(...) Αν θέλουμε να δούμε την κρίση του ελληνικού Tύπου (έχει μερικά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη του διεθνούς, αλλά πολλά περισσότερα είναι διαφορετικά), οφείλουμε πρώτα απ' όλα να αναρωτηθούμε «τι ακριβώς πουλάει ένα Μέσο Ενημέρωσης». Η απάντηση είναι: την πνευματική δουλειά κάποιων ανθρώπων. Πρώτη του ύλη δεν είναι ούτε το χαρτί ούτε τα μελάνια· είναι τα κεφάλια των εργαζόμενων. Κι όμως, ακόμη και οι μεγάλες επιχειρήσεις Τύπου στη χώρα μας δεν έχουν τμήμα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Για την ακρίβεια, το σύγχρονο μάνατζμεντ και η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού είναι άγνωστες έννοιες σε μια βιομηχανία που έχει τζίρο εκατομμυρίων ευρώ (και, παρεμπιπτόντως, σηκώνει..
συχνά-πυκνά το δάχτυλο σε άλλα οργανωσιακά σχήματα -ιδιωτικά και δημόσια- για το έλλειμμα εκσυγχρονισμού).
Και θα έσωζε τις ελληνικές εφημερίδες ένα τμήμα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού; Φυσικά όχι, αλλά η απουσία του είναι ενδεικτικό του επιχειρηματικού ελλείμματος στον Τύπο. Τέτοιο τμήμα έχουν οι τσιμεντοβιομηχανίες, δεν θα έπρεπε να το έχουν επιχειρήσεις που (θεωρητικά τουλάχιστον) πουλούν ανθρώπινη σκέψη;
Το έλλειμμα της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού φαίνεται τυπωμένο κάθε μέρα στις εφημερίδες. Κακοπληρωμένοι δημοσιογράφοι, που τρέχουν καθημερινά σε δύο και τρεις δουλειές, στοιβαγμένοι σε μικρά γραφεία, παράγουν καθημερινά τη βαβούρα που επικρατεί γύρω τους. Οι περισσότεροι δεν έχουν καν το χρόνο να σκεφτούν τι γράφουν και τι αναμεταδίδουν· δεν τους ζητείται εξάλλου. Αυτό που τους ζητείται είναι να γεμίζουν κουτάκια με λέξεις ή το χρόνο του δελτίου.
Φυσιολογικά, κάθε δημοσιογράφος πρέπει να ξέρει περισσότερα από τους αναγνώστες του. Οφείλει να διαβάζει και να ενημερώνεται περισσότερο απ' όσο γράφει ή ενημερώνει. Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία που προσφέρει μια επιχείρηση ενημέρωσης και ζητά από τους πελάτες της 1-4 ευρώ την ημέρα. Κι όμως: στις εφημερίδες δεν χαριτολογούμε απλώς ότι «οι δημοσιογράφοι πληρώνονται για να γράφουν, όχι για να διαβάζουν», το εφαρμόζουμε κιόλας.
Η αγραμματοσύνη και η προχειρότητα είναι κανόνας στα εγχώρια ΜΜΕ. Βολεύει έναν τεράστιο αριθμό δημοσιογράφων (οι οποίοι δεν διαβάζουν ούτε εφημερίδες), αλλά και τις επιχειρήσεις που μειώνουν το κόστος εργασίας, επιτρέποντας στους δημοσιογράφους να έχουν δύο και τρεις επιπλέον δουλειές· όλες κακοπληρωμένες, και όλες σε βάρος της ποιότητας του προϊόντος.
Να το πούμε αλλιώς: οι εργαζόμενοι, σε κάθε ξεχωριστή δουλειά, καμώνονται ότι παράγουν και οι επιχειρήσεις καμώνονται ότι τους πληρώνουν.(...)
- από άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη στην athensvoice, υπό τον τίτλο «Το επιχειρηματικό έλλεμμα των ΜΜΕ»
συχνά-πυκνά το δάχτυλο σε άλλα οργανωσιακά σχήματα -ιδιωτικά και δημόσια- για το έλλειμμα εκσυγχρονισμού).
Και θα έσωζε τις ελληνικές εφημερίδες ένα τμήμα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού; Φυσικά όχι, αλλά η απουσία του είναι ενδεικτικό του επιχειρηματικού ελλείμματος στον Τύπο. Τέτοιο τμήμα έχουν οι τσιμεντοβιομηχανίες, δεν θα έπρεπε να το έχουν επιχειρήσεις που (θεωρητικά τουλάχιστον) πουλούν ανθρώπινη σκέψη;
Το έλλειμμα της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού φαίνεται τυπωμένο κάθε μέρα στις εφημερίδες. Κακοπληρωμένοι δημοσιογράφοι, που τρέχουν καθημερινά σε δύο και τρεις δουλειές, στοιβαγμένοι σε μικρά γραφεία, παράγουν καθημερινά τη βαβούρα που επικρατεί γύρω τους. Οι περισσότεροι δεν έχουν καν το χρόνο να σκεφτούν τι γράφουν και τι αναμεταδίδουν· δεν τους ζητείται εξάλλου. Αυτό που τους ζητείται είναι να γεμίζουν κουτάκια με λέξεις ή το χρόνο του δελτίου.
Φυσιολογικά, κάθε δημοσιογράφος πρέπει να ξέρει περισσότερα από τους αναγνώστες του. Οφείλει να διαβάζει και να ενημερώνεται περισσότερο απ' όσο γράφει ή ενημερώνει. Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία που προσφέρει μια επιχείρηση ενημέρωσης και ζητά από τους πελάτες της 1-4 ευρώ την ημέρα. Κι όμως: στις εφημερίδες δεν χαριτολογούμε απλώς ότι «οι δημοσιογράφοι πληρώνονται για να γράφουν, όχι για να διαβάζουν», το εφαρμόζουμε κιόλας.
Η αγραμματοσύνη και η προχειρότητα είναι κανόνας στα εγχώρια ΜΜΕ. Βολεύει έναν τεράστιο αριθμό δημοσιογράφων (οι οποίοι δεν διαβάζουν ούτε εφημερίδες), αλλά και τις επιχειρήσεις που μειώνουν το κόστος εργασίας, επιτρέποντας στους δημοσιογράφους να έχουν δύο και τρεις επιπλέον δουλειές· όλες κακοπληρωμένες, και όλες σε βάρος της ποιότητας του προϊόντος.
Να το πούμε αλλιώς: οι εργαζόμενοι, σε κάθε ξεχωριστή δουλειά, καμώνονται ότι παράγουν και οι επιχειρήσεις καμώνονται ότι τους πληρώνουν.(...)
- από άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη στην athensvoice, υπό τον τίτλο «Το επιχειρηματικό έλλεμμα των ΜΜΕ»