Του Δημήτρη Σεβαστάκη*
Στα παιδικά μου χρόνια οι πρωινές και οι απογευματινές εφημερίδες έφταναν στο νησί με τη βραδινή πτήση της Ολυμπιακής – αν δεν είχε απαγορευτικό λόγω καιρού. Η είδηση πλησίαζε με πολλές ώρες καθυστέρηση, αλλά παραδόξως δημιουργούσε μια υψηλή ένταση στον αναγνώστη. Η ραδιοφωνική είδηση των κρατικών σταθμών συχνά ήταν «διασκευασμένη» απ’ τον πολιτικό εξαναγκασμό, επομένως η εφημερίδα ήταν η ουσιώδης δυνατότητα πληροφορίας. Τα κείμενα είχαν έναν λυρισμό, μια εκφραστική υπερβολή, ήταν γεμάτα μανιχαϊστικά σχήματα. Καλά ελληνικά, πολιτικά εμπαθή, με κατάχρηση μεταφορών, παρομοιώσεων, κοσμητικών επιθέτων.
Σήμερα, η τυπωμένη εφημερίδα, εφόσον ανταγωνίζεται τη ροή και τη διαρκή ειδησεογραφική.. υπερπαραγωγή, χάνει. Κατ’ άλλους όμως κερδίζει. Προσπαθεί να μετασχηματίσει την εφήμερη και περιστασιακή είδηση σε κάτι μονιμότερο. Να βρει διάρκεια στη στιγμή. Να βρει έναν κριτικό, ερμηνευτικό ιστό που δεν είναι φορέας μόνο της πληροφορίας, αλλά κυρίως της ερμηνευτικής της αναγωγής. Οντως, η εφημερίδα με την υποδιαίρεση του χρόνου που έχει συμβεί στη διαδικτυακή παραγωγή της είδησης, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει πρόβλημα με το πιο δομικό στοιχείο της: τον χρόνο. Και αυτό εκβάλλει τόσο στη λειτουργία της είδησης όσο συμβάλλει στην ανασυγκρότησή της.
Εις πείσμα της μπλογκόσφαιρας και του ακαριαίου, διαρκούς, αμνήμονος ή υπερμνήμονος αναγνώστη, νέες εφημερίδες εκδίδονται, νέα κείμενα ψάχνουν το υπέδαφος αυτής της περιστασιακής μονιμότητας. Εις πείσμα της κρίσης και της κατάπτωσης, νέα έντυπα προσπαθούν. Το δύσκολο τοπίο όμως συστήνεται από μια άλλη μορφή εκπτώχευσης. Οχι μόνο αυτής που αναζητά την αλήθεια στο αχανές, φτηνό ζάπινγκ του smartphone, όχι μόνο αυτής που εδράζεται στην καθημερινή οικονομική αδυναμία, όχι μόνο σε μια αντίληψη που θεωρεί πολυτελές περίσσευμα την ανάγνωση εφημερίδας.
Η βαθύτερη μορφή εκπτώχευσης είναι το απερίσκεπτο έλλειμμα διαθεσιμότητας, αναγνωστικών πειθαρχιών, γλωσσικής αγωγής. Ναι, υπάρχει η ανάγκη ενός νέου πνευματικού και ψυχικού περισσεύματος, όχι για να καταναλωθεί η είδηση, όσο για να νοηθεί το ανάπτυγμά της. Όχι για να καρπωθείς ένα τμήμα ειδησεοποιημένης πραγματικότητας, αλλά για να αισθανθείς τη γραφή που την ουσιώνει. Η εφημερίδα πάντα θα αργεί, πάντα θα αποσπάται της πραγματικότητας για να μπορεί να συμπυκνώνει την πραγματικότητα. Για να μπορεί να συστήνει το άρρητο πρωτόκολλο συνεννόησης μεταξύ του γραφιά και του αναγνώστη. Η είδηση στα παιδικά μου χρόνια ήταν νέα, ανεξαρτήτως του γεγονότος που της αντιστοιχούσε. Ηταν η ίδια γεγονός, διά της γλώσσας, του σθένους και του νοήματος. Αυτά που παράτολμα εξακολουθεί να διεκδικεί και σήμερα.
