα· αδυνατούν, τέλος, να δουν πως η αφεντικογραφία συνιστά μορφή υποταγής, όσο κι αν τους βαυκαλίζουν οι ψευδαισθήσεις τους πως η δύναμη και η ελευθερία είναι καταδικές τους.
Απλουστεύοντας βάναυσα τον στοχαστικό προσδιορισμό της «αυτορρύθμισης» από τον Μάνεση, ας πω απλώς ότι με τον όρο αυτό περιγράφεται μια στάση αποφασισμένη χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση: Για παράδειγμα, δεν λοιδορώ με τα γραφτά μου ή από την εκπομπή μου στον τηλεοπτικό ή τον ραδιοφωνικό σταθμό τους αλλόπιστους και τους αλλόχρωμους, όχι επειδή φοβάμαι τις κυρώσεις που προβλέπει κάποιος Κώδικας, αλλά επειδή αυτό μού φαίνεται το πιο τίμιο, το πιο ανθρώπινο· και επειδή αυτό θα ήθελα να γίνεται και απέναντί μου, αν εγώ ήμουν ο διαφορετικός. Ή, δεν αναμεταδίδω σε τηλεοπτική ή διαδικτυακή μεγακλίμακα ρατσιστικά ή σεξιστικά ανέκδοτα, «για την πλάκα», επειδή αυτό μού παραγγέλνει το εσωτερικό μου δαιμόνιο, και όχι επειδή τρέμω τα πρόστιμα.
Τίποτε πιο επιθυμητό από τη λειτουργία της αυτορρύθμισης, η οποία θα απέβαινε δεσμευτικότερη από οποιονδήποτε εξωτερικό, πειθαναγκαστικό κανόνα, αλλά και τίποτε πιο δύσκολο, όπως πρώτος ο Μάνεσης ήξερε και τόνιζε. Η εκούσια και ελεύθερη συμμόρφωση σε ένα άγραφο πλαίσιο ευθύνης προϋποθέτει μια κοινωνία εναρέτων. Ή μια κοινωνία όπου όσοι δηλώνουν χριστιανοί, είναι όντως αγαθοί χριστιανοί σε κάθε τους πράξη, και όσοι δηλώνουν ουμανιστές, φέρονται πάντοτε ουμανιστικά. Τέτοιες ουτοπικές, παραδεισένιες κοινωνίες δεν έχουν συγκροτηθεί ακόμα επί γης. Αν όμως δεν θέλουμε να παραδοθούμε στην απαισιοδοξία, προβάλλει ως υποχρεωτική η φοίτηση στη σχολή της βελτιοδοξίας, της θεωρίας που κρίνει ότι ο κόσμος δεν είναι ούτε ο άριστος ούτε ο χείριστος των δυνατών κόσμων, μπορεί όμως να βελτιωθεί, και μάλιστα διατελεί βελτιούμενος.
Μεγάλο τμήμα της ελληνικής δημοσιογραφίας πάντως φαίνεται να ασκείται σαν κάποιας μορφής μελανογραφία: όλα, μα όλα, σε κάθε τομέα, είναι μαύρα κι άραχλα, όλα πάνε κατά διαβόλου, και μόνο το χειρότερο υπάρχει μπροστά μας. Οτι η χώρα είναι αγρίως στριμωγμένη, υπό μειωτική επιτροπεία· ότι κάποιοι οικονομικοί δείκτες εμφανίζονται «βελτιωμένοι» όχι επειδή βελτιώθηκαν όντως τα πράγματα, αλλά μόνο και μόνο επειδή χειροτέρεψε η ζωή της μεγάλης πλειονότητας λόγω της εξουθενωτικής φορολόγησης· ότι το κράτος παραμένει κακοπληρωτής, ώστε να βολεύει τη δημιουργική λογιστική του· όλα αυτά και πολλά άλλα δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει ούτε ο φανατικότερος υποστηρικτής της κυβέρνησης, ας πούμε ένας που θα υποστήριζε ότι ο λόγος του Ελληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο δεν ήταν ο κατάφορτος κολακεία λόγος ενός περιφερειακού τοπάρχη προς τον αυτοκράτορα. Μολαταύτα, δεν θερίζει η χολέρα στα νοσοκομεία μας ούτε βρέθηκε νεκρή από τη ρύπανση στον Σαρωνικό, όπως γράφτηκε και ξαναγράφτηκε, για ν’ ακουστεί στο τέλος ακόμα και στη Βουλή, από βουλευτές που υιοθετούν τα fake news ευλαβικότερα απ’ ό,τι ενστερνίζονται τις εντολές του Ευαγγελίου.
Τι είναι άραγε το χειρότερο: πολιτικοί που λειτουργούν σαν κάκιστης ποιότητας δημοσιογράφοι, έχοντας πια μονιμοποιηθεί σε σταθμούς και κανάλια, ή δημοσιογράφοι που δρουν σαν κάκιστης ποιότητας προπαγανδιστές-πολιτικάντες; Σε όποιον κι αν ανήκουν τα «αριστεία», το βέβαιο είναι ότι, έτσι από κοινού όπως δρουν στη διακίνηση κατάφωρα αναληθών «ειδήσεων», έχουν συμβάλει στον καταποντισμό της αξιοπιστίας τόσο της δημοσιογραφίας όσο και του πολιτικού συστήματος. Το εμπόριο της αναλήθειας, ή μάλλον η θυσία της αλήθειας στον βωμό της προπαγάνδας, είναι ο ένας από τους δέκα λόγους για τους οποίους το ΕΣΡ, διά του προέδρου του, εγκαλεί τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Και επειδή προφανώς δεν διαβλέπει καμία πρόθεση αυτορρύθμισης, απειλεί ότι «θα κινηθεί κατά των παραβατών η νόμιμη διαδικασία» και θα επιβληθούν οι δέουσες κυρώσεις. Δηλαδή, πρόστιμο, που μπορεί να φτάσει και το μισό εκατομμύριο ευρώ, ή και ανάκληση της άδειας λειτουργίας – αλλά πώς ανακαλείται κάτι που δεν υπάρχει;
Ο δεκάλογος των κατηγοριών εν συντομία:
Αναληθείς ειδήσεις ή ρεπορτάζ αποδιδόμενα σε μη κατονομαζόμενους κύκλους. Χυδαία προσβολή προσώπων. Σκόπιμη σύγχυση της είδησης με τον σχολιασμό.Υπάρχει γιατρειά ή ο δεκάλογος θα αποβεί εξίσου αποτελεσματικός με τον μωσαϊκό; Φοβάμαι πως εδώ δεν μπορεί να μας βοηθήσει ούτε η σχολή της βελτιοδοξίας.
Παραβιάσεις της νομοθεσίας για την προστασία ανηλίκων. Παραβίαση της υποχρέωσης για αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών. Ρητορική μίσους, ρατσιστικού λόγου και ξενοφοβίας. Εσφαλμένη χρήση της ελληνικής και κατάχρηση ξενόγλωσσων τίτλων. Προώθηση σκευασμάτων. Παραπλανητική διαφήμιση, υπέρβαση διαφημιστικού χρόνου, σύγχυση μεταξύ διαφήμισης και ενημέρωσης. Ωροσκόπιο, αριθμολογίες και λοιπές δεισιδαιμονίες.
* το κείμενο του Παντελή Μπουκάλα δημοσιεπυηκε στην εφημερίδα Καθημερινή