Γράφει ο Διονύσης Βραϊμάκης*
Η γιαγιά ετών 60, η μαμά 40, η εγγονή 21. Χώρα προέλευσης κάπου από την (πρώην) Ανατολική Ευρώπη. Χώρα φτωχή. Εκεί οι άνθρωποι ξύνουν τις πέτρες και στύβουν στεγνά σφουγγάρια για να ζήσουν. Χώρα προορισμού η Ελλάδα. Η μία έφερε την άλλη για να δουλέψουν. Και οι τρεις γυναίκες εργάζονται σε σπίτια μιας Ελλάδας που κάνει ασκήσεις ισορροπίας στην άκρη του γκρεμού. Ευχαριστημένες όλες με τις οικογένειες που υπηρετούν. «Πρώτα θα πεθάνω εγώ και μετά θα φύγεις από δω μέσα», έλεγε πάντα, και εξακολουθεί να λέει στη γιαγιά, στην 60χρονη, η μεγαλοκυρία που την έχει κοντά της πάνω από 15 χρόνια. Και..
οι τρεις έχουν πέσει σε καλά χέρια. Και τα 600 ευρώ που αμείβονται είναι τα πλούτη τού κόσμου για την πατρίδα τους. Η σύνταξη του παππού σε εκείνα τα μέρη ισοδυναμεί με ογδόντα ευρώ. Αυτόν τον μήνα έδωσε τα είκοσι για να πάρει ένα σακί αλεύρι.
-Να έχουν να τρώνε τηγανίτες.
-Μα τηγανίτες; απορεί η Ελληνίδα της σχεδόν χρεοκοπημένης χώρας.
-Τηγανίτες! Με το αλεύρι ζεις, με το ψωμί υπάρχεις, είναι η απάντηση.
Η μαμά είχε να δει το κοριτσάκι της 13 χρόνια. Το άφησε επτά ετών και πήγε να το προϋπαντήσει στο αεροδρόμιο όταν είχε γίνει γυναίκα. Η μικρή ήρθε για να μπει στη δούλεψη των «καλών ανθρώπων που είναι οι Έλληνες». Όταν είδε να βγαίνει από την αίθουσα αφίξεων μια εικοσάχρονη κουκλίτσα λιποθύμησε. Και έχασε τη μιλιά της για μια εβδομάδα.
Γιατί τα λέω αυτά; Γιατί το καλούν οι άγιες μέρες. Και γιατί εμείς, οι «εργοδότες» των πρώην Ανατολικών, έχουμε νιώσει βαθιά στο σώμα και στο μυαλό μας, ιδιαίτερα στις γιορτινές ημέρες, τη νοσταλγία για την πατρίδα στην ξενιτιά. Την οποία τραγουδήσαμε με Καζαντζίδη, τη θρηνήσαμε με ηπειρώτικα μοιρολόγια, την ξορκίσαμε με κρητικές μαντινάδες: «Εδώ στο κρύο τού Βορρά, που η μοίρα μ’ έχει πάρει παρηγορούμαι πως κοιτώ ίδιο με σε φεγγάρι».
Φτωχοί αυτοί, φτωχοί και εμείς. Με διαφορετικής ποιότητας φτώχεια ο καθένας. Εκεί δεν έχουν δανειστές. Εκεί δεν πλημμυρίζουν οι χωματερές της Μακεδονίας με θαμμένα ροδάκινα ούτε κοκκινίζει ο Ευρώτας από πεταμένα πορτοκάλια επειδή έτσι θέλει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή επειδή οι τιμές πέφτουν τόσο χαμηλά που δεν αξίζει να τα ταξιδέψει η παραγωγή στα αστικά κέντρα.
Και εμείς και εκείνοι –και πολλοί άλλοι λαοί στην Υδρόγειο– ώρες και φορές νιώθουμε στοιβαγμένοι στη σοφίτα του Κόσμου, σαν ξεχασμένα αντικείμενα. Ξεχασμένα και αδιάφορα. Αλλά θα παλέψουμε και θα αντέξουμε. Είναι ελπίδα και υποχρέωση που νιώθουμε πάντα –ή σχεδόν πάντα– στις γιορτινές ημέρες, όταν ερχόμαστε πιο κοντά, όταν αισθανόμαστε πιο δυνατοί από το πλησίασμα των σωμάτων και των ψυχών.
(Το ξέρω, η επικαιρότητα τρέχει και χθες είχαμε ντέρμπι. Αλλά την επικαιρότητα την βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας. Ας αφιερώνουμε σε ημέρες σαν τη σημερινή, μερικές σκέψεις πέρα από την καθημερινότητα).
Καλή Ανάσταση, φίλοι.
