Ρίχνουν κυβερνήσεις οι εφημερίδες;
Η επανέκδοση των δυο εφημερίδων που ανήκαν κάποτε στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, έδειξε ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν οι επιλογές που έκαναν τα τελευταία χρόνια: υπέστειλαν την αντιδεξιά σημαία τους και προσέφεραν στήριξη πρώτα στον Αντ. Σαμαρά και εν συνεχεία στον Κυρ. Μητσοτάκη, ανοίγοντας μέτωπο με τον ΣΥΡΙΖΑ -και κατ’ ουσίαν με το τμήμα των αναγνωστών τους που ακολούθησε τον Αλέξη Τσίπρα από το ΠΑΣΟΚ. Ότι μπορει να σερβίρουν και μια μερίδα κεντροαριστερά δεν αλλάζει την ουσία..
Κάτω ο Τσίπρας. Στήριξη της δημοκρατικής παράταξης κόντρα στη Δεξιά, κατά την παράδοση τους, αυτό δεν το λες…
Με τις δυο εφημερίδες πλέον στον Όμιλο Μαρινάκη -ο επικεφαλής του οποίου δεν πρέπει να ξέρει ούτε ο ίδιος πόσες εφημερίδες και ραδιόφωνα διαθέτει- ενισχύθηκε οριστικά το αντικυβερνητικό μπλοκ στον Τύπο. Ότι κανείς δεν φρόντισε να συστήσει στον νεο ισχυρό άνδρα του χώρου, πως δεν μπορεί να γίνει συνεχιστής του Χρήστου Λαμπράκη είναι άλλη υπόθεση. Ούτε παλιά στελέχη του ΔΟΛ είναι πλέον…
Σε κάθε περίπτωση δικές του εφημερίδες είναι -ΤΟ ΒΗΜΑ και ΤΑ ΝΕΑ- πλέον, με τα λεφτά του και νομίμως τις απέκτησε, ό,τι θέλει τις κάνει. Για τα υπόλοιπα αρμόδιοι είναι οι αναγνώστες. Μόνο ενώπιον τους άλλωστε δικαιώνεται κάθε εκδοτικό εγχείρημα. Αν πάνε καλά οι κυκλοφορίες και τα σκυλιά δεμένα.
Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να υποδείξει σε έναν εκδότη πως θα διαχειριστεί τις εφημερίδες του, εφόσον το πορτοφόλι του καλύπτει τις ανάγκες των εργαζομένων σε μια εποχή που η αμειβομένη εργασία στα ΜΜΕ είναι σαν τις μεγάλες εορτές του ημερολογίου: έρχεται μια στο τόσο.
Έτσι όπως διαμορφώνεται το τοπίο στον Τύπο πλέον, ενισχύεται το μέτωπο του αντιπολιτευόμενου Τύπου. Δεν είναι απλώς «αντικυβερνητικό» μέτωπο, αλλά αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Στους κόλπους του είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την σκληρή τάση να συγκρουστούν εφημερίδες και συγκεκριμένα στελέχη τους -κυρίως αναλυτές και σχολιογράφοι- με την έννοια της Αριστεράς γενικότερα. Σ’ αυτό το πλαίσιο δεν θέλουν κάνουν ενημέρωση, αλλά να ρίξουν την κυβέρνηση.
Άλλοι το λένε καθαρά, άλλοι το ψιθυρίζουν, άλλοι προσπαθούν να το κρύψουν- ανάλογα με την ποιότητα και τον αυτοσεβασμό κάθε εφημερίδας.
Αυτή η τάση τροφοδοτείται από μια μεγάλη αυταπάτη όσων διαπνέονται από τέτοιες αντιλήψεις. Δεν αντιλαμβάνονται ότι καμία εφημερίδα δεν μπορεί να ρίξει καμία κυβέρνηση. Ούτε την έριξε, ούτε θα τη ρίξει ποτέ… Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ένας δημοσιογράφος, ή μια δημοσιογραφική ομάδα.
Δηλαδή μια κυβέρνηση περιέρχεται σε δύσκολη θέση που μπορεί να οδηγήσει στην πτώση της, μόνο με πληροφορίες και αποκαλύψεις. Αυτές δεν προκύπτουν από τίτλους και σλόγκαν, αλλά από την έρευνα και το ρεπορτάζ. Μάρτυρας μας το Γουότεργκεητ.
