Κάποτε, προ κρίσης, ο τότε εργοδότης μου με φώναξε και μου ζήτησε να βάλω πλάτη ώστε οι εργαζόμενοι να συνεχίσουν να δουλεύουν παρά τις σημαντικές πλέον και συνεχιζόμενες καθυστερήσεις των πληρωμών, οι οποίες οφείλονταν σε διάφορους παράγοντες. Ήταν αλλιώς η φάση τότε, δεν κράταγες εύκολα άνθρωπο απλήρωτο. Τζαρτζαριστήκαμε, δεν μ' άρεσε η ιδέα, για πολλούς και διάφορους λόγους που ήταν τόσο ιδεολογικοί, αλλά είχαν να κάνουν και με τη συγκεκριμένη περίπτωση και δεν είναι της παρούσης. Εκείνος, αυτονόητα, μου εξηγούσε τα περί δυσκολιών της εταιρείας, μπλα μπλα μπλα, να βοηθήσουμε, να στηρίξουμε, να, να, να...
Λογικά όλα, πιθανώς κι εγώ στη θέση του τα ίδια θα έλεγα. Και τότε, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα, κάτι ξύπνησε μέσα μου, μάλλον ο Μαρξ, και του είπα αυτό ακριβώς που σκεφτόμουν:.. Ξέρεις, τάδε μου, που σε συμπαθώ και σε εκτιμώ και πολύ -αλήθεια είναι αυτό-, ωραία όλα αυτά που μου λες, στα δύσκολα “μαζί", αλλά στα εύκολα, όταν η εταιρεία πήγαινε σφαίρα και έτρεχαν τα μύρια δεν θυμάμαι να τα μοιραστήκαμε.
Ξέρω, δεν ακούγεται ούτε συχνά ούτε καλά από “στέλεχος” αυτό. Μονο που τα “στελέχη" απλώς συνομιλούν με τον εργοδότη. Δεν πρέπει να αυταπατώνται ότι γίνονται εργοδότες...
Θύμωσε. Πολύ. Δεν με ξέρεις καλά, ρώτα να μάθεις, κάποιοι έγιναν πλούσιοι εδώ μέσα, και τέτοια. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω για να μάθω. Ήξερα. Οι πάντες ήξεραν και ξέρουν. Φυσικά και έγιναν κάποιοι πλούσιοι εκεί μέσα, όπως και παντού μέσα. Ήταν εκείνοι που στα δύσκολα πηδούσαν πάντα πρώτοι (αν όχι εκ των προτέρων) από το πλοίο, αλλά αυτή είναι άλλη κουβέντα. Γεγονός είναι, πάντως, ότι οι άλλοι, εκείνοι που κοιμόντουσαν πάντα στα γραφεία 24ωρα ολόκληρα είτε από καύλα για τη δουλειά, είτε από συνέπεια, δεν έγιναν ποτέ πλούσιοι. Ήταν οι αυτονόητοι, οι δεδομένοι, που δεν χρειάστηκε ποτέ να τους ανταμείψεις επιπλέον του μισθού τους για να συνεχίσουν. Το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Ακούω αντιρρήσεις; Μάλλον όχι.
Έκτοτε το “βάλε πλάτη” έγινε η ιστορία της ζωής μας. Τόση πλάτη ούτε ο Άτλας, φίλε, έγινε η πλάτη μας οροπέδιο ολόκληρο, να στηρίξουμε τις δουλειές μας, γιατί οι δουλειές μας μάς χρειάζονταν στην πορεία περισσότερο κι απ’ όσο τις χρειαζόμασταν εμείς. Τσακίστηκαν οι πλάτες από το πολύ βάρος, με το ζόρι στέκεσαι όρθιος πλέον, αλλά σπρώχνεις ακόμα. Συνήθισες κιόλας, θα σου φαινόταν και περίεργο να μην χρειάζεται να βάλεις πλάτη, να μην το παίρνεις προσωπικά, να μην κάνεις κάθε μέρα τη μία υπέρβαση μετά την άλλη. Θα σου φαινόταν περίεργο, επίσης, αν κάποιος εκτιμούσε τις υπερβάσεις και στο έδειχνε με οποιονδήποτε τρόπο πέρα από το να εξακολουθείς να έχεις δουλειά… Έστω και με ένα “ευχαριστώ”. Δεν θα σου πει κανείς ευχαριστώ όμως, διότι εδώ έχει επιτευχθεί το τέλειο: Δεν κάνεις πλέον εσύ χάρη, που σκοτώνεσαι, αλλά εκείνος που εξακολουθεί να σου παρέχει εργασία, άσχετο αν την πληρώνεσαι ή όχι.
