Γράφει η Έλενα Ακρίτα
«Πρώτον, έρχομαι να ερωτήσω δια την καλήν σαν υγείαν, αν ερωτάτε και δι’ εμέ καλώς υγιαίνω. Μάθε, Κατινίτσα…»
Και μάθαινε η Κατινίτσα. Μάθαινε για χαρές και λύπες, χαμόγελα και πίκρες, ξενιτιές και μοναξιές. Κι ύστερα, με τη σειρά της, πότιζε το γραμμωτό χαρτί με καλλιγραφίες, ανορθογραφίες και δάκρυα και καρτούλες και καρδούλες. Και λόγια αγάπης. Και ξεραμένα ροδοπέταλα.
Και τα χρόνια φεύγανε. Και οι καιροί αλλάζανε. Και μάθαινε η Κατινίτσα. Και γέρναγε η Κατινίτσα. Περιμένοντας. Τα γράμμα. Την κάρτα. Το ραβασάκι.
Τα χρόνια φεύγανε. Οι καιροί αλλάζανε. Οι μετανάστες επέστρεψαν ενώ τα παιδιά και τα.. εγγόνια τους ξενιτεύονται κι αυτά. Ποιος το περίμενε. Αυτοί έλιωσαν για μια καλύτερη ζωή κι η καλύτερη ζωή μάζεψε τα μπογαλάκια της και χάθηκε ξανά στις αγορές του κόσμου. Τα καλλιγραφικά γράμματα έδωσαν τη θέση τους στα ασημί πληκτρολόγια κι ο γραφικός χαρακτήρας κι αυτός μετανάστευσε για πάντα. Μόνο τα δάκρυα στις επιστολές έμειναν ίδια. Κι εκείνο το «μάθε Κατινίτσα» έγινε ανέκδοτο. Για να ξεχαστεί ακόμα κι αυτό με τη σειρά του.
Όταν ήμουνα παιδί, το γραμματοκιβώτιο ήταν ξέχειλο από τις επιστολές της διασπαρμένης οικογένειας. Η θεία Πάτρα στην Αργεντινή. Τα ξαδέλφια στην Βραζιλία.
Παλιότερα η θεία Ελπινίκη από την Ρουμανία:
«Αγαπητή Λουκία, ετελείωσεν ο πόλεμος δόξα σόι ο Θεός ούτε να τον σκέπτομαι δεν επιθυμώ. Ας είναι, εγώ ράβω μια τουαλέτα taffeta marron foncé....»
Και συνεχίζει το υπόλοιπα γράμμα με την λεπτομερή περιγραφή του βραδύνου φορέματος.
Σημείωση: Η επιστολή είναι στην κατοχή μου. Στάλθηκε μετά το τέλος του Β’ Πάγκοσμιου Πόλεμου στην γιαγιά μου Λούκια από την αδελφή της Ελπινίκη.
Πάλλονταν οι δεσμοί αίματος μέσα από τα χιλιοδιπλωμένα χαρτάκια. Άλλαζαν χέρια οι καημοί…
Άλλαζαν χέρια οι καιροί. Σε μια νύχτα; Σε ένα χρόνο; Σε μια δεκαετία; Πότε; Πως;
Κάποιοι από τους αποστολείς έφυγαν από κοντά μας.
Κάποιοι από τους παραλήπτες, τους ακολούθησαν.
Κάποιοι άλλοι κουράστηκαν.
Κάποιοι 'έμαθαν κομπιούτερ'.
Κι οι περισσότεροι πέθαναν. Τόσο απλά.
Το γραμματοκιβώτιο βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς σημείο έξω από την καγκελόπορτα. Κι όταν το ξεκλειδώνω, πάλι ξέχειλη η αλληλογραφία. Μόνο που δεν είναι πια «αλληλογραφία». Γιατί πια κανένας δεν μου γράφει.
