Γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης
Στην προβολή των 23.00 η ένταση του ήχου κατεβαίνει, για να μην ενοχλήσει τους γείτονες. Ομως κοιτάζω τις γύρω πολυκατοικίες και δεν βλέπω φως μήτε από παράθυρο, μήτε από καύτρα. Η Ισπανίδα στο πανί παίζει για λίγους. Ακόμα και αν μετρήσεις τις θέσεις που καταλαμβάνουν τα πόδια, ούτε το ένα τρίτο δεν έχει γεμίσει. Υστερα τα φώτα ανάβουν δειλά και οι θεατές αποχωρούμε σιωπηροί.
Εμείς που μένουμε τον Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα μιλάμε χαμηλόφωνα. Είναι που κανένας θόρυβος δεν μπορεί να βγει πάνω από την ησυχία της πόλης όταν έρχεται και πέφτει βαριά, μαζί με τη ζέστη. Αφήνουμε την πόλη να ησυχάσει.. Μόνο τότε μπορεί να το κάνει. Οχι δεν λέω για τους ανθρώπους, ποιος μίλησε για τους ανθρώπους; Σας λέω για την ευκαιρία της πόλης, για το θαύμα που της χάρισε η Παναγιά.
Τον Δεκαπενταύγουστο τα κτίρια αφήνουν, επιτέλους, εκείνη την ανάσα που κρατούν όλο το χρόνο. Και καθώς είναι άδεια, σκοτεινά, χωρίς ανθρώπινο πόδι στα πατώματα και δάχτυλα στα τζάμια, αρχίζουν και χαλαρώνουν. Και μένουν ήσυχα, βουβά, σκοτεινά. Με τα παντζούρια κλειστά, σαν βλέφαρα που κατέβηκαν για τον ύπνο. Και επιτέλους οι τοίχοι ξεπλένουν με σιωπή και ζέστη όλα όσα άκουσαν και μάζεψαν από το προηγούμενο καλοκαίρι μέχρι σήμερα. Τον Δεκαπενταύγουστο το τσιμέντο αποκτά ζωή, απλώς κανένας δεν σκέφτεται να βάλει το αφτί πάνω σε ένα ζεστό τοίχο.
Δεν συμβαίνει, βέβαια, μόνο με τα τσιμέντα. Είναι και οι συσκευές εκεί μέσα που ανασαίνουν εκτός πρίζας ή κερδίζουν ένα νηφάλιο stand by. Το ρούτερ δεν κουβαλάει ούτε kilobyte, η τηλεόραση μένει δροσερή και το laptop κλείνει σαν στρείδι.
Και οι άνθρωποι; Τι άλλο κάνουν εκτός από ησυχία; Οι άνθρωποι αυτές τις μέρες μπορούν να κάνουν μικρές και μεγάλες αλητείες. Να πατήσουν το γκάζι περισσότερο, να κάνουν και τα ανομολόγητα που στερούνται ή φοβούνται την υπόλοιπη χρονιά. Αρκεί να είναι ήσυχοι.
H πόλη, που λέτε, δεν είναι νεκρή τον Δεκαπενταύγουστο. Είναι πιο ζωντανή από ποτέ. Τα κτίρια αναπνέουν, οι δρόμοι χαλαρώνουν, είναι πιο μαλακοί αν τους πατήσεις και τα φανάρια μένουν πράσινα λίγο παραπάνω. Και εμείς που κυκλοφορούμε και τα πόδια μας βουλιάζουν σε μαλακά πεζοδρόμια, απολαμβάνουμε τη μοναξιά, τις μακρινές ματιές, τις μικρές και μεγάλες αμαρτίες μας. Και όχι, δεν μας λείπετε καθόλου. Γιατί όταν γυρίσετε, θα φέρετε μαζί σας το φθινόπωρο.
- από το protagon
Στην προβολή των 23.00 η ένταση του ήχου κατεβαίνει, για να μην ενοχλήσει τους γείτονες. Ομως κοιτάζω τις γύρω πολυκατοικίες και δεν βλέπω φως μήτε από παράθυρο, μήτε από καύτρα. Η Ισπανίδα στο πανί παίζει για λίγους. Ακόμα και αν μετρήσεις τις θέσεις που καταλαμβάνουν τα πόδια, ούτε το ένα τρίτο δεν έχει γεμίσει. Υστερα τα φώτα ανάβουν δειλά και οι θεατές αποχωρούμε σιωπηροί.
Εμείς που μένουμε τον Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα μιλάμε χαμηλόφωνα. Είναι που κανένας θόρυβος δεν μπορεί να βγει πάνω από την ησυχία της πόλης όταν έρχεται και πέφτει βαριά, μαζί με τη ζέστη. Αφήνουμε την πόλη να ησυχάσει.. Μόνο τότε μπορεί να το κάνει. Οχι δεν λέω για τους ανθρώπους, ποιος μίλησε για τους ανθρώπους; Σας λέω για την ευκαιρία της πόλης, για το θαύμα που της χάρισε η Παναγιά.
Τον Δεκαπενταύγουστο τα κτίρια αφήνουν, επιτέλους, εκείνη την ανάσα που κρατούν όλο το χρόνο. Και καθώς είναι άδεια, σκοτεινά, χωρίς ανθρώπινο πόδι στα πατώματα και δάχτυλα στα τζάμια, αρχίζουν και χαλαρώνουν. Και μένουν ήσυχα, βουβά, σκοτεινά. Με τα παντζούρια κλειστά, σαν βλέφαρα που κατέβηκαν για τον ύπνο. Και επιτέλους οι τοίχοι ξεπλένουν με σιωπή και ζέστη όλα όσα άκουσαν και μάζεψαν από το προηγούμενο καλοκαίρι μέχρι σήμερα. Τον Δεκαπενταύγουστο το τσιμέντο αποκτά ζωή, απλώς κανένας δεν σκέφτεται να βάλει το αφτί πάνω σε ένα ζεστό τοίχο.
Δεν συμβαίνει, βέβαια, μόνο με τα τσιμέντα. Είναι και οι συσκευές εκεί μέσα που ανασαίνουν εκτός πρίζας ή κερδίζουν ένα νηφάλιο stand by. Το ρούτερ δεν κουβαλάει ούτε kilobyte, η τηλεόραση μένει δροσερή και το laptop κλείνει σαν στρείδι.
Και οι άνθρωποι; Τι άλλο κάνουν εκτός από ησυχία; Οι άνθρωποι αυτές τις μέρες μπορούν να κάνουν μικρές και μεγάλες αλητείες. Να πατήσουν το γκάζι περισσότερο, να κάνουν και τα ανομολόγητα που στερούνται ή φοβούνται την υπόλοιπη χρονιά. Αρκεί να είναι ήσυχοι.
H πόλη, που λέτε, δεν είναι νεκρή τον Δεκαπενταύγουστο. Είναι πιο ζωντανή από ποτέ. Τα κτίρια αναπνέουν, οι δρόμοι χαλαρώνουν, είναι πιο μαλακοί αν τους πατήσεις και τα φανάρια μένουν πράσινα λίγο παραπάνω. Και εμείς που κυκλοφορούμε και τα πόδια μας βουλιάζουν σε μαλακά πεζοδρόμια, απολαμβάνουμε τη μοναξιά, τις μακρινές ματιές, τις μικρές και μεγάλες αμαρτίες μας. Και όχι, δεν μας λείπετε καθόλου. Γιατί όταν γυρίσετε, θα φέρετε μαζί σας το φθινόπωρο.
- από το protagon