Τίποτα παράξενο. Τα ίδια, άλλωστε, σου λέει και το κράτος: Βάλε πλάτη να με στηρίξεις γιατί τα σκάτωσα, ή γιατί τα σκάτωσαν οι άλλοι, ή γιατί σκατώθηκαν μόνα τους, λίγη σημασία έχει. Στο μεταξύ, όσο τα πράγματα σκατωνόντουσαν, κάποιοι έγιναν πλούσιοι, αλλά δεν ήσουν εσύ. Γιατί αν ήσουν δεν θα χρειαζόταν να βάλεις πλάτη πουθενά, ούτε και θα σ’ έκοφτε κιόλας.
Κι αν ένα ωραίο πρωί δεν θέλεις ή δεν μπορείς να βάλεις άλλη πλάτη και διεκδικήσεις το αυτονόητο, να πληρώνεσαι για τη δουλειά σου, ξέρωγω; Τότε είσαι κακός, απείθαρχος, ταραξίας, εχθρος της εταιρείας και -κυρίως- των εργαζομένων. Διότι αν δεν βάλεις πλάτη και απαιτήσεις να πληρώνεσαι, η εταιρεία θα κλείσει και οι άνθρωποι θα μείνουν χωρίς δουλειά. Πρόσεξε: Χωρίς δουλειά, όχι χωρίς λεφτά, διότι χωρίς λεφτά μπορεί να έχουν μείνει έτσι κι αλλιώς. Αυτό είναι το διά ταύτα και όλα τα άλλα εγώ τα περνάω μπάι. Καταλήξαμε, πολλοί εξ ημών, να δουλεύουμε για να υπάρχουν δουλειές και όχι για να πληρωνόμαστε απαραίτητα απ’ αυτές. Και χωριστήκαμε σ’αυτούς που βάζουν πλάτη, επειδή μπορούν βασικά, ή επειδή φοβούνται, ή επειδή οτιδήποτε, και στους άλλους, που εξακολουθούν να απαιτούν να αμοίβονται με στοιχειώδη συνέπεια και αξιοπρέπεια για το έργο που προσφέρουν. Εχθροί μεταξύ μας.
Οι άνθρωποι στο ΔΟΛ, στο Mega, στο οπουδήποτε, όπως παντού, χωρίστηκαν κι αυτοί στα δύο κάποια στιγμή. Κάποιοι παραμυθιάστηκαν, κάποιοι φοβήθηκαν, κάποιοι παγιδεύτηκαν. Άλλοι απλώς δεν έδιναν δεκάρα γιατί ανήκαν στην κατηγορία "κάποιοι έγιναν πλούσιοι εδώ μέσα”.
Που είναι το σωστό και που το λάθος; Αυτονόητο είναι αυτό, ακόμα και στην πραγματικότητα στην οποία έχει χαθεί κάθε λογική και κάθε ορθολογισμός. Να μην χάνουμε τουλάχιστον τα δικά μας λογικά. Θα σου πει, βέβαια, ο άλλος, εσύ πήρες ρίσκο για να κάνεις δική σου επιχείρηση και να έχει ο κόσμος δουλειά; Τι μιλάς; Μιλάω γιατί δεν το πήρα και δεν έκανα. Αντιθετως έγινα ένας πολύ συνεπής εργαζόμενος, πιθανώς και ικανός, και κυρίως έγινα ένας άνθρωπος που ξέρει να τηρεί τις συμφωνίες του στο ακέραιο. Κάθε είδους. Και η σχέση υπαλλήλου-εργοδότη είναι απλώς μια συμφωνία: Κάνεις αυτό κι εγώ σε πληρώνω. Η πραγματικότητα στην οποία εσύ κάνεις 10Χαυτό κι εγώ παύω να σε πληρώνω είναι απλώς ΣΤΡΕΒΛΗ.
