Του Γ. Λακόπουλου (anoixtoparathyro)
Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας… Ο Αδαμάντιος Πεπελάσης ήταν ένα φωτεινό πρόσωπο: πανεπιστημιακός δάσκαλος, τραπεζίτης, διανοούμενος, συγγραφέας, πολιτικός αναλυτής, αρθρογράφος και ακατανίκητος εραστής- της ζωής . Ταυτόχρονα ήταν σαν το κόκκινο κρασί που παλιώνει τόσο καλύτερο γίνεται.
Έμεινε ως το τέλος του βίου του ο νεότερος της παρέας. Για την ακρίβεια ήταν ένας προβολέας με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έκανε αληθινή μια φράση του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σο: «Η νεότητα είναι θαυμάσιο πράγμα – τι κρίμα να χαραμίζεται στους νέους».
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είπε κάποτε ότι ο σκοπός της τέχνης είναι να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Προφανώς έχει δίκιο. Αλλά εμένα με έκανε καλύτερο άνθρωπο ο Διαμαντής..
Πεπελάσης. Αυτός είναι ο απολογισμός της προσωπικής σχέσης μου μαζί του.
Υπάρχουν κι άλλοι που συμφωνούν. Η φιλία του τους έκανε να βλέπουν αλλιώς τα πράγματα. Ο Αλέκος, ο Σάκης, ο Χριστόφορος, ο Νίκος…
Ο Πεπελάσης είχε πάθος για τη ζωή. Τη χαιρόταν σαν άνθρωπος που τη διεκδίκησε και την έζησε. Τη χόρτασε. Δημιουργικά, γόνιμα και μαχητικά. Και την ευγνωμονούσε.
» Εγώ ο χωρικός από τη Γαστούνη υπήρξα τυχερός…».
Στη συναρπαστική διαδρομή του βίου του Γαστούνη- Αθήνα-Μπέρκλει και πάλι Αθήνα- πέτυχε τα περισσότερα από όσα μπορεί να επιδιώξει ένας άνθρωπος και ένας επιστήμονας.
Είχε προσωπικότητα που σαγήνευε. Δεν διαμαρτυρόταν ποτέ, δεν δυσφορούσε, δεν ήταν ποτέ κουρασμένος, δεν είχε αρνηθεί καμιά πρόσκληση και καμία πρόκληση. Ούτε την αναμέτρησή του με κανένα μέγεθος.
Η προσωπική του ακεραιότητά του και η επιστημονική γνώση του επέδρασαν σαν ζωογόνος βροχή στην ελληνική ύπαιθρο, από την Αγροτική Τράπεζα, επί Γέρου και επί Καραμανλή, πριν και μετά τη χούντα, αλλά και στην ελληνική επενδυτικη κοινότητα από την Εμπορική, επί Ανδρέα Παπανδρέου.
Σπουδαίος και άρχοντας
Ο Πεπελάσης υπήρξε «ταξιδευτής κι επιστροφεύς»- κατά το καταπληκτικό επίγραμμα στην προτομή του Εμπειρίκου στην Άνδρο. Το σώμα του και το πνεύμα του, πηγαινοέρχονταν στο χρόνο και στο χώρο. Αλλά επέστρεφαν πάντα στη Γαστούνη και σε ένα κύκλο προσώπων, ζώντων και τεθνεώτων, που αποτελούσαν προσωπικό χώρο του.
Με τη σοφία του και το προσωπικό του παράδειγμα δίδασκε την τέχνη του χρόνου. Άντεξε στο χρόνο-και στην κρίση του. Κινήθηκε με εκπληκτική άνεση και αρχοντιά στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον- εκεί που κατέφυγε τελικά για να περιπλανάται πλέον στις σκέψεις τις καρδιές μας – και στην αιώνια μνήμη της παρουσίας του.
Το όνομα του καθηγητή Πεπελάση, υπάρχει σ’ έναν κατάλογο σπουδαίων οικονομολόγων που ανέδειξε η Ελλάδα, τον 20 αιώνα: Βαρβαρέσος, Ζολώτας, Αγγελόπουλος, Ανδρέας Παπανδρέου, Πεπελάσης,– θα δούμε ποιοι από τους νεότερους θα προστεθεί.
