Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Τότε που κάηκαν και οι μνήμες...

Καθώς oι πυρκαγιές μαίνονται στην Aττική, ξαναδιαβάζω ένα κείμενο που έγραψα το 2007 όταν καιγόταν ο τόπος που γεννήθηκα…

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής

Οι φωτιές είναι ό,τι πρέπει για να γράψει, ο ρεπόρτερ, ωραία κείμενα, κείμενα μελοδραματικά, που να αγγίζουν και να ξυπνούν το ασυνείδητο. Ειδικά τούτες οι άτιμες, οι ανθρωποφάγες, οι ανίκητες φωτιές. Έτσι, τα τσουρουφλισμένα από την θλίψη μερόνυχτα της τραγωδίας, είχα την ευκαιρία να διαβάσω ωραία κείμενα για τις φωτιές που έκαψαν τους Ηλείους, τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες, τους Λάκωνες, τους Ευβοείς.
Όμως δεν είναι που «η μισή Ελλάδα κάηκε», έτσι γενικώς. Δεν είναι «η οικολογική ή.. η οικονομική καταστροφή». Δεν είναι που «χαθήκαν περιουσίες και παρθένα δάση και όμορφα χωριά». Ούτε που «κάηκαν και ξεσπιτώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι του μόχθου και της αγροτιάς». Είναι που η καταραμένη αυτή φωτιά έκανε στάχτη Θείες μνήμες, κι Άγια μυστικά.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πύργο Ηλείας. Το πατρικό μου κτήμα, στα όρια της πόλης, μια ανάσα από Λαμπέτι, Κολύρι, Βαρβάσαινα, το ‘γλυψε η φωτιά. Είχε κάψει πριν την Κουτσοχέρα, το χωριό του πατέρα μου. Τις φτέρες, τα πουρνάρια, τις γκορτσιές, τα πεύκα και τα κυπαρίσσια, που έντυναν το ηλιοδαρμένο σώμα του φτωχού χωριού. Τις κερασιές, τις αχλαδιές, τις καρυδιές των παιδικών μου χρόνων και τις λαχταριστές μαύρες σταφίδες που, κρυφά, τρυγούσαμε απ’ τ’ αμπέλια, τα αυγουστιάτικα ακοίμητα μεσημέρια μας, τις ώρες που οι μεγάλοι έπαιρναν αμέριμνοι τον δίκαιο ύπνο τους, κάτω απ’ τον ίσκιο της μεγάλης πλατανιάς.
Κάηκε και το πανηγύρι του Αηλιά. Με εκείνον τον λυτρωτικά απελπισμένο ήχο του ζουρνά. Που μ’ έμαθε να αισθάνομαι, μέχρι δακρύων, τα τραγούδια και τις μουσικές. Και κάηκε το αγαπημένο μου κουτσοχεραίικο γλυκό: φύλλο ανοιγμένο με τον πλάστη, σπιτικό. Μέλι, καρύδια, κανελογαρύφαλλα και πάλι απ’ την αρχή…
Καμμένο και το λατρευτό τοπίο των πρώτων σχολικών μας εκδρομών, το δάσος του Καϊάφα: αρχαία πεύκα με πανύψηλους καμαρωτούς κορμούς, να ξεφυτρώνουν μέσα από τεράστιους αμμόλοφους, χρυσούς. Και να μας υποδέχονται με γελαστές σκιές-χάδια δροσιάς, λίγο πριν πέσουμε με την ανείπωτη λαχτάρα των παιδιών στη χρυσοπράσινη αγκαλιά της θάλασσας.
Λέω, πως τούτη η καταραμένη η φωτιά, πάνω απ’ όλα, έκαψε μνήμες-ψυχές που σύχναζαν εκεί που τώρα, μαύρα και άραχλα αποκαϊδια έχουν απλωθεί. Μνήμες που κατοικούσαν στα καμμένα, τώρα, σπίτια του Ελαιώνα, της Μαγούλας και της Κουτσοχέρας και του Κάτω Σαμικού. Μνήμες του χρόνου, πού είχανε χτιστεί ξερολιθιά πάνω στα σπίτια των Ηλείων που καιγόντουσαν. Κι εκείνοι έμειναν μαζί τους. Να τις σώσουν απ’ τις φλόγες ή μαζί τους να καούν…
Και κάηκαν μαζί τους! Τώρα, ακόμα κι αν τα απανθρακωμένα δάση ξαναφυτευτούν, ακόμα κι αν τα σπίτια, που εξαφάνισαν οι φλόγες, τα χωριά, ξαναχτιστούν, ακόμα κι αν οι άνθρωποι που έγιναν παρανάλωμα αναστηθούν, τίποτα πια δεν θα ‘ναι όπως παλιά…
- από το μπλογκ restaro