Αυτή όμως είναι μια δουλειά που κάνουν οι δημοσιογράφοι και ακριβέστερα οι ρεπόρτερς. Δεν γίνεται από σχολιαστές. Δεν γίνεται με σαχλο-αναλύσεις και αναμηρυκασμούς. Αυτά δεν ρίχνουν κυβερνήσεις. Ρίχνουν την αξιοπιστία του Τύπου.
Η δουλειά μιας εφημερίδας και ενός δημοσιογράφου δεν είναι να βρίσκεται απέναντι σε μια -εκλεγμένη- κυβέρνηση, ή δίπλα σε ένα κόμμα. Η δουλειά του είναι να αναζητά ειδήσεις και πληροφορίες, να σχολιάζει και να αναλύει. Από αυτά προκύπτει η σχέση του με τις κυβερνήσεις, τα κόμματα και την πολιτική εν γένει. Μια κυβέρνηση είναι κακή γιατί οι πληροφορίες του περιγράφουν αρνητικά της πολιτική της. Οι πληροφορίες και τα πραγματικά περιστρατικά, όχι οι κίισεις και οι διαθέσεις. Άρα οποιος θέλει να ρίξει μια κυβέρνηση δεν ειναι παρά να ερευνήσει και να αποκαλύψει. Όχι να σχολιάζει μονομερώς και με προκατάληψη τα τρέχοντα γεγονότα. Δικαίωμά του, αλλά αυτό ειναι πολιτική αντιπαράθεση, όχι πληροφόρηση…
Πρωτίστως η ικανότητα του δημοσιογράφου -και όχι του εκδότη, του επιχειρηματία- να πλήξει μια κυβέρνηση και οποιαδήποτε εξουσία, με τη δουλειά του στην εφημερίδα του, προκύπτει από τη σχέση του με την αλήθεια και την ενημέρωση, όπως αναδεικνύονται με ντοκουμέντα και στοιχεία που προσκομίζει. Αυτά δηλαδή που αναζητούν οι αναγνώστες. Οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, πρώτα επιλέγουν κόμμα και μετά εφημερίδα. Α- και δεν τρώνε λωτούς και κουτόχορτο…
- από κείμενο του δημοσιογράφου και πρώην στελέχους του ΔΟΛ Γιώργου Λακόπουλου στο anoixtoparathyro
Η επανέκδοση των δυο εφημερίδων που ανήκαν κάποτε στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, έδειξε ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν οι επιλογές που έκαναν τα τελευταία χρόνια: υπέστειλαν την αντιδεξιά σημαία τους και προσέφεραν στήριξη πρώτα στον Αντ. Σαμαρά και εν συνεχεία στον Κυρ. Μητσοτάκη, ανοίγοντας μέτωπο με τον ΣΥΡΙΖΑ -και κατ’ ουσίαν με το τμήμα των αναγνωστών τους που ακολούθησε τον Αλέξη Τσίπρα από το ΠΑΣΟΚ. Ότι μπορει να σερβίρουν και μια μερίδα κεντροαριστερά δεν αλλάζει την ουσία..
Κάτω ο Τσίπρας. Στήριξη της δημοκρατικής παράταξης κόντρα στη Δεξιά, κατά την παράδοση τους, αυτό δεν το λες…
Με τις δυο εφημερίδες πλέον στον Όμιλο Μαρινάκη -ο επικεφαλής του οποίου δεν πρέπει να ξέρει ούτε ο ίδιος πόσες εφημερίδες και ραδιόφωνα διαθέτει- ενισχύθηκε οριστικά το αντικυβερνητικό μπλοκ στον Τύπο. Ότι κανείς δεν φρόντισε να συστήσει στον νεο ισχυρό άνδρα του χώρου, πως δεν μπορεί να γίνει συνεχιστής του Χρήστου Λαμπράκη είναι άλλη υπόθεση. Ούτε παλιά στελέχη του ΔΟΛ είναι πλέον…
Σε κάθε περίπτωση δικές του εφημερίδες είναι -ΤΟ ΒΗΜΑ και ΤΑ ΝΕΑ- πλέον, με τα λεφτά του και νομίμως τις απέκτησε, ό,τι θέλει τις κάνει. Για τα υπόλοιπα αρμόδιοι είναι οι αναγνώστες. Μόνο ενώπιον τους άλλωστε δικαιώνεται κάθε εκδοτικό εγχείρημα. Αν πάνε καλά οι κυκλοφορίες και τα σκυλιά δεμένα.
Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να υποδείξει σε έναν εκδότη πως θα διαχειριστεί τις εφημερίδες του, εφόσον το πορτοφόλι του καλύπτει τις ανάγκες των εργαζομένων σε μια εποχή που η αμειβομένη εργασία στα ΜΜΕ είναι σαν τις μεγάλες εορτές του ημερολογίου: έρχεται μια στο τόσο.
Έτσι όπως διαμορφώνεται το τοπίο στον Τύπο πλέον, ενισχύεται το μέτωπο του αντιπολιτευόμενου Τύπου. Δεν είναι απλώς «αντικυβερνητικό» μέτωπο, αλλά αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Στους κόλπους του είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την σκληρή τάση να συγκρουστούν εφημερίδες και συγκεκριμένα στελέχη τους -κυρίως αναλυτές και σχολιογράφοι- με την έννοια της Αριστεράς γενικότερα. Σ’ αυτό το πλαίσιο δεν θέλουν κάνουν ενημέρωση, αλλά να ρίξουν την κυβέρνηση.
Άλλοι το λένε καθαρά, άλλοι το ψιθυρίζουν, άλλοι προσπαθούν να το κρύψουν- ανάλογα με την ποιότητα και τον αυτοσεβασμό κάθε εφημερίδας.
Αυτή η τάση τροφοδοτείται από μια μεγάλη αυταπάτη όσων διαπνέονται από τέτοιες αντιλήψεις. Δεν αντιλαμβάνονται ότι καμία εφημερίδα δεν μπορεί να ρίξει καμία κυβέρνηση. Ούτε την έριξε, ούτε θα τη ρίξει ποτέ… Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ένας δημοσιογράφος, ή μια δημοσιογραφική ομάδα.
Δηλαδή μια κυβέρνηση περιέρχεται σε δύσκολη θέση που μπορεί να οδηγήσει στην πτώση της, μόνο με πληροφορίες και αποκαλύψεις. Αυτές δεν προκύπτουν από τίτλους και σλόγκαν, αλλά από την έρευνα και το ρεπορτάζ. Μάρτυρας μας το Γουότεργκεητ.
Αυτή όμως είναι μια δουλειά που κάνουν οι δημοσιογράφοι και ακριβέστερα οι ρεπόρτερς. Δεν γίνεται από σχολιαστές. Δεν γίνεται με σαχλο-αναλύσεις και αναμηρυκασμούς. Αυτά δεν ρίχνουν κυβερνήσεις. Ρίχνουν την αξιοπιστία του Τύπου.
Η δουλειά μιας εφημερίδας και ενός δημοσιογράφου δεν είναι να βρίσκεται απέναντι σε μια -εκλεγμένη- κυβέρνηση, ή δίπλα σε ένα κόμμα. Η δουλειά του είναι να αναζητά ειδήσεις και πληροφορίες, να σχολιάζει και να αναλύει. Από αυτά προκύπτει η σχέση του με τις κυβερνήσεις, τα κόμματα και την πολιτική εν γένει. Μια κυβέρνηση είναι κακή γιατί οι πληροφορίες του περιγράφουν αρνητικά της πολιτική της. Οι πληροφορίες και τα πραγματικά περιστρατικά, όχι οι κίισεις και οι διαθέσεις. Άρα οποιος θέλει να ρίξει μια κυβέρνηση δεν ειναι παρά να ερευνήσει και να αποκαλύψει. Όχι να σχολιάζει μονομερώς και με προκατάληψη τα τρέχοντα γεγονότα. Δικαίωμά του, αλλά αυτό ειναι πολιτική αντιπαράθεση, όχι πληροφόρηση…
Πρωτίστως η ικανότητα του δημοσιογράφου -και όχι του εκδότη, του επιχειρηματία- να πλήξει μια κυβέρνηση και οποιαδήποτε εξουσία, με τη δουλειά του στην εφημερίδα του, προκύπτει από τη σχέση του με την αλήθεια και την ενημέρωση, όπως αναδεικνύονται με ντοκουμέντα και στοιχεία που προσκομίζει. Αυτά δηλαδή που αναζητούν οι αναγνώστες. Οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, πρώτα επιλέγουν κόμμα και μετά εφημερίδα. Α- και δεν τρώνε λωτούς και κουτόχορτο…
- από κείμενο του δημοσιογράφου και πρώην στελέχους του ΔΟΛ Γιώργου Λακόπουλου στο anoixtoparathyro