Όταν ο Ελλην και η Ελληνίς δεν νοιάζονται για το αύριο
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Θα μπορούσα να το αποδώσω στο φαινόμενο trickle down. Όπου, σύμφωνα με τη λογική του συγχωρεμένου του Ρόναλντ Ρήγκαν, άμα κονομήσουνε οι πλούσιοι θα πέσουν απ’ το τραπέζι τους κάποια ψίχουλα για να γλυκαθούνε και οι φτωχοί. Άλλωστε, υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγόρησε και το έγκυρον «Βήμα», με ρεπορτάζ του της περασμένης Κυριακής. Απολαύστε υπεύθυνα:
Ξαφνικά όλοι και όλες αποφάσισαν ότι δεν τους νοιάζει το αύριο, δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον, δεν τους καίγεται καρφί για το παραπέρα. Ότι θα τα φάνε τώρα, σήμερα, όχι αύριο, όσα έχουν κι όσα δεν έχουν και θα τα ρίξουν στο γκρεμό και στη θάλασσα, το ρέμα να τα πάρει. Και περάσαμε στο πανελλήνιον ασταδγιάλα από εκεί που κλαίγονταν οι πάντες για τη συμφορά που μας βρήκε την τελευταία επταετία. Στο πανελλήνιον «δε γαμιέται», που χαρακτηρίζει τη φυλή καλύτερα από οτιδήποτε άλλο τις τελευταίες χιλιετίες.
Ε ναι, εκεί είμαστε. Εκεί συμπυκνώνονται το μεγαλείο και η τραγωδία της φυλής, το θαύμα και ο λάκκος του ελληνισμού. Σε ένα κολοσσιαίο «δε γαμιέται» το οποίο άλλοτε μας οδηγεί σε έπη της Πίνδου και άλλοτε στην πλησιέστερη μπουζουκλερί. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να το εξηγήσει αυτό ο Μελανσόν, αλλά κάτι που να μας περιγράφει καλύτερα δεν μπορώ να βρω. Κι έρχεται και κολλάει μια χαρά και με την περίπτωση του Survivor.
Ο φίλος μου ο Θανάσης το παρατήρησε αυτό τις προάλλες που μιλάγαμε για πολιτικά και media. «Κοίταξε να δεις», μου είπε, «δεν είναι μόνο που δεν έχει πρόγραμμα καθόλου η τηλεόραση. Είναι και που ο κόσμος βαρέθηκε πια και την κλάψα και την μαχητική δημοσιογραφία και τις εξελίξεις ολωσδιόλου. Και θέλει απλώς να δει κάτι τρελούς να κοπανιούνται σε μια παραλία για αστεία έπαθλα. Γιατί θέλει να ξεφύγει, θέλει να ξεχάσει, θέλει να ξεχαστεί. Αυτή είναι μια αντίστροφη μορφή μοιρολατρίας, που από το πικρό δάκρυ σε οδηγεί στο χαζό χαμόγελο. Πόσο θα κρατήσει, βεβαίως, δεν ξέρω. Αλλά για την ώρα δουλεύει κάπως έτσι.»
Πόσο θα κρατήσει, όντως κανείς δεν ξέρει. Όπως δεν γνωρίζει ούτε ένας αν είναι ένα φαινόμενο που μπορεί κάποιος να το εκμεταλλευτεί πολίτικά. Είμαι σίγουρος ωστόσο ότι μερικά γατόνια, ενταγμένα σε πεφωτισμένα επιτελεία, το δουλεύουν ήδη το στόρι. Και τα συμπεράσματά τους, δεν θα αργήσουν να παραδοθούν εκεί που πρέπει. Όχι στο ΠΑΜΑΚ και σε άλλες αστείες ιστοριούλες. Εκεί που πρέπει, είπαμε…
- από το newpost
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Θα μπορούσα να το αποδώσω στο φαινόμενο trickle down. Όπου, σύμφωνα με τη λογική του συγχωρεμένου του Ρόναλντ Ρήγκαν, άμα κονομήσουνε οι πλούσιοι θα πέσουν απ’ το τραπέζι τους κάποια ψίχουλα για να γλυκαθούνε και οι φτωχοί. Άλλωστε, υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγόρησε και το έγκυρον «Βήμα», με ρεπορτάζ του της περασμένης Κυριακής. Απολαύστε υπεύθυνα:
«Παρά την ύφεση του τετάρτου τριμήνου, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας επιχειρήσεις αναμένεται να κλείσουν το 2016 για πρώτη φορά από το 2009 με ικανοποιητική λειτουργική κερδοφορία σε επίπεδο κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων.»Πράγμα το οποίο ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρον και αισιόδοξο, παρότι πέρασε στα ψιλά,.. για να μην πω τα πολύ ψιλά της ειδησεογραφίας. Αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν δικαιολογεί αυτή την αντίστροφη μοιρολατρία των Ελλήνων και των Ελληνίδων που παρατηρούμε τον τελευταίο καιρό. Ένα ομαδικό όσα πάνε κι όσα έρθουν που κορυφώθηκε με τις εξόδους και τις εορταστικές εκδηλώσεις την περίοδο του Πάσχα. Όπου κοίταζες δεξιά, κοίταζες αριστερά και νόμιζες ότι ζούσες στην ισχυρή (δανειακώς…) Ελλαδάρα του Κώστα του Σημίτη και όχι στην Ψωροκώσταινα της τελευταίας επταετίας.
