Του Γιάννη Παντελάκη*
Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες, η Ηριάννα Β.Λ. περνάει τις μέρες της μέσα στις φυλακές Ελεώνα Θηβών. Αν τα πράγματα δεν πάρουν μια διαφορετική εξέλιξη στην πορεία, η Ηριάννα θα περάσει άλλα δεκατρία χρόνια στις φυλακές. Αυτές ή κάποιες άλλες. Αλλά πάντα φυλακές. Το ερώτημα είναι αν θα πρέπει τα πράγματα να πάρουν μια διαφορετική εξέλιξη ώστε αυτή η καταστρεπτική πορεία για τη ζωή ενός ανθρώπου να σταματήσει. Με δυο λόγια, αξίζει στην Ηριάννα να το βιώσει αυτό;
Ολα τα στοιχεία που υπάρχουν και έχουν δει το φως της δημοσιότητας, λένε πως όχι. Για την.. ακρίβεια, τα στοιχεία με τα οποία οδηγήθηκε η Ηριάννα στις φυλακές με μια τόσο βαριά ποινή κάθειρξης, είναι ιδιαίτερα ελλιπή. Είναι ελάχιστα και αμφισβητήσιμα από ειδικούς. Η καταδίκη της βασίστηκε σε «μερικό DNA», ποιός να το φανταζόταν πως σε ένα Εφετείο Κακουργημάτων αρκούσε ένα «μερικό DNA» για ν' αποφασίσει ότι ένας άνθρωπος θα περάσει ένα τόσο μεγάλο διάστημα από τη ζωή του σε ένα -κατ' ευφημισμό- σωφρονιστικό ίδρυμα.
Την ιστορία της Ηριάννας με όλα τα μη στοιχεία με τα οποία καταδικάστηκε τα αναφέρει σε ένα απόλυτα κατατοπιστικό σημείωμά της στην Popaganda η Ζωή Παρασίδη και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. Αυτό που πρέπει να επαναληφθεί και να προστεθεί στις -λίγες είναι αλήθεια- φωνές που ακόμα επιμένουν πως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει ζητούμενο στην Ελλάδα του 2017, είναι κάτι άλλο. Πως αν αφήνουμε τέτοιες ιστορίες να περνάνε απαρατήρητες επειδή αφορούν αγνώστους ανθρώπους με μικρές δυνατότητες άμυνας και περίπου στιγματισμένους για κάτι το οποίο δεν είναι, σύντομα μπορεί ανάλογες ιστορίες να συμβούν σε οποιονδήποτε άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Αρκεί αυτός να κάνει τις παρέες που κάποιοι δεν εγκρίνουν.
Στο εξαιρετικό βιβλίο του «Ἠ χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», πολλά χρόνια πριν (1974), ο Χάινριχ Μπελ αναφέρεται στην ιστορία μιας ανύποπτης κοπέλας που ζει στη Γερμανία, δουλεύει ως οικιακή βοηθός, δεν ασχολείται με την πολιτική αλλά απλά ερωτεύεται έναν καταζητούμενο από την αστυνομία. Αυτό αποτελεί το μοιραίο λάθος της, η Καταρίνα βιώνει άγρια καταδίωξη από το κράτος και από μερίδα των ΜΜΕ που την κανιβαλίζουν. Η περίπτωση της Ηριάννας μοιάζει εν μέρει, ευτυχώς τα ταμπλόιντ και τα κίτρινα ΜΜΕ δεν έχουν, απ όσο γνωρίζω, ασχοληθεί μαζί της με ένα ανάλογο τρόπο. Έχει ασχοληθεί το κράτος ωστόσο και οι μηχανισμοί του. Η ιστορία μοιάζει γιατί η Καταρίνα ερωτεύτηκε έναν κυνηγημένο από την αστυνομία, η Ηριάννα έναν επίσης κυνηγημένο που ωστόσο αθωώθηκε τελεσίδικα από τη δικαιοσύνη.