Όλοι με γράφουνε. Μου ζητάνε να πληρώσω. Φως. Νερό. Τηλέφωνο. Κινητό. Ασφάλιστρα. Πιστωτική. Εφορία. Δημόσια Ταμεία. Εισφορές. Συνδρομές. ΕΝΦΙΑ. Προκαταβολή. Δόση. Εξόφληση. Έναντι. Απέναντι.
Λογαριασμοί και γυαλιστερά χαρτάκια. Πίτσα. Σουβλάκια. Καυστήρες. Κλειδωθήκατε έξω. Προσφορές στο σούπερ μάρκετ. Όχι, δεν θέλω να πάρω δυο απορρυπαντικά στην τιμή του ενός. Εδώ και με το ένα κι αγχώνομαι.
Και πετάω πίτσες. Και πληρώνω λογαριασμούς. Πότε έκανα τόσα τηλέφωνα; Πότε έκαψα τόσο ρεύμα; Πότε ξέχασα τις βρύσες ανοιχτές; Προχτές δεν πλήρωσα τέλη κυκλοφορίας; Γιατί ξόδεψα 40 ευρώ στο πολυκατάστημα; Μια μπλουζίτσα πήρα και μια ρόμπα χνουδωτή σαν αγκαλιά. «Ο λογαριασμός σας θα εξοφληθεί μέσω πιστωτικής κάρτας». Κι η πιστωτική κάρτα ποιος θα την εξοφλήσει, ο γείτονας;
Το γραμματοκιβώτιο ξεθώριασε. Οι γωνιές του σκούριασαν. Το κλειδί δεν γυρίζει καλά. Να το πετάξω. Να το αλλάξω. Να αγοράσω καινούργιο.
Δεν το κάνω. Περιμένω. Ένα μικρό ιδιόχειρο γραμματάκι. Ένα μικρό τσαλακωμένο φάκελο.
Περιμένω. Κι υγιαίνω (οριακά). Και το αυτό ποθώ και δι’ ημάς. Μ’ ακούς, Κατινίτσα; Μ’ ακούς, καρδιά μου;
- εφημερίδα Τα Νέα, 08/04/2017
Και μάθαινε η Κατινίτσα. Μάθαινε για χαρές και λύπες, χαμόγελα και πίκρες, ξενιτιές και μοναξιές. Κι ύστερα, με τη σειρά της, πότιζε το γραμμωτό χαρτί με καλλιγραφίες, ανορθογραφίες και δάκρυα και καρτούλες και καρδούλες. Και λόγια αγάπης. Και ξεραμένα ροδοπέταλα.
Και τα χρόνια φεύγανε. Και οι καιροί αλλάζανε. Και μάθαινε η Κατινίτσα. Και γέρναγε η Κατινίτσα. Περιμένοντας. Τα γράμμα. Την κάρτα. Το ραβασάκι.
Τα χρόνια φεύγανε. Οι καιροί αλλάζανε. Οι μετανάστες επέστρεψαν ενώ τα παιδιά και τα.. εγγόνια τους ξενιτεύονται κι αυτά. Ποιος το περίμενε. Αυτοί έλιωσαν για μια καλύτερη ζωή κι η καλύτερη ζωή μάζεψε τα μπογαλάκια της και χάθηκε ξανά στις αγορές του κόσμου. Τα καλλιγραφικά γράμματα έδωσαν τη θέση τους στα ασημί πληκτρολόγια κι ο γραφικός χαρακτήρας κι αυτός μετανάστευσε για πάντα. Μόνο τα δάκρυα στις επιστολές έμειναν ίδια. Κι εκείνο το «μάθε Κατινίτσα» έγινε ανέκδοτο. Για να ξεχαστεί ακόμα κι αυτό με τη σειρά του.
Όταν ήμουνα παιδί, το γραμματοκιβώτιο ήταν ξέχειλο από τις επιστολές της διασπαρμένης οικογένειας. Η θεία Πάτρα στην Αργεντινή. Τα ξαδέλφια στην Βραζιλία.