* το άρθρο του Διον. Βραϊμάκη δημοσιεύεται στη Live Sport της Μεγάλης Παρασκευής
(πηγή: harddog-sport)
Η γιαγιά ετών 60, η μαμά 40, η εγγονή 21. Χώρα προέλευσης κάπου από την (πρώην) Ανατολική Ευρώπη. Χώρα φτωχή. Εκεί οι άνθρωποι ξύνουν τις πέτρες και στύβουν στεγνά σφουγγάρια για να ζήσουν. Χώρα προορισμού η Ελλάδα. Η μία έφερε την άλλη για να δουλέψουν. Και οι τρεις γυναίκες εργάζονται σε σπίτια μιας Ελλάδας που κάνει ασκήσεις ισορροπίας στην άκρη του γκρεμού. Ευχαριστημένες όλες με τις οικογένειες που υπηρετούν. «Πρώτα θα πεθάνω εγώ και μετά θα φύγεις από δω μέσα», έλεγε πάντα, και εξακολουθεί να λέει στη γιαγιά, στην 60χρονη, η μεγαλοκυρία που την έχει κοντά της πάνω από 15 χρόνια. Και..
οι τρεις έχουν πέσει σε καλά χέρια. Και τα 600 ευρώ που αμείβονται είναι τα πλούτη τού κόσμου για την πατρίδα τους. Η σύνταξη του παππού σε εκείνα τα μέρη ισοδυναμεί με ογδόντα ευρώ. Αυτόν τον μήνα έδωσε τα είκοσι για να πάρει ένα σακί αλεύρι.
-Να έχουν να τρώνε τηγανίτες.
-Μα τηγανίτες; απορεί η Ελληνίδα της σχεδόν χρεοκοπημένης χώρας.
-Τηγανίτες! Με το αλεύρι ζεις, με το ψωμί υπάρχεις, είναι η απάντηση.
Η μαμά είχε να δει το κοριτσάκι της 13 χρόνια. Το άφησε επτά ετών και πήγε να το προϋπαντήσει στο αεροδρόμιο όταν είχε γίνει γυναίκα. Η μικρή ήρθε για να μπει στη δούλεψη των «καλών ανθρώπων που είναι οι Έλληνες». Όταν είδε να βγαίνει από την αίθουσα αφίξεων μια εικοσάχρονη κουκλίτσα λιποθύμησε. Και έχασε τη μιλιά της για μια εβδομάδα.
Γιατί τα λέω αυτά; Γιατί το καλούν οι άγιες μέρες. Και γιατί εμείς, οι «εργοδότες» των πρώην Ανατολικών, έχουμε νιώσει βαθιά στο σώμα και στο μυαλό μας, ιδιαίτερα στις γιορτινές ημέρες, τη νοσταλγία για την πατρίδα στην ξενιτιά. Την οποία τραγουδήσαμε με Καζαντζίδη, τη θρηνήσαμε με ηπειρώτικα μοιρολόγια, την ξορκίσαμε με κρητικές μαντινάδες: «Εδώ στο κρύο τού Βορρά, που η μοίρα μ’ έχει πάρει παρηγορούμαι πως κοιτώ ίδιο με σε φεγγάρι».
Φτωχοί αυτοί, φτωχοί και εμείς. Με διαφορετικής ποιότητας φτώχεια ο καθένας. Εκεί δεν έχουν δανειστές. Εκεί δεν πλημμυρίζουν οι χωματερές της Μακεδονίας με θαμμένα ροδάκινα ούτε κοκκινίζει ο Ευρώτας από πεταμένα πορτοκάλια επειδή έτσι θέλει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή επειδή οι τιμές πέφτουν τόσο χαμηλά που δεν αξίζει να τα ταξιδέψει η παραγωγή στα αστικά κέντρα.
Και εμείς και εκείνοι –και πολλοί άλλοι λαοί στην Υδρόγειο– ώρες και φορές νιώθουμε στοιβαγμένοι στη σοφίτα του Κόσμου, σαν ξεχασμένα αντικείμενα. Ξεχασμένα και αδιάφορα. Αλλά θα παλέψουμε και θα αντέξουμε. Είναι ελπίδα και υποχρέωση που νιώθουμε πάντα –ή σχεδόν πάντα– στις γιορτινές ημέρες, όταν ερχόμαστε πιο κοντά, όταν αισθανόμαστε πιο δυνατοί από το πλησίασμα των σωμάτων και των ψυχών.
(Το ξέρω, η επικαιρότητα τρέχει και χθες είχαμε ντέρμπι. Αλλά την επικαιρότητα την βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας. Ας αφιερώνουμε σε ημέρες σαν τη σημερινή, μερικές σκέψεις πέρα από την καθημερινότητα).
Καλή Ανάσταση, φίλοι.
* το άρθρο του Διον. Βραϊμάκη δημοσιεύεται στη Live Sport της Μεγάλης Παρασκευής
(πηγή: harddog-sport)