Αυτά, πάω να συνεχίσω κι εγώ τις υπερβάσεις μου κι αν έχω, μετά απ’αυτό το σεντονάκι, δουλειά και αύριο, εδώ θα μαστε να τα λέμε…
Mαρία Δεδούση (facebook)
Λογικά όλα, πιθανώς κι εγώ στη θέση του τα ίδια θα έλεγα. Και τότε, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα, κάτι ξύπνησε μέσα μου, μάλλον ο Μαρξ, και του είπα αυτό ακριβώς που σκεφτόμουν:.. Ξέρεις, τάδε μου, που σε συμπαθώ και σε εκτιμώ και πολύ -αλήθεια είναι αυτό-, ωραία όλα αυτά που μου λες, στα δύσκολα “μαζί", αλλά στα εύκολα, όταν η εταιρεία πήγαινε σφαίρα και έτρεχαν τα μύρια δεν θυμάμαι να τα μοιραστήκαμε.
Ξέρω, δεν ακούγεται ούτε συχνά ούτε καλά από “στέλεχος” αυτό. Μονο που τα “στελέχη" απλώς συνομιλούν με τον εργοδότη. Δεν πρέπει να αυταπατώνται ότι γίνονται εργοδότες...
Θύμωσε. Πολύ. Δεν με ξέρεις καλά, ρώτα να μάθεις, κάποιοι έγιναν πλούσιοι εδώ μέσα, και τέτοια. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω για να μάθω. Ήξερα. Οι πάντες ήξεραν και ξέρουν. Φυσικά και έγιναν κάποιοι πλούσιοι εκεί μέσα, όπως και παντού μέσα. Ήταν εκείνοι που στα δύσκολα πηδούσαν πάντα πρώτοι (αν όχι εκ των προτέρων) από το πλοίο, αλλά αυτή είναι άλλη κουβέντα. Γεγονός είναι, πάντως, ότι οι άλλοι, εκείνοι που κοιμόντουσαν πάντα στα γραφεία 24ωρα ολόκληρα είτε από καύλα για τη δουλειά, είτε από συνέπεια, δεν έγιναν ποτέ πλούσιοι. Ήταν οι αυτονόητοι, οι δεδομένοι, που δεν χρειάστηκε ποτέ να τους ανταμείψεις επιπλέον του μισθού τους για να συνεχίσουν. Το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Ακούω αντιρρήσεις; Μάλλον όχι.
Έκτοτε το “βάλε πλάτη” έγινε η ιστορία της ζωής μας. Τόση πλάτη ούτε ο Άτλας, φίλε, έγινε η πλάτη μας οροπέδιο ολόκληρο, να στηρίξουμε τις δουλειές μας, γιατί οι δουλειές μας μάς χρειάζονταν στην πορεία περισσότερο κι απ’ όσο τις χρειαζόμασταν εμείς. Τσακίστηκαν οι πλάτες από το πολύ βάρος, με το ζόρι στέκεσαι όρθιος πλέον, αλλά σπρώχνεις ακόμα. Συνήθισες κιόλας, θα σου φαινόταν και περίεργο να μην χρειάζεται να βάλεις πλάτη, να μην το παίρνεις προσωπικά, να μην κάνεις κάθε μέρα τη μία υπέρβαση μετά την άλλη. Θα σου φαινόταν περίεργο, επίσης, αν κάποιος εκτιμούσε τις υπερβάσεις και στο έδειχνε με οποιονδήποτε τρόπο πέρα από το να εξακολουθείς να έχεις δουλειά… Έστω και με ένα “ευχαριστώ”. Δεν θα σου πει κανείς ευχαριστώ όμως, διότι εδώ έχει επιτευχθεί το τέλειο: Δεν κάνεις πλέον εσύ χάρη, που σκοτώνεσαι, αλλά εκείνος που εξακολουθεί να σου παρέχει εργασία, άσχετο αν την πληρώνεσαι ή όχι.
