O φόβος κι ο χαφιές που μας ακολουθούσε
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Να σας πω ότι θυμάμαι πολλά από χούντα, ψέματα θα σας πω. Τριών χρονών ήμουν όταν ξεκίνησε το χτικιό, δέκα όταν τελείωσε. Από τα λίγα λοιπόν που περνάνε απ’ το μυαλό μου είναι τα ατέλειωτα ταρατατζούμ και οι παρελάσεις, η καράφλα του Παττακού μια φορά που είχε έρθει στα Τρίκαλα και μας πήγανε με το σχολείο να τον δούνε, το «πουλί» βεβαίως, παντού το «πουλί», αυτή η ζούρλια και η αγωνία του Παπαδόπουλου όταν μίλαγε σε ακροατήριο που νόμιζα ότι θα πεθάνει, όταν ήταν το Πολυτεχνείο που είχε απαγόρευση της κυκλοφορίας και δεν μπορούσαμε να βγούμε να παίξουμε, τη συνέντευξη του Μαστοράκη με τους «φοιτητάς», κάτι τέτοια σχετικώς ασήμαντα και τριτοκλασάτα. Επίσης, θυμάμαι το φόβο…
Αυτόν θα ήταν κάπως δύσκολο να τον λησμονήσω, μιας και κατοικοέδρευε δυο βήματα απ’ το σπίτι μας. Δυο βήματα ακριβώς. Εκεί έμενε ο χαφιές της γειτονιάς, που τον ξέρανε όλοι και όλες και πολύ περήφανος ήταν που τον ξέρανε όλοι και όλες και διόλου δεν το έκρυβε. Ο γκιουλέκας της γειτονιάς, το μάτι και το αυτί της αστυνομίας, ο χαφιές που μας ακολουθούσε όπως τον περιέγραφε ο Σαββόπουλος στην αλησμόνητη «Παράγκα». Και μας ακολουθούσε, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του. Να παρατηρεί, να σημειώνει, να καταδίδει.
Συνταξιούχος ήταν από τα σαράντα τόσα του κι ο μύθος των ημερών τον είχε να καταπίνει κουκούτσια από ελιές κάθε φορά που προέκυπτε θέμα επανεξέτασης της ανίατης ασθένειάς του. Για να βγούνε στην ακτινογραφία και να μπορεί ο γιατρός, ο μιλημένος γιατρός να δικαιολογήσει την απαλλακτική υπογραφή του. Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια και βαριέμαι τώρα να ρωτήσω δόκτορες και ειδικούς, αλλά γνωρίζω πολύ καλά τη σιγή που απλωνότανε κάθε φορά που έβγαινε τη βόλτα του και τους αναστεναγμούς ανακούφισης που προέκυπταν μόλις απομακρυνόταν κάπως. Σαν να πέρναγε από πάνω μας το μάτι του Σάρουμαν κι ύστερα να πήγαινε λίγο παραπέρα –για να θυμηθώ και τις κινηματογραφικές αναφορές όλων μας.
Και δεν ήταν ο μόνος άσσος στο μανίκι της καταστάσεως. Μια από τις ελάχιστες παιδικές μου αναμνήσεις είναι από το νηπιαγωγείο, όπου η μαμά μου δεν με είχε αφήσει να πλησιάσω έναν τύπο λέγοντας ότι επρόκειτο για «Τρειψιλίτη». Χαμπάρι δεν πήρα τότε, σημασία δεν έδωσα, αρκετά χρόνια αργότερα έμαθα τι σόι κουμάσια ήταν αυτοί οι κύριοι. Μόνο που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι κι ωραίοι, ανάμεσά μας, στην αθώα ελληνική επαρχία. Έτοιμοι να το λύσουν το ζωνάρι, μαζί με άλλα απομεινάρια του εμφυλίου που κάνανε τα κουμάντα. Που ακόμη κάνανε τα κουμάντα.