Η στενή συνεργασία και συμπορευσή του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η σύνδεσή του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – και η ύστερη φιλία του με τον νεότερο Καραμανλή- με τον Κανελλόπουλο, με τον Γεώργιο Παπανδρέου, με τον Ηλιού και άλλους κορυφαίους της πολιτικής σ’ όλο το πολιτικό φάσμα, η πρώιμη γνωριμία του με τον Κόντογλου, η αδελφοποίησή του με τον Μίκη , οι επαφές του με μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης και της επιστήμης, η σύμπραξη του με τον Χρήστο Λαμπράκη και πάνω από όλα η λατρευτική σχέση του με τους απλούς ανθρώπους, η ταπεινότητα του, η αίσθηση προσφοράς, το υψηλό αίσθημα πατριωτισμού και το περιεχόμενο της δημόσιας παρουσίας του γενικά, συνθέτουν ένα πορτρέτο που συναρπάζει.
Αυτό το πορτρέτο αναδύει διαχρονική οικουμενικότητά που σπάνια υπάρχει σε δημόσιο πρόσωπο. Ο Πεπελάσης ήταν σαν μια παλιά διαφήμιση του «Άσσος φίλτρο»: είχε παντού μόνο φίλους. Ήταν το πρότυπο πολίτη που μπορούσε φανταστεί κανείς από Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέχρι αχθοφόρο -να αποπνέει την ίδια αξιοπρέπεια, την ίδια γλυκύτητα και καλοσύνη και ταυτόχρονα την ίδια σοφία και το ίδιο κύρος.
Η Χρυσάνθη Ρουτζούνη θυμάται από τα παιδικά της χρόνια την μητέρα της να λέει, όταν στις συζητήσεις της ήθελε να τεκμηριώσει τη γνώμη της για κάτι: «Το είπε ο Αδαμάντιος Πεπελάσης».
Φιγούρα λιτή, από φυσικού της, ταπεινή και ταυτόχρονα ακτινοβόλα, έδινε την ευκαιρία να καταλάβεις από τι υλικά είναι φτιαγμένοι οι σπουδαίοι άνθρωποι: από χαμόγελο και κουράγιο. Ακόμη και στις μεγάλες πίκρες του -και γνώρισε τέτοιες- δεν έβγαινε κακός λόγος από το στόμα του. Ακόμη και για όσους τον απογοήτευσαν είχε κατανόηση.
Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ο Πεπελάσης άλλαξε μαγικά τη μορφή του. Έγινε ξανά το παιδί από τη Γαστούνη, ο γιός του φαρμακοποιού που μηχανεύεται τρόπους για να σπάσει τα σύνορα, να φύγει με τελικό σκοπό να επιστρέψει, ξέροντας ότι η επιστροφή είναι αυτή που σου δίνει το ωραίο ταξίδι.
Μπορεί να γνώρισε όλο τον κόσμο, μερικά πράγματα όμως που κουβαλούσε μαζί του από τη Γαστούνη δεν τα άλλαξε ποτέ. Λέει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του:
«Τα παιδιά των ηλεκτροφωτισμένων κοινωνιών, δεν μπορούν εύκολα να βιώσουν τη άλλη μισή αλήθεια του χρόνου». Είναι ένας ύμνος στη φυσική πορεία των πραγμάτων. Ο ίδιος ήξρε να δημιουργεί με το φως του ήλιου, να παρατηρείς τον κόσμο ακόμη και στο σκοτάδι, να ακούει τον ανθρώπινο ήχο και τη φύση, να ελπίζει και να ονειρεύεσαι.
Θεωρούσε ευτυχή τον εαυτό του που μοιράσθηκε σε τρείς χώρες και για πολλές δεκαετίες αυτή την αντίληψη ζωής με την Έλλη, μάνα των παιδιών του και συνοδοιπόρο του στη διαδρομή Αθήνα- Λονδίνο- Σαν Φρανσίσκο- Αθήνα.