Αν στο 2017 βλέπουμε ιστορίες που μοιάζουν έστω και λίγο με εκείνη που περιγράφει ο Μπελ το 1974, τότε τα πράγματα παραμένουν σοβαρά παρ ότι έχουν περάσει τόσες δεκαετίες. Σε κάποια ΜΜΕ που ασχολήθηκαν προβάλλοντας το πρωτόγνωρο αυτής της καταδικαστικής απόφασης, αναφέρθηκε με ιδιαίτερη έμφαση πως η Ηριάννα είναι Πανεπιστημιακός. Μάλλον αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Είναι ένας άνθρωπος που εδώ και ημέρες βρίσκεται σε ένα κελί φυλακών με μια βαριά ποινή, με ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία και με ένα δυσοίωνο μέλλον μπροστά της…
* το κείμενο του Γιάννη Παντελάκη δημοσιευτηκε στο popaganda
Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες, η Ηριάννα Β.Λ. περνάει τις μέρες της μέσα στις φυλακές Ελεώνα Θηβών. Αν τα πράγματα δεν πάρουν μια διαφορετική εξέλιξη στην πορεία, η Ηριάννα θα περάσει άλλα δεκατρία χρόνια στις φυλακές. Αυτές ή κάποιες άλλες. Αλλά πάντα φυλακές. Το ερώτημα είναι αν θα πρέπει τα πράγματα να πάρουν μια διαφορετική εξέλιξη ώστε αυτή η καταστρεπτική πορεία για τη ζωή ενός ανθρώπου να σταματήσει. Με δυο λόγια, αξίζει στην Ηριάννα να το βιώσει αυτό;
Ολα τα στοιχεία που υπάρχουν και έχουν δει το φως της δημοσιότητας, λένε πως όχι. Για την.. ακρίβεια, τα στοιχεία με τα οποία οδηγήθηκε η Ηριάννα στις φυλακές με μια τόσο βαριά ποινή κάθειρξης, είναι ιδιαίτερα ελλιπή. Είναι ελάχιστα και αμφισβητήσιμα από ειδικούς. Η καταδίκη της βασίστηκε σε «μερικό DNA», ποιός να το φανταζόταν πως σε ένα Εφετείο Κακουργημάτων αρκούσε ένα «μερικό DNA» για ν' αποφασίσει ότι ένας άνθρωπος θα περάσει ένα τόσο μεγάλο διάστημα από τη ζωή του σε ένα -κατ' ευφημισμό- σωφρονιστικό ίδρυμα.
Την ιστορία της Ηριάννας με όλα τα μη στοιχεία με τα οποία καταδικάστηκε τα αναφέρει σε ένα απόλυτα κατατοπιστικό σημείωμά της στην Popaganda η Ζωή Παρασίδη και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. Αυτό που πρέπει να επαναληφθεί και να προστεθεί στις -λίγες είναι αλήθεια- φωνές που ακόμα επιμένουν πως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει ζητούμενο στην Ελλάδα του 2017, είναι κάτι άλλο. Πως αν αφήνουμε τέτοιες ιστορίες να περνάνε απαρατήρητες επειδή αφορούν αγνώστους ανθρώπους με μικρές δυνατότητες άμυνας και περίπου στιγματισμένους για κάτι το οποίο δεν είναι, σύντομα μπορεί ανάλογες ιστορίες να συμβούν σε οποιονδήποτε άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Αρκεί αυτός να κάνει τις παρέες που κάποιοι δεν εγκρίνουν.
Στο εξαιρετικό βιβλίο του «Ἠ χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», πολλά χρόνια πριν (1974), ο Χάινριχ Μπελ αναφέρεται στην ιστορία μιας ανύποπτης κοπέλας που ζει στη Γερμανία, δουλεύει ως οικιακή βοηθός, δεν ασχολείται με την πολιτική αλλά απλά ερωτεύεται έναν καταζητούμενο από την αστυνομία. Αυτό αποτελεί το μοιραίο λάθος της, η Καταρίνα βιώνει άγρια καταδίωξη από το κράτος και από μερίδα των ΜΜΕ που την κανιβαλίζουν. Η περίπτωση της Ηριάννας μοιάζει εν μέρει, ευτυχώς τα ταμπλόιντ και τα κίτρινα ΜΜΕ δεν έχουν, απ όσο γνωρίζω, ασχοληθεί μαζί της με ένα ανάλογο τρόπο. Έχει ασχοληθεί το κράτος ωστόσο και οι μηχανισμοί του. Η ιστορία μοιάζει γιατί η Καταρίνα ερωτεύτηκε έναν κυνηγημένο από την αστυνομία, η Ηριάννα έναν επίσης κυνηγημένο που ωστόσο αθωώθηκε τελεσίδικα από τη δικαιοσύνη.
Αν στο 2017 βλέπουμε ιστορίες που μοιάζουν έστω και λίγο με εκείνη που περιγράφει ο Μπελ το 1974, τότε τα πράγματα παραμένουν σοβαρά παρ ότι έχουν περάσει τόσες δεκαετίες. Σε κάποια ΜΜΕ που ασχολήθηκαν προβάλλοντας το πρωτόγνωρο αυτής της καταδικαστικής απόφασης, αναφέρθηκε με ιδιαίτερη έμφαση πως η Ηριάννα είναι Πανεπιστημιακός. Μάλλον αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Είναι ένας άνθρωπος που εδώ και ημέρες βρίσκεται σε ένα κελί φυλακών με μια βαριά ποινή, με ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία και με ένα δυσοίωνο μέλλον μπροστά της…
* το κείμενο του Γιάννη Παντελάκη δημοσιευτηκε στο popaganda