Τα γράφω αυτά γιατί δεν ήταν τότε τα πράγματα όπως είναι τώρα. Με την Αθήνα μικρότερη από ενάμιση μύριο κόσμο και την Θεσσαλονίκη κοντά στις τριακόσιες χιλιάδες ψυχές, ο πολύς λαός ζούσε στην περιφέρεια. Και στην περιφέρεια ο έλεγχος ήταν ασφυκτικός και η δημοκρατία, αν εξαιρέσουμε το σύντομο διάλειμμα του (άλλοτε αδιανόητου παπατζή και μετέπειτα γέρου της δημοκρατίας) Γεωργίου Παπανδρέου δεν ήταν και τόσο παρούσα. Άλλα κόλπα παιζότανε και άλλα ήταν τα πραγματικά αφεντικά. Και τα κοινωνικά φρονήματα ως απόδειξη εθνικοφροσύνης δεν είχαν γίνει φαντάσματα. Διατηρούσαν σάρκα και οστά.
Οπότε ας μην ψάχνουμε τους λωτούς που είχαν καταπιεί οι Έλληνες με τις Ελληνίδες και δεν αντιστάθηκαν στην χούντα «όπως θα έπρεπε». Ούτε κοιμότανε, ούτε αδιαφορούσαν. Απλώς, παραμονές του πραξικοπήματος εξακολουθούσε να τούς σκιάζει η φοβέρα και να τους πλακώνει η σκλαβιά τους δόλιους τους πολίτες της χώρας. Και νορμάλ δημοκρατία, όπως τουλάχιστον την ζούμε τα τελευταία σαραντατόσα χρόνια δεν είχε κατοικήσει σε αυτόν τον τόπο. Ως εκ τούτου το πέρασμα από μια δημοκρατία τραγέλαφο σε μια δικτατορία οπερέτα δεν έμοιαζε και πολύ παράδοξο στον κοσμάκη. Και το κατάπιε με πόνο ψυχής, ως την ώρα που έσφιξαν πραγματικά τα γάλατα και ανέβηκαν οι σκληροί του Ιωαννίδη. Και προδόθηκε η Κύπρος…
Υ.Γ.: Μη νομίζετε ότι αμέσως μετά απ’ την πτώση της χούντας ήταν πολύ καλύτερη η κατάσταση. Κι αν δεν είχε μαζί του ο Καραμανλής τον Γκράτσιο και τον Ντάβο, πολλά θα είχε τραβήξει η δημοκρατία από τα ψευδοπραξικοπήματα που έστηναν κάθε τρεις και λίγο ο Αβέρωφ με τα «σταγονίδιά» του!
- από το newpost
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Να σας πω ότι θυμάμαι πολλά από χούντα, ψέματα θα σας πω. Τριών χρονών ήμουν όταν ξεκίνησε το χτικιό, δέκα όταν τελείωσε. Από τα λίγα λοιπόν που περνάνε απ’ το μυαλό μου είναι τα ατέλειωτα ταρατατζούμ και οι παρελάσεις, η καράφλα του Παττακού μια φορά που είχε έρθει στα Τρίκαλα και μας πήγανε με το σχολείο να τον δούνε, το «πουλί» βεβαίως, παντού το «πουλί», αυτή η ζούρλια και η αγωνία του Παπαδόπουλου όταν μίλαγε σε ακροατήριο που νόμιζα ότι θα πεθάνει, όταν ήταν το Πολυτεχνείο που είχε απαγόρευση της κυκλοφορίας και δεν μπορούσαμε να βγούμε να παίξουμε, τη συνέντευξη του Μαστοράκη με τους «φοιτητάς», κάτι τέτοια σχετικώς ασήμαντα και τριτοκλασάτα. Επίσης, θυμάμαι το φόβο…
Αυτόν θα ήταν κάπως δύσκολο να τον λησμονήσω, μιας και κατοικοέδρευε δυο βήματα απ’ το σπίτι μας. Δυο βήματα ακριβώς. Εκεί έμενε ο χαφιές της γειτονιάς, που τον ξέρανε όλοι και όλες και πολύ περήφανος ήταν που τον ξέρανε όλοι και όλες και διόλου δεν το έκρυβε. Ο γκιουλέκας της γειτονιάς, το μάτι και το αυτί της αστυνομίας, ο χαφιές που μας ακολουθούσε όπως τον περιέγραφε ο Σαββόπουλος στην αλησμόνητη «Παράγκα». Και μας ακολουθούσε, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του. Να παρατηρεί, να σημειώνει, να καταδίδει.
