Γουάινσταϊν κάθαρμα
OΚ, ας ξεχαρμανιάσουμε λίγο με τον αμερικάνο χιμπατζή γιατί, αν ανοίξουμε το στόμα μας εμείς οι εργαζόμενες στον Τύπο, δεν θα μείνει όρθιος πρώην εκδότης, πρώην πολιτικός και πρώην συνάδελφος. Θα μου πεις, γιατί δεν λες και για τους νυν και γιατί δεν τους ξεφώνισες τότε;
Ένα-ένα τα ερωτήματα, παιδιά, και με τη ρέγουλα το ξαφνικό ενδιαφέρον. Γιατί έχει και τα καλά του το σημερινό ξεθεμελίωμα του Τύπου καθώς και η απαξίωση της πολιτικής, αφού, φαντάζομαι, κανείς πια δεν αισθάνεται τόσο δυνατός ώστε να προβαίνει με την άνεσή του σε τέτοιες απερίσκεπτες ενέργειες. Οι οποίες απερίσκεπτες ενέργειες, βιάζομαι να εξηγήσω,.. ότι δεν ήταν δα κάνα αθώο ή κάνα πιο προωθημένο φλερτ. Ούτε καν κάνα ερασιτεχνικό ή με πιο εξελιγμένη τεχνική, δημόσιο χουφτωματάκι. Σιγά. Σε αυτά θα με βρείτε λαρτζ, ανάλογα με την όρεξη που έχω εκείνη την ώρα να ξεφτιλίσω −φιλικά πάντα− ή να αποφύγω τον όποιο βλάκα.
Βιάζομαι επίσης να εξηγήσω ότι όσο με αφορά, εκτός από δυο-τρεις-τέσσερις περιπτώσεις, δεν αντιμετώπισα ακραίες καταστάσεις, ίσως επειδή ως νεαρή εργαζόμενη υπήρξα υπερβολικά βλοσυρή, ίσως επειδή συνάντησα και σοβαρούς προϊσταμένους ή ίσως επειδή εργάστηκα για μεγάλο χρονικό διάστημα στα ανθίζοντα τότε «γυναικεία περιοδικά», όπου το μονόφυλο εργασιακό περιβάλλον σε προστάτευε μεν από τέτοια οχληρά συναπαντήματα, σε άφηνε όμως εκτεθειμένη σε μια εντελώς άλλου τύπου παθολογία, που δεν είναι της παρούσης.
Περιορίστε όμως κι εσείς λιγάκι τις απαιτήσεις σας, βρε παιδιά. Μη ζητάτε, φερειπείν, από ένα έντρομο κοριτσάκι που μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή κρατώντας ένα προβληματικό χειρόγραφο, να αντιδράσει με μεγαλύτερο τσαμπουκά από μια Τζέιν Φόντα, που κι αυτή άφησε εξήντα χρόνια να περάσουν, μολονότι Φόντα, κόρη του πατέρα της, εγγονή εγγλέζων λόρδων από τη γενιά του Ερρίκου του Η΄ και σούπερ γυμνασμένη.
Για τη συμπαράσταση των υποψιασμένων φίλων και συναδέλφων, δεν έχω λόγια. Ακόμα θυμάμαι τα γέλια που κάνανε με κάτι τέτοια παθήματα, τα «σε καταλαβαίνω» πατ-πατ στην πλάτη, τον καφέ στην πλατεία που κερνάγανε για να μας παρηγορήσουν και τα «εντάξει μωρέ, δεν έγινε και τίποτα, χεσ' τον τον ηλίθιο». Να βρίσκεσαι μετέωρη, μεταξύ θυμού και ευγνωμοσύνης. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ερημιά. Να με πιστέψετε.
Ρούλα Γεωργακοπούλου (athensvoice)
OΚ, ας ξεχαρμανιάσουμε λίγο με τον αμερικάνο χιμπατζή γιατί, αν ανοίξουμε το στόμα μας εμείς οι εργαζόμενες στον Τύπο, δεν θα μείνει όρθιος πρώην εκδότης, πρώην πολιτικός και πρώην συνάδελφος. Θα μου πεις, γιατί δεν λες και για τους νυν και γιατί δεν τους ξεφώνισες τότε;
Ένα-ένα τα ερωτήματα, παιδιά, και με τη ρέγουλα το ξαφνικό ενδιαφέρον. Γιατί έχει και τα καλά του το σημερινό ξεθεμελίωμα του Τύπου καθώς και η απαξίωση της πολιτικής, αφού, φαντάζομαι, κανείς πια δεν αισθάνεται τόσο δυνατός ώστε να προβαίνει με την άνεσή του σε τέτοιες απερίσκεπτες ενέργειες. Οι οποίες απερίσκεπτες ενέργειες, βιάζομαι να εξηγήσω,.. ότι δεν ήταν δα κάνα αθώο ή κάνα πιο προωθημένο φλερτ. Ούτε καν κάνα ερασιτεχνικό ή με πιο εξελιγμένη τεχνική, δημόσιο χουφτωματάκι. Σιγά. Σε αυτά θα με βρείτε λαρτζ, ανάλογα με την όρεξη που έχω εκείνη την ώρα να ξεφτιλίσω −φιλικά πάντα− ή να αποφύγω τον όποιο βλάκα.
Βιάζομαι επίσης να εξηγήσω ότι όσο με αφορά, εκτός από δυο-τρεις-τέσσερις περιπτώσεις, δεν αντιμετώπισα ακραίες καταστάσεις, ίσως επειδή ως νεαρή εργαζόμενη υπήρξα υπερβολικά βλοσυρή, ίσως επειδή συνάντησα και σοβαρούς προϊσταμένους ή ίσως επειδή εργάστηκα για μεγάλο χρονικό διάστημα στα ανθίζοντα τότε «γυναικεία περιοδικά», όπου το μονόφυλο εργασιακό περιβάλλον σε προστάτευε μεν από τέτοια οχληρά συναπαντήματα, σε άφηνε όμως εκτεθειμένη σε μια εντελώς άλλου τύπου παθολογία, που δεν είναι της παρούσης.
Περιορίστε όμως κι εσείς λιγάκι τις απαιτήσεις σας, βρε παιδιά. Μη ζητάτε, φερειπείν, από ένα έντρομο κοριτσάκι που μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή κρατώντας ένα προβληματικό χειρόγραφο, να αντιδράσει με μεγαλύτερο τσαμπουκά από μια Τζέιν Φόντα, που κι αυτή άφησε εξήντα χρόνια να περάσουν, μολονότι Φόντα, κόρη του πατέρα της, εγγονή εγγλέζων λόρδων από τη γενιά του Ερρίκου του Η΄ και σούπερ γυμνασμένη.
Για τη συμπαράσταση των υποψιασμένων φίλων και συναδέλφων, δεν έχω λόγια. Ακόμα θυμάμαι τα γέλια που κάνανε με κάτι τέτοια παθήματα, τα «σε καταλαβαίνω» πατ-πατ στην πλάτη, τον καφέ στην πλατεία που κερνάγανε για να μας παρηγορήσουν και τα «εντάξει μωρέ, δεν έγινε και τίποτα, χεσ' τον τον ηλίθιο». Να βρίσκεσαι μετέωρη, μεταξύ θυμού και ευγνωμοσύνης. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ερημιά. Να με πιστέψετε.
Ρούλα Γεωργακοπούλου (athensvoice)