Τίποτα παράξενο. Τα ίδια, άλλωστε, σου λέει και το κράτος: Βάλε πλάτη να με στηρίξεις γιατί τα σκάτωσα, ή γιατί τα σκάτωσαν οι άλλοι, ή γιατί σκατώθηκαν μόνα τους, λίγη σημασία έχει. Στο μεταξύ, όσο τα πράγματα σκατωνόντουσαν, κάποιοι έγιναν πλούσιοι, αλλά δεν ήσουν εσύ. Γιατί αν ήσουν δεν θα χρειαζόταν να βάλεις πλάτη πουθενά, ούτε και θα σ’ έκοφτε κιόλας.
Κι αν ένα ωραίο πρωί δεν θέλεις ή δεν μπορείς να βάλεις άλλη πλάτη και διεκδικήσεις το αυτονόητο, να πληρώνεσαι για τη δουλειά σου, ξέρωγω; Τότε είσαι κακός, απείθαρχος, ταραξίας, εχθρος της εταιρείας και -κυρίως- των εργαζομένων. Διότι αν δεν βάλεις πλάτη και απαιτήσεις να πληρώνεσαι, η εταιρεία θα κλείσει και οι άνθρωποι θα μείνουν χωρίς δουλειά. Πρόσεξε: Χωρίς δουλειά, όχι χωρίς λεφτά, διότι χωρίς λεφτά μπορεί να έχουν μείνει έτσι κι αλλιώς. Αυτό είναι το διά ταύτα και όλα τα άλλα εγώ τα περνάω μπάι. Καταλήξαμε, πολλοί εξ ημών, να δουλεύουμε για να υπάρχουν δουλειές και όχι για να πληρωνόμαστε απαραίτητα απ’ αυτές. Και χωριστήκαμε σ’αυτούς που βάζουν πλάτη, επειδή μπορούν βασικά, ή επειδή φοβούνται, ή επειδή οτιδήποτε, και στους άλλους, που εξακολουθούν να απαιτούν να αμοίβονται με στοιχειώδη συνέπεια και αξιοπρέπεια για το έργο που προσφέρουν. Εχθροί μεταξύ μας.
Οι άνθρωποι στο ΔΟΛ, στο Mega, στο οπουδήποτε, όπως παντού, χωρίστηκαν κι αυτοί στα δύο κάποια στιγμή. Κάποιοι παραμυθιάστηκαν, κάποιοι φοβήθηκαν, κάποιοι παγιδεύτηκαν. Άλλοι απλώς δεν έδιναν δεκάρα γιατί ανήκαν στην κατηγορία "κάποιοι έγιναν πλούσιοι εδώ μέσα”.
Που είναι το σωστό και που το λάθος; Αυτονόητο είναι αυτό, ακόμα και στην πραγματικότητα στην οποία έχει χαθεί κάθε λογική και κάθε ορθολογισμός. Να μην χάνουμε τουλάχιστον τα δικά μας λογικά. Θα σου πει, βέβαια, ο άλλος, εσύ πήρες ρίσκο για να κάνεις δική σου επιχείρηση και να έχει ο κόσμος δουλειά; Τι μιλάς; Μιλάω γιατί δεν το πήρα και δεν έκανα. Αντιθετως έγινα ένας πολύ συνεπής εργαζόμενος, πιθανώς και ικανός, και κυρίως έγινα ένας άνθρωπος που ξέρει να τηρεί τις συμφωνίες του στο ακέραιο. Κάθε είδους. Και η σχέση υπαλλήλου-εργοδότη είναι απλώς μια συμφωνία: Κάνεις αυτό κι εγώ σε πληρώνω. Η πραγματικότητα στην οποία εσύ κάνεις 10Χαυτό κι εγώ παύω να σε πληρώνω είναι απλώς ΣΤΡΕΒΛΗ.
Αυτά, πάω να συνεχίσω κι εγώ τις υπερβάσεις μου κι αν έχω, μετά απ’αυτό το σεντονάκι, δουλειά και αύριο, εδώ θα μαστε να τα λέμε…
Mαρία Δεδούση (facebook)