Παλιότερα η θεία Ελπινίκη από την Ρουμανία:
«Αγαπητή Λουκία, ετελείωσεν ο πόλεμος δόξα σόι ο Θεός ούτε να τον σκέπτομαι δεν επιθυμώ. Ας είναι, εγώ ράβω μια τουαλέτα taffeta marron foncé....»
Και συνεχίζει το υπόλοιπα γράμμα με την λεπτομερή περιγραφή του βραδύνου φορέματος.
Σημείωση: Η επιστολή είναι στην κατοχή μου. Στάλθηκε μετά το τέλος του Β’ Πάγκοσμιου Πόλεμου στην γιαγιά μου Λούκια από την αδελφή της Ελπινίκη.
Πάλλονταν οι δεσμοί αίματος μέσα από τα χιλιοδιπλωμένα χαρτάκια. Άλλαζαν χέρια οι καημοί…
Άλλαζαν χέρια οι καιροί. Σε μια νύχτα; Σε ένα χρόνο; Σε μια δεκαετία; Πότε; Πως;
Κάποιοι από τους αποστολείς έφυγαν από κοντά μας.
Κάποιοι από τους παραλήπτες, τους ακολούθησαν.
Κάποιοι άλλοι κουράστηκαν.
Κάποιοι 'έμαθαν κομπιούτερ'.
Κι οι περισσότεροι πέθαναν. Τόσο απλά.
Το γραμματοκιβώτιο βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς σημείο έξω από την καγκελόπορτα. Κι όταν το ξεκλειδώνω, πάλι ξέχειλη η αλληλογραφία. Μόνο που δεν είναι πια «αλληλογραφία». Γιατί πια κανένας δεν μου γράφει.
Όλοι με γράφουνε. Μου ζητάνε να πληρώσω. Φως. Νερό. Τηλέφωνο. Κινητό. Ασφάλιστρα. Πιστωτική. Εφορία. Δημόσια Ταμεία. Εισφορές. Συνδρομές. ΕΝΦΙΑ. Προκαταβολή. Δόση. Εξόφληση. Έναντι. Απέναντι.
Λογαριασμοί και γυαλιστερά χαρτάκια. Πίτσα. Σουβλάκια. Καυστήρες. Κλειδωθήκατε έξω. Προσφορές στο σούπερ μάρκετ. Όχι, δεν θέλω να πάρω δυο απορρυπαντικά στην τιμή του ενός. Εδώ και με το ένα κι αγχώνομαι.
Και πετάω πίτσες. Και πληρώνω λογαριασμούς. Πότε έκανα τόσα τηλέφωνα; Πότε έκαψα τόσο ρεύμα; Πότε ξέχασα τις βρύσες ανοιχτές; Προχτές δεν πλήρωσα τέλη κυκλοφορίας; Γιατί ξόδεψα 40 ευρώ στο πολυκατάστημα; Μια μπλουζίτσα πήρα και μια ρόμπα χνουδωτή σαν αγκαλιά. «Ο λογαριασμός σας θα εξοφληθεί μέσω πιστωτικής κάρτας». Κι η πιστωτική κάρτα ποιος θα την εξοφλήσει, ο γείτονας;
Το γραμματοκιβώτιο ξεθώριασε. Οι γωνιές του σκούριασαν. Το κλειδί δεν γυρίζει καλά. Να το πετάξω. Να το αλλάξω. Να αγοράσω καινούργιο.
Δεν το κάνω. Περιμένω. Ένα μικρό ιδιόχειρο γραμματάκι. Ένα μικρό τσαλακωμένο φάκελο.
Περιμένω. Κι υγιαίνω (οριακά). Και το αυτό ποθώ και δι’ ημάς. Μ’ ακούς, Κατινίτσα; Μ’ ακούς, καρδιά μου;
- εφημερίδα Τα Νέα, 08/04/2017