*Ο Δ. Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, Πρόεδρος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων /
Το κείμενο του Δ. Σεβαστάκη δημοσιεύθηκε στο FORUM του ενθέτου ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 11/06/2017
Στα παιδικά μου χρόνια οι πρωινές και οι απογευματινές εφημερίδες έφταναν στο νησί με τη βραδινή πτήση της Ολυμπιακής – αν δεν είχε απαγορευτικό λόγω καιρού. Η είδηση πλησίαζε με πολλές ώρες καθυστέρηση, αλλά παραδόξως δημιουργούσε μια υψηλή ένταση στον αναγνώστη. Η ραδιοφωνική είδηση των κρατικών σταθμών συχνά ήταν «διασκευασμένη» απ’ τον πολιτικό εξαναγκασμό, επομένως η εφημερίδα ήταν η ουσιώδης δυνατότητα πληροφορίας. Τα κείμενα είχαν έναν λυρισμό, μια εκφραστική υπερβολή, ήταν γεμάτα μανιχαϊστικά σχήματα. Καλά ελληνικά, πολιτικά εμπαθή, με κατάχρηση μεταφορών, παρομοιώσεων, κοσμητικών επιθέτων.
Σήμερα, η τυπωμένη εφημερίδα, εφόσον ανταγωνίζεται τη ροή και τη διαρκή ειδησεογραφική.. υπερπαραγωγή, χάνει. Κατ’ άλλους όμως κερδίζει. Προσπαθεί να μετασχηματίσει την εφήμερη και περιστασιακή είδηση σε κάτι μονιμότερο. Να βρει διάρκεια στη στιγμή. Να βρει έναν κριτικό, ερμηνευτικό ιστό που δεν είναι φορέας μόνο της πληροφορίας, αλλά κυρίως της ερμηνευτικής της αναγωγής. Οντως, η εφημερίδα με την υποδιαίρεση του χρόνου που έχει συμβεί στη διαδικτυακή παραγωγή της είδησης, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει πρόβλημα με το πιο δομικό στοιχείο της: τον χρόνο. Και αυτό εκβάλλει τόσο στη λειτουργία της είδησης όσο συμβάλλει στην ανασυγκρότησή της.
Εις πείσμα της μπλογκόσφαιρας και του ακαριαίου, διαρκούς, αμνήμονος ή υπερμνήμονος αναγνώστη, νέες εφημερίδες εκδίδονται, νέα κείμενα ψάχνουν το υπέδαφος αυτής της περιστασιακής μονιμότητας. Εις πείσμα της κρίσης και της κατάπτωσης, νέα έντυπα προσπαθούν. Το δύσκολο τοπίο όμως συστήνεται από μια άλλη μορφή εκπτώχευσης. Οχι μόνο αυτής που αναζητά την αλήθεια στο αχανές, φτηνό ζάπινγκ του smartphone, όχι μόνο αυτής που εδράζεται στην καθημερινή οικονομική αδυναμία, όχι μόνο σε μια αντίληψη που θεωρεί πολυτελές περίσσευμα την ανάγνωση εφημερίδας.
Η βαθύτερη μορφή εκπτώχευσης είναι το απερίσκεπτο έλλειμμα διαθεσιμότητας, αναγνωστικών πειθαρχιών, γλωσσικής αγωγής. Ναι, υπάρχει η ανάγκη ενός νέου πνευματικού και ψυχικού περισσεύματος, όχι για να καταναλωθεί η είδηση, όσο για να νοηθεί το ανάπτυγμά της. Όχι για να καρπωθείς ένα τμήμα ειδησεοποιημένης πραγματικότητας, αλλά για να αισθανθείς τη γραφή που την ουσιώνει. Η εφημερίδα πάντα θα αργεί, πάντα θα αποσπάται της πραγματικότητας για να μπορεί να συμπυκνώνει την πραγματικότητα. Για να μπορεί να συστήνει το άρρητο πρωτόκολλο συνεννόησης μεταξύ του γραφιά και του αναγνώστη. Η είδηση στα παιδικά μου χρόνια ήταν νέα, ανεξαρτήτως του γεγονότος που της αντιστοιχούσε. Ηταν η ίδια γεγονός, διά της γλώσσας, του σθένους και του νοήματος. Αυτά που παράτολμα εξακολουθεί να διεκδικεί και σήμερα.
*Ο Δ. Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, Πρόεδρος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων /
Το κείμενο του Δ. Σεβαστάκη δημοσιεύθηκε στο FORUM του ενθέτου ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 11/06/2017