(ή) Απλά μαθήματα εκδοτικής πρακτικής (1): Το περιεχόμενο!
Toυ Γ. Λακόπουλου
Παλαιός παράγοντας του Συγκροτήματος Λαμπράκη συνήθιζε να λέει ότι «οι αναγνώστες μιας εφημερίδας κερδίζονται ένας- ένας και χάνονται ένας- ένας».
Εννοούσε ότι καθημερινά η εφημερίδα πρέπει να είναι σε θέση να καλύπτει τις ανάγκες των υφιστάμενων αναγνωστών της και να προσθέτει τουλάχιστον έναν – αλλιώς κινδυνεύει να χάσει τουλάχιστον έναν.
Όλα αυτά συμβαίνουν, έτσι ή αλλιώς μέσω των κειμένων της. Δηλαδή μέσω της δημοσιογραφίας. Τα κείμενα που δημοσιεύονται σε μια εφημερίδα -και υπόκεινται στον προαναφερόμενο κανόνα- έχουν τρεις πηγές προέλευσης..
Πρώτη πηγή είναι οι συντάκτες της, οι ρεπόρτερς, που συλλέγουν τις πληροφορίες αξιολογούν τις ειδήσεις, ιεραρχούν τα γεγονότα και τα παρουσιάζουν με τον τρόπο που έχει προεπιλέξει η εφημερίδα ανάλογα με το είδος της, και τις επιδιώξεις της, την αισθητική της και το κοινό της.
Κοινός παρονομαστής τους είναι πάντα ένας: να αυξηθούν οι αναγνώστες- άλλως πως να «πουλήσει φύλλα». Από αυτή την άποψη η δημοσιογραφία έχει και μια αξιολογική πλευρά. Αν ένας δημοσιογράφος δεν επαρκής σ’ αυτά ως προς τους στόχους της γιατί να τον κρατήσει;
(Πρέπει να σημειωθεί ότι η δημοσιογραφία δεν είναι πάρεργο. Νοθεύεται όταν κάποιος είναι δημοσιογράφος και κάτι άλλο. Όταν εργάζεται σε μια εφημερίδα και κάπου αλλού – ακόμη και αν πρόκειται για άλλο ΜΜΕ. Η δημοσιογραφική εργασία είναι αποκλειστική απασχόληση. Όταν αυτό δεν ισχύει αρχίζουν οι εκπτώσεις. Σε βάρος της ποιότητας και του αναγνώστη τελικά.)
Δεύτερη πηγή είναι οι μόνιμοι σχολιαστές και οι αναλυτές της που λογίζονται ως μόνιμο προσωπικό της και ενδεχομένως εκ παράλληλου να είναι και συντάκτες. Η επιλογή τους γίνεται με βάση τη πείρα, τις γνώσεις, την κουλτούρα και την αμερόληπτη κρίση τους, ώστε να λειτουργούν πειστικά στην ικανοποίηση των αναγνωστών και στην προσέλκυσή νέων.
Αλλιώς γιατί να χαραμίζει το χώρο της για να διατυπώνουν κάποιοι τον πόνο τους, τις επιθυμίες τους, τον κομματικό φανατισμό του και γενικώς να εκθέτουν -ακόμη και διατεταγμένες- εκδοχές των πραγμάτων που δεν συνάδουν με την εδραιωμένη σχέση της εφημερίδας με το κοινό της; Τι νόημα έχουν σχολιαστές που… διώχνουν αναγνώστες, με πρόσχημα ότι λένε τη «γνώμη τους». Ας βγάλουν δική τους εφημερίδα να τη λένε…
Τρίτη πηγή είναι οι εξωτερικοί συνεργάτες, κατά περίπτωση. Ο κύριος λόγος για να τους παραχωρήσει χώρο η εφημερίδα -πέρα από την κάλυψη μιας ανάγκης του υφιστάμενου κοινού της- είναι για να προσελκύουν νέους αναγνώστες. Αν δεν συμβαίνει αυτό ο χώρος πάει χαμένος για την εφημερίδα.
