Γράφει ο Δημήτρης Ν. Μανιάτης
Αν ο δημόσιος λόγος είναι δωμάτιο - ή panic room -, το στοιχειώνει η πολιτική ορθότητα. Κατ' αρχάς σε σχέση με τον όρο. Συχνά ή πάντα οι άλλοι τον περιγράφουν και μάλιστα ως κάτι όπου οι ίδιοι δεν μετέχουν. Αυτό το δεύτερο οδηγεί σε ένα πρώτο συμπέρασμα. Αυτός που κατακεραυνώνει την πολιτική ορθότητα ή αυτός που μετέχει σε αυτή, συχνά καταγγέλλοντάς την, έχει σημασία να περιγραφεί. Ποιος είναι και τι θέλει; Το πιο πρόσφατο παράδειγμα: Ο Ντόναλντ Τραμπ διαμόρφωσε μια στρατηγική πολεμικής στην πολιτική ορθότητα με μια παράδοξη πορεία: Την εγκάλεσε ως όπλο των ελίτ των ανοιχτών συνόρων και άρα τη φωτογράφισε ως όπλο.. κατά των λευκών ανδρών της βαθιάς Αμερικής. Η πολιτική ορθότητα από εργαλείο του αμερικανικού ριζοσπαστισμού το '70 ή το '80 σήμερα έχει γίνει το σκιάχτρο για να δομηθεί το πιο φοβικό αφήγημα. Συχνά, όταν φοβόμαστε κάτι του αλλάζουμε το όνομα. Η μετονομασία των όρων, η μεταβολή τους, επίσης, δεν είναι μια στατική διαδικασία. Κάθε φορά, έχει σημασία ο φορέας - π.χ. Τραμπ - που κατορθώνει ή επιβάλλει μια μετονομασία, το είδος της που συχνά είναι συνώνυμο της μεταλλαγής του ίδιου του νοήματος ενός όρου.
Αν ο δημόσιος λόγος είναι δωμάτιο - ή panic room -, το στοιχειώνει η πολιτική ορθότητα. Κατ' αρχάς σε σχέση με τον όρο. Συχνά ή πάντα οι άλλοι τον περιγράφουν και μάλιστα ως κάτι όπου οι ίδιοι δεν μετέχουν. Αυτό το δεύτερο οδηγεί σε ένα πρώτο συμπέρασμα. Αυτός που κατακεραυνώνει την πολιτική ορθότητα ή αυτός που μετέχει σε αυτή, συχνά καταγγέλλοντάς την, έχει σημασία να περιγραφεί. Ποιος είναι και τι θέλει; Το πιο πρόσφατο παράδειγμα: Ο Ντόναλντ Τραμπ διαμόρφωσε μια στρατηγική πολεμικής στην πολιτική ορθότητα με μια παράδοξη πορεία: Την εγκάλεσε ως όπλο των ελίτ των ανοιχτών συνόρων και άρα τη φωτογράφισε ως όπλο.. κατά των λευκών ανδρών της βαθιάς Αμερικής. Η πολιτική ορθότητα από εργαλείο του αμερικανικού ριζοσπαστισμού το '70 ή το '80 σήμερα έχει γίνει το σκιάχτρο για να δομηθεί το πιο φοβικό αφήγημα. Συχνά, όταν φοβόμαστε κάτι του αλλάζουμε το όνομα. Η μετονομασία των όρων, η μεταβολή τους, επίσης, δεν είναι μια στατική διαδικασία. Κάθε φορά, έχει σημασία ο φορέας - π.χ. Τραμπ - που κατορθώνει ή επιβάλλει μια μετονομασία, το είδος της που συχνά είναι συνώνυμο της μεταλλαγής του ίδιου του νοήματος ενός όρου.
Ας το δούμε με ένα παράδειγμα: Θα έγραφε σήμερα ο Γιώργος Ζαμπέτας
-που σαν χθες πέθανε το 1992 - τον «Αράπη»; Δύσκολο. Δεκάδες οργανώσεις
θα τον κατήγγειλαν, πιθανά. Κι ενώ εκείνος σε καμία περίπτωση δεν ήταν
ρατσιστής, μπορεί να έλεγε: Πλάκα κάνω, χρησιμοποιώ όρους που οι
καθημερινοί άνθρωποι του λαού χρησιμοποιούν. Κι εδώ μπαίνει ένα δεύτερο
ερώτημα: Συχνά η εργατική τάξη ή οι υποτελείς αποτελούν φορείς ενός
ακατέργαστου λόγου που σοκάρει. Αυτό δεν αποτελεί δομικό ρατσισμό, συχνά
αποτελεί το φίλτρο του ή την πρώτη ύλη του. Οχι τυχαία, η νέα πολεμική
στην πολιτική ορθότητα επικαλείται τον απλό λαϊκό λόγο, τον αγώνα της
επιστροφής σε αυτόν. Η πολιτική ορθότητα συχνά αναπροσδιορίζει την
αλήθεια ή τη ρευστοποιεί. Οι πολέμιοί της εμφανίζονται ως οι κήρυκες της
επιστροφής σε αυτή με τα πιο απλά λαϊκά υλικά. Απαιτείται όμως πολλή
προσοχή ποιος και τι την απεργάζεται. Η αντιπολιτική καραδοκεί εξάλλου.
Ριζοσπαστικά και υπέροχα αιτήματα μεταστράφηκαν και τα
οικειοποιήθηκε η Δεξιά στην Αμερική του '80. Για τα ανοιχτά σύνορα
μιλάνε συχνά οι κολασμένοι αλλά και οι επιχειρηματίες του χρηματιστικού
κεφαλαίου.
Η πολιτική ορθότητα ως φρένο στον φασιστικό αντιδραστικό λόγο, ως
απαραίτητο εργαλείο ανάσχεσης, μετατοπίστηκε στα χέρια αυτών που
τροφοδοτούν τα νέα τέρατα που ευαγγελίζονται το γκρέμισμα της πολιτικής
ορθότητας.
- από τη στήλη «Εναλλακτικά» / εφημερίδα Τα Νέα (11/3/1017)