Γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης
Όταν στέκεσαι μπροστά στην αρχή του ελληνικού καλοκαιριού, νομίζεις ότι δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ. Η απόσταση ως το Σεπτέμβριο δείχνει μακρινή, σαν το βυθό του Ιονίου. Και εσύ, σηκώνεις το παχύ χαλί της ζέστης και σπρώχνεις από κάτω εκκρεμότητες και υποχρεώσεις.
Από Σεπτέμβριο. Δεν είναι δα και μακριά, ούτε εβδομήντα μέρες δρόμος δεν είναι ως εκεί. Όμως μέχρι να φτάσεις, θα έχει πάρει χρώμα το δέρμα σου, οι φτέρνες θα σκληρύνουν ξυπόλυτες και θα πλυθούν στην αρμύρα. Και το κυριότερο: θα ξεχάσεις τον χειμώνα που έμεινε πίσω. Το ελληνικό..
καλοκαίρι κάνει τη δουλειά της Πρωτοχρονιάς: τραβάς μία γραμμή στην άμμο και λες ότι είναι καινούργια αφετηρία. Ακόμα και πολιτικά να το δεις, όταν μία κυβέρνηση φτάνει ως τον Ιούνιο, μπορεί πλέον να ποντάρει ότι θα κάνει και γιορτές. Τον Σεπτέμβριο οι άνθρωποι τρέχουν για τα σχολεία, τα κιλά και τα συναισθηματικά απομεινάρια των διακοπών. Και μετά μέχρι να μαζέψεις και την τελευταία ξεχασμένη βερμούδα, φτάνουν τα Χριστούγεννα.
Το ελληνικό καλοκαίρι, που λέτε, είναι φτιαγμένο από πλάνες. Νομίζεις ότι θα ξεκουραστείς, αλλά δεν θα το πετύχεις. Συχνά δε, μπορεί να εξαπατηθείς περιμένοντας τον έρωτα ή τον νέο σου εαυτό να βγει από τη θάλασσα. Θα κάνεις σχέδια για τον Σεπτέμβριο, αλλά θα τα αφήσεις θαμμένα στην άμμο. Όμως η μεγαλύτερη πλάνη είναι όταν συνηθίζεις και μετράς τη ζωή σου με τα καλοκαίρια. Πράγμα που, εκτός από απατηλό, είναι και άδικο. Εμείς εδώ στη Μεσόγειο σημαδεύουμε τη μνήμη μας με καλοκαίρια, ξεχνώντας ότι η αληθινή ζωή είναι, κυρίως, τα χειμωνιάτικα απογεύματα με βροχή ή εκείνες οι μέρες από τις οποίες το μόνο που περιμένεις είναι να νυχτώσουν.
Το ελληνικό καλοκαίρι πλέκει απάτες, αλλά και σου λέει με τον πιο πικρό κυνισμό την αλήθεια. Κάτω από τον ήλιο θρηνείς, χωρίς δάκρυα και συνείδηση, τη ρώμη που έχασες, το σφρίγος που πήρε η θάλασσα και τα λόγια που κάποτε ήταν μεγάλα, αλλά τώρα ντρέπεσαι να πεις. Και από ένα σημείο και μετά, τα καλοκαίρια σου φαίνονται μονότονα ίδια. Λες και όλα είναι εκεί, στη θέση τους και αλλάζεις μόνο εσύ, αργά το απόγευμα στην παραλία, όταν ο ήλιος δύει και η σκιά σου γίνεται ένα με το σκοτάδι.
- από το protagon
Όταν στέκεσαι μπροστά στην αρχή του ελληνικού καλοκαιριού, νομίζεις ότι δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ. Η απόσταση ως το Σεπτέμβριο δείχνει μακρινή, σαν το βυθό του Ιονίου. Και εσύ, σηκώνεις το παχύ χαλί της ζέστης και σπρώχνεις από κάτω εκκρεμότητες και υποχρεώσεις.
Από Σεπτέμβριο. Δεν είναι δα και μακριά, ούτε εβδομήντα μέρες δρόμος δεν είναι ως εκεί. Όμως μέχρι να φτάσεις, θα έχει πάρει χρώμα το δέρμα σου, οι φτέρνες θα σκληρύνουν ξυπόλυτες και θα πλυθούν στην αρμύρα. Και το κυριότερο: θα ξεχάσεις τον χειμώνα που έμεινε πίσω. Το ελληνικό..
καλοκαίρι κάνει τη δουλειά της Πρωτοχρονιάς: τραβάς μία γραμμή στην άμμο και λες ότι είναι καινούργια αφετηρία. Ακόμα και πολιτικά να το δεις, όταν μία κυβέρνηση φτάνει ως τον Ιούνιο, μπορεί πλέον να ποντάρει ότι θα κάνει και γιορτές. Τον Σεπτέμβριο οι άνθρωποι τρέχουν για τα σχολεία, τα κιλά και τα συναισθηματικά απομεινάρια των διακοπών. Και μετά μέχρι να μαζέψεις και την τελευταία ξεχασμένη βερμούδα, φτάνουν τα Χριστούγεννα.
Το ελληνικό καλοκαίρι, που λέτε, είναι φτιαγμένο από πλάνες. Νομίζεις ότι θα ξεκουραστείς, αλλά δεν θα το πετύχεις. Συχνά δε, μπορεί να εξαπατηθείς περιμένοντας τον έρωτα ή τον νέο σου εαυτό να βγει από τη θάλασσα. Θα κάνεις σχέδια για τον Σεπτέμβριο, αλλά θα τα αφήσεις θαμμένα στην άμμο. Όμως η μεγαλύτερη πλάνη είναι όταν συνηθίζεις και μετράς τη ζωή σου με τα καλοκαίρια. Πράγμα που, εκτός από απατηλό, είναι και άδικο. Εμείς εδώ στη Μεσόγειο σημαδεύουμε τη μνήμη μας με καλοκαίρια, ξεχνώντας ότι η αληθινή ζωή είναι, κυρίως, τα χειμωνιάτικα απογεύματα με βροχή ή εκείνες οι μέρες από τις οποίες το μόνο που περιμένεις είναι να νυχτώσουν.
Το ελληνικό καλοκαίρι πλέκει απάτες, αλλά και σου λέει με τον πιο πικρό κυνισμό την αλήθεια. Κάτω από τον ήλιο θρηνείς, χωρίς δάκρυα και συνείδηση, τη ρώμη που έχασες, το σφρίγος που πήρε η θάλασσα και τα λόγια που κάποτε ήταν μεγάλα, αλλά τώρα ντρέπεσαι να πεις. Και από ένα σημείο και μετά, τα καλοκαίρια σου φαίνονται μονότονα ίδια. Λες και όλα είναι εκεί, στη θέση τους και αλλάζεις μόνο εσύ, αργά το απόγευμα στην παραλία, όταν ο ήλιος δύει και η σκιά σου γίνεται ένα με το σκοτάδι.
- από το protagon