Γράφει ο Στάθης Παχίδης
Γκαγκάαααν, γκαγκάααααν!!! Μόνο με πομπώδη -τάχα του κινδύνου- μουσική ξεκινά το έργο, που ζήσαμε τις δυο τελευταίες μέρες, εμείς οι άμαθοι της Φρεντοεσπρεσσοχώρας (ναι, ρε φραπόγαλο τέλος, εξελισσόμεθα αφού). Για να ολοκληρωθεί το ηχητικό χαλί, βάλτε μαρσαρίσματα μηχανών, ίου ίου μπλε φάρων, φωνές σε γουόκι τόκι και νευρικές σφυρίχτρες τροχονόμων (βρε καλώς τους!!! Άχου, άχου, τον Νετανιάχου ήθελαν, για να εμφανιστούν οι τροχονόμοι).
Τριμερής Ελλάδος – Κύπρου και Ισραήλ ήταν το θέμα της ταινίας και εκείνες οι ασπροκόκκινες ταινίες παντού μας είχαν έγκαιρα προειδοποιήσει πως πρόκειται για υπερπαραγωγή.. Κάτι δικοί μας Κάλαχαν από τα Λιντλ, κάτι όχι μουσαντοί Μοσανταίοι, Ζητάδες, Δίες, Ήρα κι όλο το δωδεκάθεο σε δρόμους ερμητικά κλειστούς, σε μια προσομοίωση κατάστασης πολιορκίας – οι λέξεις στάση και στάθμευση βγήκαν δια μιας εκτός νόμου. Έλεγες πως, όπου να ναι, σκάει μύτη ο Μπρους Γουίλις πάνοπλος στην περιοχή Σχολής Τυφλών ή θα εμφανισθεί στην οροφή του θρυλικού 31 λεωφορείου «Βούλγαρη-Σφαγεία» ο Σιλβέστερ (μπορεί και ο Τέλης) Σταλόνε.
Και όμως οι υψηλόφρονες συμπολίτες ουδόλως εμάσησαν – τι να μας πουν τα μέτρα ασφαλείας κι οι Μοσανταίοι ρε, εμάς που ‘χουμε αντέξει απεργίες του ΟΑΣΘ; Τον υπνάκο μας το μεσημέρι μάς έσκισαν εκείνοι οι επίμονοι με τα ελικόπτερα και τα αερόπλανα αλλά χαλάλι, αφού είναι για το καλό της χώρας…
Κι έρχεται η ώρα της αναχώρησης των ηγετών – εδώ η μουσική γίνεται περιπάτου. Από το μπαλκόνι φίλου στην Ανθέων, οδό προς αεροδρόμιο, το θέαμα κόβει την ανάσα. Άδειος ο δρόμος και κανά δυο κουρσάκια που ξέμειναν, διώκονται άρον άρον από αλαλάζοντες αστυνομικούς.
Εμφανίζεται αίφνης να ‘ρχεται από μακριά εξαίσιος θίασος, μοιάζει πολεμικό πια το έργο: πρώτα η πομπή των μοτοσικλετιστών με τα γνωστά ασφαλίτικα και με τρία γυαλιστερά μαύρα τζιπ. Δυο Μερσεντές ίδιες ακολουθούν και μια τζιπούρα στα 50 εκατοστά μόνο απόσταση από τους λαοπρόβλητους. Αμέσως πίσω άλλα τρία τζιπ κι ένας όρχος με ασθενοφόρο και βανάκια θορυβώδη ενώ κλείνει το σπεκτάκλ με ασφαλίτικα και μοτοσικλετιστές. Ελικόπτερα κι αεροπλάνα υπερίπτανται και λες, όπου να ‘ναι θα σκάσουν μύτη και τίποτα βατραχάνθρωποι απ’ τα στενάκια.
Κι όμως η επική ανατροπή έρχεται. Κάθε έργο τέχνης, που σέβεται τους θεατές του, την περιέχει απαραίτητα. Κατεβαίνει αμέριμνος και σουζομεροκαματιάρης, κόντρα στη ροή του από ώρα αποκλεισμένου, κάθετου στην κεντρική οδό, στενού, ένας ντελιβεράς από σουβλακερί επί παπακίου. Ουδείς προέβλεψε την έλευση του – ούτε κάμερες ασφαλείας ούτε δορυφόροι ούτε η Μοσάντ. Είναι από την «Γύρομπανκ», είναι από τον «Γύρο του Θανάτου» ή είναι από το «Τάκα τάκα μαμ – το στέκι του Αβράαμ»; Αυτά τα ακανθώδη ερωτήματα ουδείς μπορεί να τα απαντήσει, ούτε κι αν μέσα στο κιβωτιάκι του μεταφέρει προς απελπισμένο πεινάλα, πιτόγυρο με απ’ όλα (χημικό όπλο), κοψίδια αέρος-εδάφους ή κεμπάπια φονικά.