Συνταξιούχος ήταν από τα σαράντα τόσα του κι ο μύθος των ημερών τον είχε να καταπίνει κουκούτσια από ελιές κάθε φορά που προέκυπτε θέμα επανεξέτασης της ανίατης ασθένειάς του. Για να βγούνε στην ακτινογραφία και να μπορεί ο γιατρός, ο μιλημένος γιατρός να δικαιολογήσει την απαλλακτική υπογραφή του. Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια και βαριέμαι τώρα να ρωτήσω δόκτορες και ειδικούς, αλλά γνωρίζω πολύ καλά τη σιγή που απλωνότανε κάθε φορά που έβγαινε τη βόλτα του και τους αναστεναγμούς ανακούφισης που προέκυπταν μόλις απομακρυνόταν κάπως. Σαν να πέρναγε από πάνω μας το μάτι του Σάρουμαν κι ύστερα να πήγαινε λίγο παραπέρα –για να θυμηθώ και τις κινηματογραφικές αναφορές όλων μας.
Και δεν ήταν ο μόνος άσσος στο μανίκι της καταστάσεως. Μια από τις ελάχιστες παιδικές μου αναμνήσεις είναι από το νηπιαγωγείο, όπου η μαμά μου δεν με είχε αφήσει να πλησιάσω έναν τύπο λέγοντας ότι επρόκειτο για «Τρειψιλίτη». Χαμπάρι δεν πήρα τότε, σημασία δεν έδωσα, αρκετά χρόνια αργότερα έμαθα τι σόι κουμάσια ήταν αυτοί οι κύριοι. Μόνο που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι κι ωραίοι, ανάμεσά μας, στην αθώα ελληνική επαρχία. Έτοιμοι να το λύσουν το ζωνάρι, μαζί με άλλα απομεινάρια του εμφυλίου που κάνανε τα κουμάντα. Που ακόμη κάνανε τα κουμάντα.
Τα γράφω αυτά γιατί δεν ήταν τότε τα πράγματα όπως είναι τώρα. Με την Αθήνα μικρότερη από ενάμιση μύριο κόσμο και την Θεσσαλονίκη κοντά στις τριακόσιες χιλιάδες ψυχές, ο πολύς λαός ζούσε στην περιφέρεια. Και στην περιφέρεια ο έλεγχος ήταν ασφυκτικός και η δημοκρατία, αν εξαιρέσουμε το σύντομο διάλειμμα του (άλλοτε αδιανόητου παπατζή και μετέπειτα γέρου της δημοκρατίας) Γεωργίου Παπανδρέου δεν ήταν και τόσο παρούσα. Άλλα κόλπα παιζότανε και άλλα ήταν τα πραγματικά αφεντικά. Και τα κοινωνικά φρονήματα ως απόδειξη εθνικοφροσύνης δεν είχαν γίνει φαντάσματα. Διατηρούσαν σάρκα και οστά.
Οπότε ας μην ψάχνουμε τους λωτούς που είχαν καταπιεί οι Έλληνες με τις Ελληνίδες και δεν αντιστάθηκαν στην χούντα «όπως θα έπρεπε». Ούτε κοιμότανε, ούτε αδιαφορούσαν. Απλώς, παραμονές του πραξικοπήματος εξακολουθούσε να τούς σκιάζει η φοβέρα και να τους πλακώνει η σκλαβιά τους δόλιους τους πολίτες της χώρας. Και νορμάλ δημοκρατία, όπως τουλάχιστον την ζούμε τα τελευταία σαραντατόσα χρόνια δεν είχε κατοικήσει σε αυτόν τον τόπο. Ως εκ τούτου το πέρασμα από μια δημοκρατία τραγέλαφο σε μια δικτατορία οπερέτα δεν έμοιαζε και πολύ παράδοξο στον κοσμάκη. Και το κατάπιε με πόνο ψυχής, ως την ώρα που έσφιξαν πραγματικά τα γάλατα και ανέβηκαν οι σκληροί του Ιωαννίδη. Και προδόθηκε η Κύπρος…
Υ.Γ.: Μη νομίζετε ότι αμέσως μετά απ’ την πτώση της χούντας ήταν πολύ καλύτερη η κατάσταση. Κι αν δεν είχε μαζί του ο Καραμανλής τον Γκράτσιο και τον Ντάβο, πολλά θα είχε τραβήξει η δημοκρατία από τα ψευδοπραξικοπήματα που έστηναν κάθε τρεις και λίγο ο Αβέρωφ με τα «σταγονίδιά» του!
- από το newpost