Ξαφνικά όλοι και όλες αποφάσισαν ότι δεν τους νοιάζει το αύριο, δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον, δεν τους καίγεται καρφί για το παραπέρα. Ότι θα τα φάνε τώρα, σήμερα, όχι αύριο, όσα έχουν κι όσα δεν έχουν και θα τα ρίξουν στο γκρεμό και στη θάλασσα, το ρέμα να τα πάρει. Και περάσαμε στο πανελλήνιον ασταδγιάλα από εκεί που κλαίγονταν οι πάντες για τη συμφορά που μας βρήκε την τελευταία επταετία. Στο πανελλήνιον «δε γαμιέται», που χαρακτηρίζει τη φυλή καλύτερα από οτιδήποτε άλλο τις τελευταίες χιλιετίες.
Ε ναι, εκεί είμαστε. Εκεί συμπυκνώνονται το μεγαλείο και η τραγωδία της φυλής, το θαύμα και ο λάκκος του ελληνισμού. Σε ένα κολοσσιαίο «δε γαμιέται» το οποίο άλλοτε μας οδηγεί σε έπη της Πίνδου και άλλοτε στην πλησιέστερη μπουζουκλερί. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να το εξηγήσει αυτό ο Μελανσόν, αλλά κάτι που να μας περιγράφει καλύτερα δεν μπορώ να βρω. Κι έρχεται και κολλάει μια χαρά και με την περίπτωση του Survivor.
Ο φίλος μου ο Θανάσης το παρατήρησε αυτό τις προάλλες που μιλάγαμε για πολιτικά και media. «Κοίταξε να δεις», μου είπε, «δεν είναι μόνο που δεν έχει πρόγραμμα καθόλου η τηλεόραση. Είναι και που ο κόσμος βαρέθηκε πια και την κλάψα και την μαχητική δημοσιογραφία και τις εξελίξεις ολωσδιόλου. Και θέλει απλώς να δει κάτι τρελούς να κοπανιούνται σε μια παραλία για αστεία έπαθλα. Γιατί θέλει να ξεφύγει, θέλει να ξεχάσει, θέλει να ξεχαστεί. Αυτή είναι μια αντίστροφη μορφή μοιρολατρίας, που από το πικρό δάκρυ σε οδηγεί στο χαζό χαμόγελο. Πόσο θα κρατήσει, βεβαίως, δεν ξέρω. Αλλά για την ώρα δουλεύει κάπως έτσι.»
Πόσο θα κρατήσει, όντως κανείς δεν ξέρει. Όπως δεν γνωρίζει ούτε ένας αν είναι ένα φαινόμενο που μπορεί κάποιος να το εκμεταλλευτεί πολίτικά. Είμαι σίγουρος ωστόσο ότι μερικά γατόνια, ενταγμένα σε πεφωτισμένα επιτελεία, το δουλεύουν ήδη το στόρι. Και τα συμπεράσματά τους, δεν θα αργήσουν να παραδοθούν εκεί που πρέπει. Όχι στο ΠΑΜΑΚ και σε άλλες αστείες ιστοριούλες. Εκεί που πρέπει, είπαμε…
- από το newpost