Αιώνιος Έλληνας
Στις εναλασσόμενες δεκαετίες της σταδιοδρομίας του, ήταν στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος και λαμπερός και ταυτόχρονα είναι διανοητής, οραματιστής, ονειροπόλος, ρομαντικός και ευαίσθητος. Και τζεντλεμαν!
Ανεπηρέαστος από τις μεταβολές χαρακτήρων γύρω του- ακόμη και όταν επρόκειτο για τον Ανδρέα Παπανδρέου που σημάδεψε τη μοίρα του. Ήταν ο μόνος που ήξερε σε βάθος- καθώς συνυπήρξαν προτού ο γιος του Γέρου επιστρέψει και μπει στην πολιτική- όπως αποτυπώσαμε στο βιβλίο «Του μιλάνε τα κύματα» (Εκδόσεις Καστανιώτη).
Αν τον πίεζε κάτι ήταν ο κυριαρχία του «αγροίκου πλούτου» , όπως έλεγε και η υποχώρηση του συλλογικού καθήκοντος συμβολής στην ανάταξη της χώρας που διέκρινε γύρω του.
Ήταν αιώνιος Έλληνας που πήρε όλα τα προτερήματα από τη γενιά του και κανένα από τα ελαττώματά. Ταυτίστηκε με τον ουμανισμό των ιδεών της και ποτέ με τη βαρβαρότητα των εκτροπών της. Για την κοινωνία που τον παρακολουθούσε υπήρξε η ζώσα επιβεβαίωση για αξίες όπως η ηθική, ο λιτός βίος, η αγωνιστική κουλτούρα, η προσφορά, η ευγένεια των τρόπων, η προσπάθεια για τη συμφιλίωση των ανθρώπων, η πίστη στη μάχη των ιδεών, η συγκίνηση για το τραγούδι και τον έρωτα, η αγάπη για το καλό, το ωραίο και το απλό, το ενδιαφέρον για την τέχνη και την πολιτική, η αληθινή αγωνία για τις εξελίξεις στον κόσμο και για όσα συνέβαιναν στη χώρα του.
Με τον Πεπελάση συνέβαινε κάτι παράδοξο. Οι παλιοί τον χρειάζονταν γιατί κρατούσε αναμμένο το καντήλι τους. Οι νέοι τον αναζητούσαν για να γνωρίσουν την αύρα του. Αν, όπως έλεγε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, «ή γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί , ή κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», ο ίδιος έβγαλε τα έβγαλε τα διαζευκτικά- τα έκανε και τα δυο.
Ακόμη και στην τελευταία δεκαετία του πλήρους βίου του κινήθηκε με ταχύτητες εφήβου. Μιλούσε σε εκδηλώσεις και στα ΜΜΕ ανά την επικράτεια, συμμετείχε, συζητούσε, έγραφε- και τίμησε το Ανοιχτό Παράθυρο με τα κείμενά του εξ αρχής- παροτρύνοντας το γιο του να συνεχίσει.
Κυρίως αντιστεκόταν, συμβούλευε κινητοποιούσε τις παρέες και χαμογελούσε αισιόδοξα και ενίοτε στωικά. Έζησε με τρόπο που επέτρεπε στους φίλους του να τον υπερασπιστούν -χωρίς να χρειάζεται ποτέ να το κάνουν.
Είχα την τύχη να είμαι φίλος του ως το τέλος. Την τελευταία φορά που τον είδα- θλιμμένο, εξαντλημένο, αλλά γαλήνιο -δεν τόλμησα να τον αποτυπώσω με την Leica του Ανδρέα Παπανδρέου -του τη χάρισε πριν από μισό αιώνα και μου την έδωσε σαν πανάκριβο δείγμα εμπιστοσύνης.
Αυτό το κείμενο – το πρώτο στη ζωή μου ως «γραφιά» σε πρώτο ενικό πρόσωπο- είναι το μόνο που μπορώ να του δώσω καθώς φεύγει για να πάρει μαζί του.
Να θυμάται εκεί πάνω πόσο ευλογημένη ήταν για μένα και την Ολυμπία η αγάπη και η φιλία του.
Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας… Ο Αδαμάντιος Πεπελάσης ήταν ένα φωτεινό πρόσωπο: πανεπιστημιακός δάσκαλος, τραπεζίτης, διανοούμενος, συγγραφέας, πολιτικός αναλυτής, αρθρογράφος και ακατανίκητος εραστής- της ζωής . Ταυτόχρονα ήταν σαν το κόκκινο κρασί που παλιώνει τόσο καλύτερο γίνεται.
Έμεινε ως το τέλος του βίου του ο νεότερος της παρέας. Για την ακρίβεια ήταν ένας προβολέας με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έκανε αληθινή μια φράση του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σο: «Η νεότητα είναι θαυμάσιο πράγμα – τι κρίμα να χαραμίζεται στους νέους».
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είπε κάποτε ότι ο σκοπός της τέχνης είναι να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Προφανώς έχει δίκιο. Αλλά εμένα με έκανε καλύτερο άνθρωπο ο Διαμαντής..
Πεπελάσης. Αυτός είναι ο απολογισμός της προσωπικής σχέσης μου μαζί του.
Υπάρχουν κι άλλοι που συμφωνούν. Η φιλία του τους έκανε να βλέπουν αλλιώς τα πράγματα. Ο Αλέκος, ο Σάκης, ο Χριστόφορος, ο Νίκος…
Ο Πεπελάσης είχε πάθος για τη ζωή. Τη χαιρόταν σαν άνθρωπος που τη διεκδίκησε και την έζησε. Τη χόρτασε. Δημιουργικά, γόνιμα και μαχητικά. Και την ευγνωμονούσε.
» Εγώ ο χωρικός από τη Γαστούνη υπήρξα τυχερός…».
Στη συναρπαστική διαδρομή του βίου του Γαστούνη- Αθήνα-Μπέρκλει και πάλι Αθήνα- πέτυχε τα περισσότερα από όσα μπορεί να επιδιώξει ένας άνθρωπος και ένας επιστήμονας.
Είχε προσωπικότητα που σαγήνευε. Δεν διαμαρτυρόταν ποτέ, δεν δυσφορούσε, δεν ήταν ποτέ κουρασμένος, δεν είχε αρνηθεί καμιά πρόσκληση και καμία πρόκληση. Ούτε την αναμέτρησή του με κανένα μέγεθος.
Η προσωπική του ακεραιότητά του και η επιστημονική γνώση του επέδρασαν σαν ζωογόνος βροχή στην ελληνική ύπαιθρο, από την Αγροτική Τράπεζα, επί Γέρου και επί Καραμανλή, πριν και μετά τη χούντα, αλλά και στην ελληνική επενδυτικη κοινότητα από την Εμπορική, επί Ανδρέα Παπανδρέου.
Σπουδαίος και άρχοντας
Ο Πεπελάσης υπήρξε «ταξιδευτής κι επιστροφεύς»- κατά το καταπληκτικό επίγραμμα στην προτομή του Εμπειρίκου στην Άνδρο. Το σώμα του και το πνεύμα του, πηγαινοέρχονταν στο χρόνο και στο χώρο. Αλλά επέστρεφαν πάντα στη Γαστούνη και σε ένα κύκλο προσώπων, ζώντων και τεθνεώτων, που αποτελούσαν προσωπικό χώρο του.
Με τη σοφία του και το προσωπικό του παράδειγμα δίδασκε την τέχνη του χρόνου. Άντεξε στο χρόνο-και στην κρίση του. Κινήθηκε με εκπληκτική άνεση και αρχοντιά στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον- εκεί που κατέφυγε τελικά για να περιπλανάται πλέον στις σκέψεις τις καρδιές μας – και στην αιώνια μνήμη της παρουσίας του.
Το όνομα του καθηγητή Πεπελάση, υπάρχει σ’ έναν κατάλογο σπουδαίων οικονομολόγων που ανέδειξε η Ελλάδα, τον 20 αιώνα: Βαρβαρέσος, Ζολώτας, Αγγελόπουλος, Ανδρέας Παπανδρέου, Πεπελάσης,– θα δούμε ποιοι από τους νεότερους θα προστεθεί.
