Γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης
ΌΤΑΝ άνοιξα το μπλοκάκι μου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν πρωθυπουργός και ο Αλέξης Τσίπρας ξεκινούσε καμπάνια για το Δεκαπενταμελές. Εκείνη την εποχή στις Εφορίες είχαν μόνο βιβλία, αριθμομηχανές και σφραγίδες. Ο φορολογούμενος διέθετε φάκελο. Κανονικό, από σκληρό χαρτόνι, τυλιγμένο με λαστιχάκι. Ο υπάλληλος έβαζε σκάλα, ανέβαινε στα ψηλότερα ράφια, τραβούσε το φάκελο, τίναζε τη σκόνη και επέστρεφε στο γραφείο του. Μπορεί να έσερνε τα πόδια του, έχοντας ένα τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη. Ίσως πάλι να επρόκειτο για κυρία, της μέσης ηλικίας, με παιδιά στο Λύκειο, σύζυγο στη σύνταξη και τη μαμά της κατάκοιτη στο σπίτι. Δεν σε κοιτούσε. Άνοιγε το φάκελο, έβαζε τα γυαλιά και σου έκανε νεύμα.. να σταματήσεις να μιλάς. Και μετά, αν ήταν όλα εντάξει, έπαιρνε το μπλοκάκι σου και πήγαινε στο μηχάνημα τη διάτρηση. Σου τρυπούσε το μπλοκάκι και το βιβλίο Εσόδων-Εξόδων. Και στα έδινε, χωρίς την ευχή της, για να πας να βγάλεις μεροκάματο.
ΔΕΝ ΞΕΡΩ αν είμαι εγώ πολύ μεγάλος ή, απλώς, το σύστημα άργησε να εκσυγχρονιστεί. Ήταν οι εποχές που, αν είχες θράσος, δήλωνες στην Εφορία όσα γούσταρες, ελπίζοντας να μη σου ζητήσουν αποδείξεις. Έκανες τη δήλωση, σαν εργόχειρο, στο σπίτι, γέμιζες το φάκελο με εκκαθαριστικά και βεβαιώσεις και, αν δεν τον ταχυδρομούσες, τον πήγαινες με τα χεράκια σου στην υπηρεσία. Ο έλεγχος και η επιβολή του φόρου γινόταν από τους υπαλλήλους. Ήταν, βρε παιδί μου, και ο κόσμος... «καλύτερος». Τότε, αν το έψαχνες, ήσουν συνταξιούχος (ας πούμε της Εθνικής Αντίστασης) στα 45 και οι δημοσιογράφοι έπαιρναν επιστροφή φόρου για την αγορά βιβλίων.
ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ότι αυτοί είναι λόγοι για τους οποίους αυτή η χώρα έπεσε στα γόνατα. Φυσικά και έχεις δίκιο. Μπορεί να μην είναι οι βασικοί λόγοι, αλλά πρόσθεσαν και αυτοί το βάρος που τους αναλογεί στην καμπούρα μας. Τέλος πάντων, τα χρόνια, οι δουλειές, οι κυβερνήσεις κυλούσαν στo timeline μου και εγώ έκοβα αποδείξεις, έγραφα το Βιβλίο, πλήρωνα φόρο, πήγαινα το χαρτί από το ασφαλιστικό Ταμείο και μετά πάλι έκοβα αποδείξεις και ξαναέγραφα το βιβλίο, περιμένοντας το φόρο. Μέχρι τις 31 Μαΐου 2017. Το μπλοκάκι έκλεισε.
ΣTO SITE του EΦΚΑ φαίνεται ότι δουλεύω από το 1980, δηλαδή μου προσέφεραν μία δεκαετία επιπλέον – έχω ακούσει ότι σε άλλους έχουν δώσει και πενήντα χρόνια. Αν είναι έτσι, παιδιά, να περάσω να μου δώσετε τη σύνταξη. Δεν θα μου δώσουν τίποτα, εννοείται. Διότι μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα δεν είχαν καταφέρει να υπολογίσουν τις εισφορές που επρόκειτο να τους αποδώσω ως ελεύθερος επαγγελματίας. Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα τις υπολογίσουν τώρα που δεν είμαι ελεύθερος επαγγελματίας. Και δεν αποκλείεται να στηθώ στο γκισέ για να αποδείξω ότι έχουν το λάθος άνθρωπο. Η αλήθεια είναι πως, ως ελεύθερος επαγγελματίας, ήμουν καλός και συνεπής φορολογούμενος.