Ο ντελιβεράς, αντιλαμβανόμενος τη σατανική συνωμοσία του χωροχρόνου, αλλά και ακούγοντας τα μπινελίκια της αρκούδας από βαθμοφόρους αστυνομικούς, κοντοστέκεται προς στιγμή. Τρίλημμα μεταξύ μεροκάματου, ένστικτου επιβίωσης και εθνικού καθήκοντος προφανώς τον ταλανίζει – εκτός κι αν παρήγγειλε πιτόγυρα για αναμνηστικά ο Νετανιάχου.
Η διεθνής πολιτική σκακιέρα, οι τριμερείς συμφωνίες, τα ύψιστα μέτρα ασφαλείας, η μαυροφορεμένη σιδερόφρακτη πομπή που πλησιάζει απειλητική στον -για μια στιγμή- κοντοστεκούμενο ντελιβερά, ουδόλως κάμπτουν το ηθικό του. Μεροκάματο πάνω απ’ όλα. Με μια αριστοτεχνική κίνηση, ανεβάζει το παπάκι στο πεζοδρόμιο και, απτόητος και τροπαιοφόρος, κινείται μέσα σε ουρλιαχτά, σφυρίγματα και μπινελίκια, αντίθετα στην κατεύθυνση της σιδερόφρακτης πομπής, που είναι πια πλάι του αλλά στον έρημο δρόμο. Επί του ελεύθερου πεζοδρομίου, ακαταδίωκτος και ευθυτενής επί του παπακίου εξακοντίζεται προς τον ποθούμενο στόχο της παράδοσης – τα πιτόγυρα ζεστά τρώγονται.
Πώς το λέει εκείνο το τραγούδι, να δεις. «Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει…» πάντα θα υπάρχει ένας ντελιβεράς, να τους κάνει πλάκα και να σώζει το γόητρο.
- από το protagon.gr
Γκαγκάαααν, γκαγκάααααν!!! Μόνο με πομπώδη -τάχα του κινδύνου- μουσική ξεκινά το έργο, που ζήσαμε τις δυο τελευταίες μέρες, εμείς οι άμαθοι της Φρεντοεσπρεσσοχώρας (ναι, ρε φραπόγαλο τέλος, εξελισσόμεθα αφού). Για να ολοκληρωθεί το ηχητικό χαλί, βάλτε μαρσαρίσματα μηχανών, ίου ίου μπλε φάρων, φωνές σε γουόκι τόκι και νευρικές σφυρίχτρες τροχονόμων (βρε καλώς τους!!! Άχου, άχου, τον Νετανιάχου ήθελαν, για να εμφανιστούν οι τροχονόμοι).
Τριμερής Ελλάδος – Κύπρου και Ισραήλ ήταν το θέμα της ταινίας και εκείνες οι ασπροκόκκινες ταινίες παντού μας είχαν έγκαιρα προειδοποιήσει πως πρόκειται για υπερπαραγωγή.. Κάτι δικοί μας Κάλαχαν από τα Λιντλ, κάτι όχι μουσαντοί Μοσανταίοι, Ζητάδες, Δίες, Ήρα κι όλο το δωδεκάθεο σε δρόμους ερμητικά κλειστούς, σε μια προσομοίωση κατάστασης πολιορκίας – οι λέξεις στάση και στάθμευση βγήκαν δια μιας εκτός νόμου. Έλεγες πως, όπου να ναι, σκάει μύτη ο Μπρους Γουίλις πάνοπλος στην περιοχή Σχολής Τυφλών ή θα εμφανισθεί στην οροφή του θρυλικού 31 λεωφορείου «Βούλγαρη-Σφαγεία» ο Σιλβέστερ (μπορεί και ο Τέλης) Σταλόνε.