Η στενή συνεργασία και συμπορευσή του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η σύνδεσή του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – και η ύστερη φιλία του με τον νεότερο Καραμανλή- με τον Κανελλόπουλο, με τον Γεώργιο Παπανδρέου, με τον Ηλιού και άλλους κορυφαίους της πολιτικής σ’ όλο το πολιτικό φάσμα, η πρώιμη γνωριμία του με τον Κόντογλου, η αδελφοποίησή του με τον Μίκη , οι επαφές του με μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης και της επιστήμης, η σύμπραξη του με τον Χρήστο Λαμπράκη και πάνω από όλα η λατρευτική σχέση του με τους απλούς ανθρώπους, η ταπεινότητα του, η αίσθηση προσφοράς, το υψηλό αίσθημα πατριωτισμού και το περιεχόμενο της δημόσιας παρουσίας του γενικά, συνθέτουν ένα πορτρέτο που συναρπάζει.
Αυτό το πορτρέτο αναδύει διαχρονική οικουμενικότητά που σπάνια υπάρχει σε δημόσιο πρόσωπο. Ο Πεπελάσης ήταν σαν μια παλιά διαφήμιση του «Άσσος φίλτρο»: είχε παντού μόνο φίλους. Ήταν το πρότυπο πολίτη που μπορούσε φανταστεί κανείς από Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέχρι αχθοφόρο -να αποπνέει την ίδια αξιοπρέπεια, την ίδια γλυκύτητα και καλοσύνη και ταυτόχρονα την ίδια σοφία και το ίδιο κύρος.
Η Χρυσάνθη Ρουτζούνη θυμάται από τα παιδικά της χρόνια την μητέρα της να λέει, όταν στις συζητήσεις της ήθελε να τεκμηριώσει τη γνώμη της για κάτι: «Το είπε ο Αδαμάντιος Πεπελάσης».
Φιγούρα λιτή, από φυσικού της, ταπεινή και ταυτόχρονα ακτινοβόλα, έδινε την ευκαιρία να καταλάβεις από τι υλικά είναι φτιαγμένοι οι σπουδαίοι άνθρωποι: από χαμόγελο και κουράγιο. Ακόμη και στις μεγάλες πίκρες του -και γνώρισε τέτοιες- δεν έβγαινε κακός λόγος από το στόμα του. Ακόμη και για όσους τον απογοήτευσαν είχε κατανόηση.
Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ο Πεπελάσης άλλαξε μαγικά τη μορφή του. Έγινε ξανά το παιδί από τη Γαστούνη, ο γιός του φαρμακοποιού που μηχανεύεται τρόπους για να σπάσει τα σύνορα, να φύγει με τελικό σκοπό να επιστρέψει, ξέροντας ότι η επιστροφή είναι αυτή που σου δίνει το ωραίο ταξίδι.
Μπορεί να γνώρισε όλο τον κόσμο, μερικά πράγματα όμως που κουβαλούσε μαζί του από τη Γαστούνη δεν τα άλλαξε ποτέ. Λέει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του:
«Τα παιδιά των ηλεκτροφωτισμένων κοινωνιών, δεν μπορούν εύκολα να βιώσουν τη άλλη μισή αλήθεια του χρόνου». Είναι ένας ύμνος στη φυσική πορεία των πραγμάτων. Ο ίδιος ήξρε να δημιουργεί με το φως του ήλιου, να παρατηρείς τον κόσμο ακόμη και στο σκοτάδι, να ακούει τον ανθρώπινο ήχο και τη φύση, να ελπίζει και να ονειρεύεσαι.
Θεωρούσε ευτυχή τον εαυτό του που μοιράσθηκε σε τρείς χώρες και για πολλές δεκαετίες αυτή την αντίληψη ζωής με την Έλλη, μάνα των παιδιών του και συνοδοιπόρο του στη διαδρομή Αθήνα- Λονδίνο- Σαν Φρανσίσκο- Αθήνα.