ΣTH ΔΟΥΛΕΙΑ μας όταν υπάρχουν μαύρα, μιλάμε για πολλά, για πάρα πολλά λεφτά. Αν όμως δεν έχεις τέτοια τυχερά, τότε δεν έχεις και τίποτα να κρύψεις από την Εφορία. Τώρα, λυπάμαι, παιδιά, χάσατε έναν πελάτη. Δεν χάνω και εγώ λεφτά; Ναι, χάνω, απλώς εκτίμησα ότι με τις εισφορές που βασίζονται σε παρελθόντα έτη, οι υποχρεώσεις μου θα ήταν μεγαλύτερες των εισοδημάτων μου. Εντέλει καλύτερα με πιο λίγα και πιο ήρεμος, παρά να αισθάνομαι ότι, πέραν όλων των άλλων, έχω υιοθετήσει και ένα-δύο μετακλητούς, όπως κάνει η Action Aid με τα παιδάκια στον τρίτο κόσμο.
ΣΥΝΕΠΩΣ, sorry παιδιά, φέτος δεν θα σας πληρώσω το τέλος επιτηδεύματος. Και πώς θα τη βγάλω; Θα δείξει. Θα κάνω δουλειές με συμβάσεις ή με προσλήψεις της μίας ημέρας, θα μπω μέτοχος σε καμιά εταιρεία που αναλαμβάνει να κόβει τις αποδείξεις, θα πληρώνω φίλους να κόβουν αυτοί αποδείξεις για μένα, εν ανάγκη θα βάλω τα πόδια πάνω στο γραφείο και θα δουλεύω λιγότερο. Και να φανταστείς ότι είχα ανάγκη και όρεξη για περισσότερα. Θα το δούλευα καλά το μπλοκάκι, πιστεύω. Και όχι μόνο εγώ. Είναι χιλιάδες σαν και μένα. Και θα πληρώναμε φόρους. Όμως, πάει το κλείσαμε. Γεια σας, κορόιδα.
- το κείμενο του Κ. Γιαννακίδη δημοσιεύτηκε στο athensvoice.gr
ΌΤΑΝ άνοιξα το μπλοκάκι μου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν πρωθυπουργός και ο Αλέξης Τσίπρας ξεκινούσε καμπάνια για το Δεκαπενταμελές. Εκείνη την εποχή στις Εφορίες είχαν μόνο βιβλία, αριθμομηχανές και σφραγίδες. Ο φορολογούμενος διέθετε φάκελο. Κανονικό, από σκληρό χαρτόνι, τυλιγμένο με λαστιχάκι. Ο υπάλληλος έβαζε σκάλα, ανέβαινε στα ψηλότερα ράφια, τραβούσε το φάκελο, τίναζε τη σκόνη και επέστρεφε στο γραφείο του. Μπορεί να έσερνε τα πόδια του, έχοντας ένα τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη. Ίσως πάλι να επρόκειτο για κυρία, της μέσης ηλικίας, με παιδιά στο Λύκειο, σύζυγο στη σύνταξη και τη μαμά της κατάκοιτη στο σπίτι. Δεν σε κοιτούσε. Άνοιγε το φάκελο, έβαζε τα γυαλιά και σου έκανε νεύμα.. να σταματήσεις να μιλάς. Και μετά, αν ήταν όλα εντάξει, έπαιρνε το μπλοκάκι σου και πήγαινε στο μηχάνημα τη διάτρηση. Σου τρυπούσε το μπλοκάκι και το βιβλίο Εσόδων-Εξόδων. Και στα έδινε, χωρίς την ευχή της, για να πας να βγάλεις μεροκάματο.
ΔΕΝ ΞΕΡΩ αν είμαι εγώ πολύ μεγάλος ή, απλώς, το σύστημα άργησε να εκσυγχρονιστεί. Ήταν οι εποχές που, αν είχες θράσος, δήλωνες στην Εφορία όσα γούσταρες, ελπίζοντας να μη σου ζητήσουν αποδείξεις. Έκανες τη δήλωση, σαν εργόχειρο, στο σπίτι, γέμιζες το φάκελο με εκκαθαριστικά και βεβαιώσεις και, αν δεν τον ταχυδρομούσες, τον πήγαινες με τα χεράκια σου στην υπηρεσία. Ο έλεγχος και η επιβολή του φόρου γινόταν από τους υπαλλήλους. Ήταν, βρε παιδί μου, και ο κόσμος... «καλύτερος». Τότε, αν το έψαχνες, ήσουν συνταξιούχος (ας πούμε της Εθνικής Αντίστασης) στα 45 και οι δημοσιογράφοι έπαιρναν επιστροφή φόρου για την αγορά βιβλίων.
ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ότι αυτοί είναι λόγοι για τους οποίους αυτή η χώρα έπεσε στα γόνατα. Φυσικά και έχεις δίκιο. Μπορεί να μην είναι οι βασικοί λόγοι, αλλά πρόσθεσαν και αυτοί το βάρος που τους αναλογεί στην καμπούρα μας. Τέλος πάντων, τα χρόνια, οι δουλειές, οι κυβερνήσεις κυλούσαν στo timeline μου και εγώ έκοβα αποδείξεις, έγραφα το Βιβλίο, πλήρωνα φόρο, πήγαινα το χαρτί από το ασφαλιστικό Ταμείο και μετά πάλι έκοβα αποδείξεις και ξαναέγραφα το βιβλίο, περιμένοντας το φόρο. Μέχρι τις 31 Μαΐου 2017. Το μπλοκάκι έκλεισε.
ΣTO SITE του EΦΚΑ φαίνεται ότι δουλεύω από το 1980, δηλαδή μου προσέφεραν μία δεκαετία επιπλέον – έχω ακούσει ότι σε άλλους έχουν δώσει και πενήντα χρόνια. Αν είναι έτσι, παιδιά, να περάσω να μου δώσετε τη σύνταξη. Δεν θα μου δώσουν τίποτα, εννοείται. Διότι μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα δεν είχαν καταφέρει να υπολογίσουν τις εισφορές που επρόκειτο να τους αποδώσω ως ελεύθερος επαγγελματίας. Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα τις υπολογίσουν τώρα που δεν είμαι ελεύθερος επαγγελματίας. Και δεν αποκλείεται να στηθώ στο γκισέ για να αποδείξω ότι έχουν το λάθος άνθρωπο. Η αλήθεια είναι πως, ως ελεύθερος επαγγελματίας, ήμουν καλός και συνεπής φορολογούμενος.
ΣTH ΔΟΥΛΕΙΑ μας όταν υπάρχουν μαύρα, μιλάμε για πολλά, για πάρα πολλά λεφτά. Αν όμως δεν έχεις τέτοια τυχερά, τότε δεν έχεις και τίποτα να κρύψεις από την Εφορία. Τώρα, λυπάμαι, παιδιά, χάσατε έναν πελάτη. Δεν χάνω και εγώ λεφτά; Ναι, χάνω, απλώς εκτίμησα ότι με τις εισφορές που βασίζονται σε παρελθόντα έτη, οι υποχρεώσεις μου θα ήταν μεγαλύτερες των εισοδημάτων μου. Εντέλει καλύτερα με πιο λίγα και πιο ήρεμος, παρά να αισθάνομαι ότι, πέραν όλων των άλλων, έχω υιοθετήσει και ένα-δύο μετακλητούς, όπως κάνει η Action Aid με τα παιδάκια στον τρίτο κόσμο.
ΣΥΝΕΠΩΣ, sorry παιδιά, φέτος δεν θα σας πληρώσω το τέλος επιτηδεύματος. Και πώς θα τη βγάλω; Θα δείξει. Θα κάνω δουλειές με συμβάσεις ή με προσλήψεις της μίας ημέρας, θα μπω μέτοχος σε καμιά εταιρεία που αναλαμβάνει να κόβει τις αποδείξεις, θα πληρώνω φίλους να κόβουν αυτοί αποδείξεις για μένα, εν ανάγκη θα βάλω τα πόδια πάνω στο γραφείο και θα δουλεύω λιγότερο. Και να φανταστείς ότι είχα ανάγκη και όρεξη για περισσότερα. Θα το δούλευα καλά το μπλοκάκι, πιστεύω. Και όχι μόνο εγώ. Είναι χιλιάδες σαν και μένα. Και θα πληρώναμε φόρους. Όμως, πάει το κλείσαμε. Γεια σας, κορόιδα.
- το κείμενο του Κ. Γιαννακίδη δημοσιεύτηκε στο athensvoice.gr