Και όμως οι υψηλόφρονες συμπολίτες ουδόλως εμάσησαν – τι να μας πουν τα μέτρα ασφαλείας κι οι Μοσανταίοι ρε, εμάς που ‘χουμε αντέξει απεργίες του ΟΑΣΘ; Τον υπνάκο μας το μεσημέρι μάς έσκισαν εκείνοι οι επίμονοι με τα ελικόπτερα και τα αερόπλανα αλλά χαλάλι, αφού είναι για το καλό της χώρας…
Κι έρχεται η ώρα της αναχώρησης των ηγετών – εδώ η μουσική γίνεται περιπάτου. Από το μπαλκόνι φίλου στην Ανθέων, οδό προς αεροδρόμιο, το θέαμα κόβει την ανάσα. Άδειος ο δρόμος και κανά δυο κουρσάκια που ξέμειναν, διώκονται άρον άρον από αλαλάζοντες αστυνομικούς.
Εμφανίζεται αίφνης να ‘ρχεται από μακριά εξαίσιος θίασος, μοιάζει πολεμικό πια το έργο: πρώτα η πομπή των μοτοσικλετιστών με τα γνωστά ασφαλίτικα και με τρία γυαλιστερά μαύρα τζιπ. Δυο Μερσεντές ίδιες ακολουθούν και μια τζιπούρα στα 50 εκατοστά μόνο απόσταση από τους λαοπρόβλητους. Αμέσως πίσω άλλα τρία τζιπ κι ένας όρχος με ασθενοφόρο και βανάκια θορυβώδη ενώ κλείνει το σπεκτάκλ με ασφαλίτικα και μοτοσικλετιστές. Ελικόπτερα κι αεροπλάνα υπερίπτανται και λες, όπου να ‘ναι θα σκάσουν μύτη και τίποτα βατραχάνθρωποι απ’ τα στενάκια.
Κι όμως η επική ανατροπή έρχεται. Κάθε έργο τέχνης, που σέβεται τους θεατές του, την περιέχει απαραίτητα. Κατεβαίνει αμέριμνος και σουζομεροκαματιάρης, κόντρα στη ροή του από ώρα αποκλεισμένου, κάθετου στην κεντρική οδό, στενού, ένας ντελιβεράς από σουβλακερί επί παπακίου. Ουδείς προέβλεψε την έλευση του – ούτε κάμερες ασφαλείας ούτε δορυφόροι ούτε η Μοσάντ. Είναι από την «Γύρομπανκ», είναι από τον «Γύρο του Θανάτου» ή είναι από το «Τάκα τάκα μαμ – το στέκι του Αβράαμ»; Αυτά τα ακανθώδη ερωτήματα ουδείς μπορεί να τα απαντήσει, ούτε κι αν μέσα στο κιβωτιάκι του μεταφέρει προς απελπισμένο πεινάλα, πιτόγυρο με απ’ όλα (χημικό όπλο), κοψίδια αέρος-εδάφους ή κεμπάπια φονικά.
Ο ντελιβεράς, αντιλαμβανόμενος τη σατανική συνωμοσία του χωροχρόνου, αλλά και ακούγοντας τα μπινελίκια της αρκούδας από βαθμοφόρους αστυνομικούς, κοντοστέκεται προς στιγμή. Τρίλημμα μεταξύ μεροκάματου, ένστικτου επιβίωσης και εθνικού καθήκοντος προφανώς τον ταλανίζει – εκτός κι αν παρήγγειλε πιτόγυρα για αναμνηστικά ο Νετανιάχου.
Η διεθνής πολιτική σκακιέρα, οι τριμερείς συμφωνίες, τα ύψιστα μέτρα ασφαλείας, η μαυροφορεμένη σιδερόφρακτη πομπή που πλησιάζει απειλητική στον -για μια στιγμή- κοντοστεκούμενο ντελιβερά, ουδόλως κάμπτουν το ηθικό του. Μεροκάματο πάνω απ’ όλα. Με μια αριστοτεχνική κίνηση, ανεβάζει το παπάκι στο πεζοδρόμιο και, απτόητος και τροπαιοφόρος, κινείται μέσα σε ουρλιαχτά, σφυρίγματα και μπινελίκια, αντίθετα στην κατεύθυνση της σιδερόφρακτης πομπής, που είναι πια πλάι του αλλά στον έρημο δρόμο. Επί του ελεύθερου πεζοδρομίου, ακαταδίωκτος και ευθυτενής επί του παπακίου εξακοντίζεται προς τον ποθούμενο στόχο της παράδοσης – τα πιτόγυρα ζεστά τρώγονται.
Πώς το λέει εκείνο το τραγούδι, να δεις. «Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει…» πάντα θα υπάρχει ένας ντελιβεράς, να τους κάνει πλάκα και να σώζει το γόητρο.
- από το protagon.gr