Αιώνιος Έλληνας
Στις εναλασσόμενες δεκαετίες της σταδιοδρομίας του, ήταν στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος και λαμπερός και ταυτόχρονα είναι διανοητής, οραματιστής, ονειροπόλος, ρομαντικός και ευαίσθητος. Και τζεντλεμαν!
Ανεπηρέαστος από τις μεταβολές χαρακτήρων γύρω του- ακόμη και όταν επρόκειτο για τον Ανδρέα Παπανδρέου που σημάδεψε τη μοίρα του. Ήταν ο μόνος που ήξερε σε βάθος- καθώς συνυπήρξαν προτού ο γιος του Γέρου επιστρέψει και μπει στην πολιτική- όπως αποτυπώσαμε στο βιβλίο «Του μιλάνε τα κύματα» (Εκδόσεις Καστανιώτη).
Αν τον πίεζε κάτι ήταν ο κυριαρχία του «αγροίκου πλούτου» , όπως έλεγε και η υποχώρηση του συλλογικού καθήκοντος συμβολής στην ανάταξη της χώρας που διέκρινε γύρω του.
Ήταν αιώνιος Έλληνας που πήρε όλα τα προτερήματα από τη γενιά του και κανένα από τα ελαττώματά. Ταυτίστηκε με τον ουμανισμό των ιδεών της και ποτέ με τη βαρβαρότητα των εκτροπών της. Για την κοινωνία που τον παρακολουθούσε υπήρξε η ζώσα επιβεβαίωση για αξίες όπως η ηθική, ο λιτός βίος, η αγωνιστική κουλτούρα, η προσφορά, η ευγένεια των τρόπων, η προσπάθεια για τη συμφιλίωση των ανθρώπων, η πίστη στη μάχη των ιδεών, η συγκίνηση για το τραγούδι και τον έρωτα, η αγάπη για το καλό, το ωραίο και το απλό, το ενδιαφέρον για την τέχνη και την πολιτική, η αληθινή αγωνία για τις εξελίξεις στον κόσμο και για όσα συνέβαιναν στη χώρα του.
Με τον Πεπελάση συνέβαινε κάτι παράδοξο. Οι παλιοί τον χρειάζονταν γιατί κρατούσε αναμμένο το καντήλι τους. Οι νέοι τον αναζητούσαν για να γνωρίσουν την αύρα του. Αν, όπως έλεγε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, «ή γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί , ή κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», ο ίδιος έβγαλε τα έβγαλε τα διαζευκτικά- τα έκανε και τα δυο.
Ακόμη και στην τελευταία δεκαετία του πλήρους βίου του κινήθηκε με ταχύτητες εφήβου. Μιλούσε σε εκδηλώσεις και στα ΜΜΕ ανά την επικράτεια, συμμετείχε, συζητούσε, έγραφε- και τίμησε το Ανοιχτό Παράθυρο με τα κείμενά του εξ αρχής- παροτρύνοντας το γιο του να συνεχίσει.
Κυρίως αντιστεκόταν, συμβούλευε κινητοποιούσε τις παρέες και χαμογελούσε αισιόδοξα και ενίοτε στωικά. Έζησε με τρόπο που επέτρεπε στους φίλους του να τον υπερασπιστούν -χωρίς να χρειάζεται ποτέ να το κάνουν.
Είχα την τύχη να είμαι φίλος του ως το τέλος. Την τελευταία φορά που τον είδα- θλιμμένο, εξαντλημένο, αλλά γαλήνιο -δεν τόλμησα να τον αποτυπώσω με την Leica του Ανδρέα Παπανδρέου -του τη χάρισε πριν από μισό αιώνα και μου την έδωσε σαν πανάκριβο δείγμα εμπιστοσύνης.
Αυτό το κείμενο – το πρώτο στη ζωή μου ως «γραφιά» σε πρώτο ενικό πρόσωπο- είναι το μόνο που μπορώ να του δώσω καθώς φεύγει για να πάρει μαζί του.
Να θυμάται εκεί πάνω πόσο ευλογημένη ήταν για μένα και την Ολυμπία η αγάπη και η φιλία του.