Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Το πιο ακριβό πράγμα στη ζωή

Γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης

Πριν από μερικά χρόνια βρέθηκα να χρωστάω, από λάθος τρίτου, κάτι χιλιάρικα σε φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Από τις περιπτώσεις που τις μαθαίνεις λίγο αφού ο αστυνομικός σου πει στο θυροτηλέφωνο ότι ήρθε να σε πάρει ώστε να περάσετε από το τμήμα για αποτυπώματα, από τη ΓΑΔΑ για φωτογραφίες και από την Ευελπίδων για να σου επιδώσουν την απόφαση. Στο δρόμο για το σπίτι καθησύχασα τον εαυτό μου. Σιγά το πράγμα, έλεγα, αν εξηγήσεις με λογική, δεν χρειάζεται να τραβήξεις το σπαθί, οι κόμποι θα λύνονται ένας προς ένας. Ανοησίες. Η περιπέτειά μου μπορούσε να εμπνεύσει σκηνοθέτη, όχι όμως να προκαλέσει και τον οίκτο των ανθρώπων με τις σφραγίδες. Ξεκίνησα να ψάχνω μία λογίστρια που είχε εξαφανιστεί με έναν..
παθιασμένο έρωτα. Τη βρήκα σε μία μικρή πόλη της Στερεάς Ελλάδας. Πήρα στο χέρι τα απαραίτητα έγγραφα.

Ήμουν πλέον έτοιμος. Στάθηκα σε στάση προσοχής, σήκωσα το πηγούνι, άνοιξα τα χέρια και βούτηξα σε έναν ωκεανό από μελάνι, με τις σφραγίδες του δημοσίου να προεξέχουν σαν παγόβουνα. Από υπηρεσία σε υπηρεσία. Και από γραφείο σε γραφείο. Και άκουσα τα πάντα. Από το «πλάκα μας κάνετε, κύριε;» μέχρι το «καλή τύχη σας εύχομαι, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι». Μέχρι που ένας προϊστάμενος το συμπύκνωσε φιλοσοφικά στο: «Το θέμα που σας απασχολεί δεν υπήρξε ποτέ. Υπάρχουν μόνο οι συνέπειές του. Όμως εγώ μπορώ να δίνω βεβαιώσεις μόνο για πράγματα που συμβαίνουν». Στο μεταξύ το χρέος μου άρχισε να ανεβαίνει σαν ταξίμετρο στη διπλή ταρίφα. Σταμάτησα να κοιμάμαι. Έτρεχα σε υπηρεσίες με εκατό χαρτιά στο χέρι και προσπαθούσα να εξηγήσω μία ιστορία που, ακόμα και αν ήθελαν να την πιστέψουν, δεν μπορούσαν να την καταλάβουν. Κανένας, μα κανένας, δεν μου ζήτησε φακελάκι. Κανένας δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι, σε περίπτωση που το σκεφτόμουν, θα ήταν πρόθυμος να κάνουμε μία χειραψία κάτω από το τραπέζι. Οι άνθρωποι, απλώς, δεν ήθελαν «να μπλέξουν». Διότι είναι εκεί για να υπηρετούν το σύστημα. Δεν έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, αλλά, εν προκειμένω, πίστευα ότι έπρεπε να είναι εκεί για να υπηρετούν εμένα.

Τότε όμως δεν ήμουν τόσο υπερφίαλος. Μέρα με τη μέρα στις υπηρεσίες άρχισα να γίνομαι πιο ταπεινός. Και πιο μικρός, λες και έχανα μπόι. Η φωνή μου μαλάκωσε, έβαζα και ένα γλυκό, σεμνό χαμόγελο πάνω από τις λέξεις, να φωτίζονται ελαφρώς καθώς βγαίνουν από το στόμα. Ήταν ντροπή, λέτε, που άφηνα και ένα υπονοούμενο ικεσίας; Ναι, ήταν κάτι παραπάνω από παρακλητικό το ύφος μου. Τη μέρα που συγκέντρωσα όλα τα χαρτιά με τις πολύτιμες σφραγίδες και έφτασα έξω από το γραφείο της προϊσταμένης, το κεφάλι μου είχε μπει μέσα στους ώμους. Έβλεπα τις μύτες των ποδιών μου και άκουγα την καρδιά μου να χτυπά σαν τα τύμπανα, λίγο πριν ο ακροβάτης τολμήσει την τούμπα. Είπα «καλημέρα». Άπλωσε το χέρι και πήρε τα χαρτιά. Ξεκίνησα να μιλάω. Έφυγε πέντε χαρτιά μπροστά. Με διέκοψε για να ρωτήσει κάτι. Και ναι, έκανε μία καλή ερώτηση, έδειχνε να καταλαβαίνει! «Ταλαιπωρηθήκατε, ε;» Πήρα τόσο θάρρος, που κάθισα. Αποφάσισα να μην παίξω με στοιχεία, αλλά με συναίσθημα. Της μίλησα για την ταλαιπωρία μου. Υπέγραψε. Σφράγισε. Τη λάτρεψα.

Έκανα χρόνια να πατήσω σε δημόσια υπηρεσία. Μέχρι που είδα στον ΕΦΚΑ ότι χρωστάω ένα χιλιάρικο, από κάτι παλιές δουλειές, στον ΟΑΕΕ. Στην ουρά για τη ρύθμιση αισθανόμουν όπως οι τύποι που προσπαθούν να περάσουν ποσότητες ναρκωτικών από σύνορα. Προσπαθούσα να δείχνω άνετος, αλλά μέσα μου άναβε μία αδικαιολόγητη φοβία. Αποδείχθηκε και στην πράξη πως ήταν αδικαιολόγητη. Η κυρία στο γκισέ ήταν χαμογελαστή, μου έδωσε δώδεκα δόσεις και το στυλό της για να υπογράψω. Έστησα αυτί σε επαγγελματικά μοιρολόγια. Κλείνουν τα βιβλία και δεν ξέρουν τι θα κάνουν με τα χρέη τους. «Αν πεθάνω, σβήνονται τα χρέη ή θα πληρώσει το παιδί μου;» ρώτησε ένας τύπος. Ήθελα να του πω ότι το πιο ακριβό πράγμα στη ζωή είναι να μπορείς να πεθάνεις ήσυχος.


Athens Voice / τεύχος 605
* ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΒΙΚΥ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ο ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ Β ΠΝΙΓΕΤΑΙ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, ΑΚΡΥΛΙΚΑ ΣΕ ΚΑΜΒΑ