Γράφει ο Νικηφόρος Αντωνόπουλος
Στα «ΝΕΑ» πήγα τον Φεβρουάριο του 1972, λίγους μήνες αφότου άρχισε η σταδιακή διάλυση των στρατοπέδων κρατουμένων στο Λακκί και το Παρθένι της Λέρου. Είχε μιλήσει γα μένα ο από τότε καλός φίλος Κώστας Παπαϊωάννου στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ο οποίος δεν με γνώριζε, κι αυτός, πριν ακόμη με συναντήσει, μίλησε στον Κώστα Νίτσο, τον εμβληματικό διευθυντή των ΝΕΩΝ.
Στο μεταξύ, για να βγάζω κάποια λίγα χρήματα που είχα ανάγκη, αλλά και για να συνδεθώ με το
«χώρο», έκανα κάποιες μεταφράσεις για το «Φαντάζιο» χάρις στη Ρούλα Μητροπούλου και τη Φανή Πετραλιά που με σύστησαν στον Τερζόπουλο, εκδότη του περιοδικού και μια επίσης «εξωτερική» συνεργασία με την οικονομική εφημερίδα «Εξπρές».
Θα πρέπει να ήταν Νοέμβρης του ’71 όταν ο Παπαϊωάννου με ειδοποίησε να πάω να δω τον Νίτσο, έτσι κατ’ ευθείαν, χωρίς πρώτα να δω τον Λευτέρη, να με γνωρίσει, να δει ποιος είμαι, να μου πει τι να πω και τι να κάνω στη συνάντηση με τον Νίτσο..
Πράγματι, τη συγκεκριμένη ώρα πήγα στο κτήριο της Χρήστου Λαδά, έδωσα το όνομά μου στην είσοδο – ένα τραπεζάκι μ’ ένα τηλέφωνο κι έναν υπάλληλο ήταν η «είσοδος» – ανέβηκα στον 3ο όροφο, κτύπησα μια γυάλινη πόρτα, απέναντι από το ασανσέρ και βρέθηκα στο γραφείο του Νίτσου. Ήταν χωμένος πίσω από μια στοίβα χαρτιών, φακέλων, εφημερίδων, βιβλίων, και ο μόνος ελεύθερος χώρος που υπήρχε στο γραφείο, ήταν μπροστά του, όσο να χωρούν τα χαρτιά στα οποία έγραφε.
Καρέκλα ελεύθερη δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν μπόρεσα να τη διακρίνω. Και βέβαια ούτε μου είπε «κάθισε». Σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταξε, είπε, «εσύ είσαι λοιπόν ο Αντωνόπουλος» και πριν προλάβω να πω κάτι, συνέχισε:
– Λοιπόν, έχω μιλήσει επάνω – το επάνω προφανώς ήταν ο Λαμπράκης – θα περάσουν οι γιορτές και θα έρθεις να με δεις. Αν έχω να σου πω κάτι θα τα πούμε, αν έχω δουλειά μπορεί και να μη σου πω τίποτα. Εσύ θα ξανάρθεις την άλλη εβδομάδα και ξανά την άλλη και πιστεύω ότι μέσα στο μήνα θα τελειώσουμε. Εντάξει;
Είπα, «μάλιστα», κι έφυγα, βέβαιος ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.
- διαβάστε τη συνέχεια στο metarithmisi (ΕΔΩ)
Στα «ΝΕΑ» πήγα τον Φεβρουάριο του 1972, λίγους μήνες αφότου άρχισε η σταδιακή διάλυση των στρατοπέδων κρατουμένων στο Λακκί και το Παρθένι της Λέρου. Είχε μιλήσει γα μένα ο από τότε καλός φίλος Κώστας Παπαϊωάννου στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ο οποίος δεν με γνώριζε, κι αυτός, πριν ακόμη με συναντήσει, μίλησε στον Κώστα Νίτσο, τον εμβληματικό διευθυντή των ΝΕΩΝ.
Στο μεταξύ, για να βγάζω κάποια λίγα χρήματα που είχα ανάγκη, αλλά και για να συνδεθώ με το
«χώρο», έκανα κάποιες μεταφράσεις για το «Φαντάζιο» χάρις στη Ρούλα Μητροπούλου και τη Φανή Πετραλιά που με σύστησαν στον Τερζόπουλο, εκδότη του περιοδικού και μια επίσης «εξωτερική» συνεργασία με την οικονομική εφημερίδα «Εξπρές».
Θα πρέπει να ήταν Νοέμβρης του ’71 όταν ο Παπαϊωάννου με ειδοποίησε να πάω να δω τον Νίτσο, έτσι κατ’ ευθείαν, χωρίς πρώτα να δω τον Λευτέρη, να με γνωρίσει, να δει ποιος είμαι, να μου πει τι να πω και τι να κάνω στη συνάντηση με τον Νίτσο..
Πράγματι, τη συγκεκριμένη ώρα πήγα στο κτήριο της Χρήστου Λαδά, έδωσα το όνομά μου στην είσοδο – ένα τραπεζάκι μ’ ένα τηλέφωνο κι έναν υπάλληλο ήταν η «είσοδος» – ανέβηκα στον 3ο όροφο, κτύπησα μια γυάλινη πόρτα, απέναντι από το ασανσέρ και βρέθηκα στο γραφείο του Νίτσου. Ήταν χωμένος πίσω από μια στοίβα χαρτιών, φακέλων, εφημερίδων, βιβλίων, και ο μόνος ελεύθερος χώρος που υπήρχε στο γραφείο, ήταν μπροστά του, όσο να χωρούν τα χαρτιά στα οποία έγραφε.
Καρέκλα ελεύθερη δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν μπόρεσα να τη διακρίνω. Και βέβαια ούτε μου είπε «κάθισε». Σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταξε, είπε, «εσύ είσαι λοιπόν ο Αντωνόπουλος» και πριν προλάβω να πω κάτι, συνέχισε:
– Λοιπόν, έχω μιλήσει επάνω – το επάνω προφανώς ήταν ο Λαμπράκης – θα περάσουν οι γιορτές και θα έρθεις να με δεις. Αν έχω να σου πω κάτι θα τα πούμε, αν έχω δουλειά μπορεί και να μη σου πω τίποτα. Εσύ θα ξανάρθεις την άλλη εβδομάδα και ξανά την άλλη και πιστεύω ότι μέσα στο μήνα θα τελειώσουμε. Εντάξει;
Είπα, «μάλιστα», κι έφυγα, βέβαιος ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.
- διαβάστε τη συνέχεια στο metarithmisi (ΕΔΩ)