Αν πάλι, όπως συμβαίνει σήμερα, αυτοί οι συνεργάτες μόλις δημοσιεύεται το κείμενο τους το αναρτούν και στο Ιντερνέτ, τότε στερούν από την εφημερίδα την προσδοκώμενη προστιθέμενη αξία τους σε αναγνώστες- έστω έναν! Όσοι τους διαβάζουν -όσοι και αν είναι-, δεν θα χρειαστεί να την αγοράσουν και απλώς η εφημερίδα τους δίνει πρόσβαση στους κοινό της χωρίς όφελος. Γιατί να το κάνει;
Και για τα τρία η ευθύνη αποδοτικής λειτουργίας υπέρ της εφημερίδας -δηλαδή υπέρ του συνόλου όσων εμπλέκονται στην έκδοσή της, άρα και τη βιωσιμότητά της- βαρύνει την διεύθυνσή της. Αν δεν μπορεί να αξιολογήσει τους συντάκτες, να διακρίνει την επίδραση των σχολιαστών και να μετρήσει το ισοζύγιο των εξωτερικών συνεργατών δεν μπορεί να οδηγήσει μια εφημερίδα στην επιτυχία.
Οι επιτυχημένοι διευθυντές παλαιότερα τα τηρούσαν αυτά με… εκδοτική ευλάβεια. Τα τελευταία χρόνια υπήρχαν αρκετοί άσχετοι διευθυντές και η ασχετοσύνη τους προκύπτει ανάγλυφα στο τρόπο αντιμετώπισης αυτών των τριών πηγών παραγωγής ύλης.
ΣΥΝΕΠΩΣ όποιος θέλει να επενδύσει για να εκδώσει μια επιτυχημένη εφημερίδα ξεκινάει από το πρόσωπο που θα τη διευθύνει. Η εφημερίδα είναι σαν τα καράβια: ισχύει ο κανόνας περί «ενός ανδρός αρχής»- και για την ακρίβεια από την ικανότητά του να διαχειρίζεται συντάκτες, σχολιαστές και συνεργάτες.
Το νεκροταφείο των εφημερίδων που απέτυχαν ή που έκλεισαν είναι διάσπαρτο από παραδείγματα στα οποία έλειπαν αυτοί οι κανόνες των παλιών εκδοτών…
- από το anoixtoparathyro
Toυ Γ. Λακόπουλου
Παλαιός παράγοντας του Συγκροτήματος Λαμπράκη συνήθιζε να λέει ότι «οι αναγνώστες μιας εφημερίδας κερδίζονται ένας- ένας και χάνονται ένας- ένας».
Εννοούσε ότι καθημερινά η εφημερίδα πρέπει να είναι σε θέση να καλύπτει τις ανάγκες των υφιστάμενων αναγνωστών της και να προσθέτει τουλάχιστον έναν – αλλιώς κινδυνεύει να χάσει τουλάχιστον έναν.
Όλα αυτά συμβαίνουν, έτσι ή αλλιώς μέσω των κειμένων της. Δηλαδή μέσω της δημοσιογραφίας. Τα κείμενα που δημοσιεύονται σε μια εφημερίδα -και υπόκεινται στον προαναφερόμενο κανόνα- έχουν τρεις πηγές προέλευσης..
Πρώτη πηγή είναι οι συντάκτες της, οι ρεπόρτερς, που συλλέγουν τις πληροφορίες αξιολογούν τις ειδήσεις, ιεραρχούν τα γεγονότα και τα παρουσιάζουν με τον τρόπο που έχει προεπιλέξει η εφημερίδα ανάλογα με το είδος της, και τις επιδιώξεις της, την αισθητική της και το κοινό της.
Κοινός παρονομαστής τους είναι πάντα ένας: να αυξηθούν οι αναγνώστες- άλλως πως να «πουλήσει φύλλα». Από αυτή την άποψη η δημοσιογραφία έχει και μια αξιολογική πλευρά. Αν ένας δημοσιογράφος δεν επαρκής σ’ αυτά ως προς τους στόχους της γιατί να τον κρατήσει;
(Πρέπει να σημειωθεί ότι η δημοσιογραφία δεν είναι πάρεργο. Νοθεύεται όταν κάποιος είναι δημοσιογράφος και κάτι άλλο. Όταν εργάζεται σε μια εφημερίδα και κάπου αλλού – ακόμη και αν πρόκειται για άλλο ΜΜΕ. Η δημοσιογραφική εργασία είναι αποκλειστική απασχόληση. Όταν αυτό δεν ισχύει αρχίζουν οι εκπτώσεις. Σε βάρος της ποιότητας και του αναγνώστη τελικά.)
Δεύτερη πηγή είναι οι μόνιμοι σχολιαστές και οι αναλυτές της που λογίζονται ως μόνιμο προσωπικό της και ενδεχομένως εκ παράλληλου να είναι και συντάκτες. Η επιλογή τους γίνεται με βάση τη πείρα, τις γνώσεις, την κουλτούρα και την αμερόληπτη κρίση τους, ώστε να λειτουργούν πειστικά στην ικανοποίηση των αναγνωστών και στην προσέλκυσή νέων.
Αλλιώς γιατί να χαραμίζει το χώρο της για να διατυπώνουν κάποιοι τον πόνο τους, τις επιθυμίες τους, τον κομματικό φανατισμό του και γενικώς να εκθέτουν -ακόμη και διατεταγμένες- εκδοχές των πραγμάτων που δεν συνάδουν με την εδραιωμένη σχέση της εφημερίδας με το κοινό της; Τι νόημα έχουν σχολιαστές που… διώχνουν αναγνώστες, με πρόσχημα ότι λένε τη «γνώμη τους». Ας βγάλουν δική τους εφημερίδα να τη λένε…
Τρίτη πηγή είναι οι εξωτερικοί συνεργάτες, κατά περίπτωση. Ο κύριος λόγος για να τους παραχωρήσει χώρο η εφημερίδα -πέρα από την κάλυψη μιας ανάγκης του υφιστάμενου κοινού της- είναι για να προσελκύουν νέους αναγνώστες. Αν δεν συμβαίνει αυτό ο χώρος πάει χαμένος για την εφημερίδα.
Αν πάλι, όπως συμβαίνει σήμερα, αυτοί οι συνεργάτες μόλις δημοσιεύεται το κείμενο τους το αναρτούν και στο Ιντερνέτ, τότε στερούν από την εφημερίδα την προσδοκώμενη προστιθέμενη αξία τους σε αναγνώστες- έστω έναν! Όσοι τους διαβάζουν -όσοι και αν είναι-, δεν θα χρειαστεί να την αγοράσουν και απλώς η εφημερίδα τους δίνει πρόσβαση στους κοινό της χωρίς όφελος. Γιατί να το κάνει;
Και για τα τρία η ευθύνη αποδοτικής λειτουργίας υπέρ της εφημερίδας -δηλαδή υπέρ του συνόλου όσων εμπλέκονται στην έκδοσή της, άρα και τη βιωσιμότητά της- βαρύνει την διεύθυνσή της. Αν δεν μπορεί να αξιολογήσει τους συντάκτες, να διακρίνει την επίδραση των σχολιαστών και να μετρήσει το ισοζύγιο των εξωτερικών συνεργατών δεν μπορεί να οδηγήσει μια εφημερίδα στην επιτυχία.
Οι επιτυχημένοι διευθυντές παλαιότερα τα τηρούσαν αυτά με… εκδοτική ευλάβεια. Τα τελευταία χρόνια υπήρχαν αρκετοί άσχετοι διευθυντές και η ασχετοσύνη τους προκύπτει ανάγλυφα στο τρόπο αντιμετώπισης αυτών των τριών πηγών παραγωγής ύλης.
ΣΥΝΕΠΩΣ όποιος θέλει να επενδύσει για να εκδώσει μια επιτυχημένη εφημερίδα ξεκινάει από το πρόσωπο που θα τη διευθύνει. Η εφημερίδα είναι σαν τα καράβια: ισχύει ο κανόνας περί «ενός ανδρός αρχής»- και για την ακρίβεια από την ικανότητά του να διαχειρίζεται συντάκτες, σχολιαστές και συνεργάτες.
Το νεκροταφείο των εφημερίδων που απέτυχαν ή που έκλεισαν είναι διάσπαρτο από παραδείγματα στα οποία έλειπαν αυτοί οι κανόνες των παλιών εκδοτών…
- από το anoixtoparathyro